Ο Φώτης Αγγουλές και τα παιδιά

Ένιωθε την ίδια στιγμή μάνα, πατέρας κι αδελφός του κάθε ανθρώπινου όντος και ένιωθε την ανάγκη να το εκφράσει είτε στήνοντας στιχάκια, είτε ευρισκόμενος δίπλα τους, είτε αγωνιζόμενος για τα δικαιώματά τους, γιατί ένοιωθε πώς όλα τα παιδιά του κόσμου ήταν παιδιά του και όλος ο κόσμος χώραγε μέσα στην καρδιά του. 

Ο Φώτης Αγγουλές είναι λαϊκός ποιητής, που γεννήθηκε  στα 1911 στους μαχαλάδες της Κρήνης (Τσεσμέ) της χερσονήσου της Ερυθραίας, εκεί που ανθούσε η ρίμα, ως μέσο κοινωνικής επικοινωνίας των  καθημερινών ανθρώπων. Είναι το προσφυγόπουλο, που  βρέθηκε μαζί με την οικογένεια του στα χρόνια του Α’ και Β’ διωγμού (1914-1918) των Ελλήνων και άλλων μειονοτήτων απ’ τα Μικρασιατικά παράλια, στη Χίο.

Είναι το προσφυγάκι, που βίωσε τις συνέπειες του ξεριζωμού στα λασπόνερα των  παραπηγμάτων και των  παραγκομαχαλάδων, της Καπέλας, του Βαρβασιού, του Καστέλου, της Αγίας Παρασκευής, της Τουρλωτής, της Λίμνης  κλπ.  μαζί με τις άλλες προσφυγικές οικογένειες.  

Είναι το παλλικαρόπουλο, που βγήκε στη βιοπάλη μαζί με τον ψαρά πατέρα του Σιδερή Χονδρουδάκη, να πουλάνε την ψαριά, μέσα στα πανέρια, στις προσφυγογειτονιές στης Χίου.

Είναι ο νέος εργαζόμενος, που μπήκε στην παραγωγή στο τυπογραφείο της εφημερίδας «Ελευθερίας», ως μαθητευόμενος τυπογράφος. 

Είναι ο νέος διανοητής, που εντρύφησε  στα βιβλιοστάσια της βιβλιοθήκης ΚΟΡΑΗ και συναντιέται με άλλους νέους του νησιού και μελετά ποίηση, σε λογοτεχνικές βραδιές.

Στο ποιητικό έργο του σημαντική θέση κατέχει η έγνοια του για τα παιδιά, που  κάλυψε όλες τις πτυχές της ζωής τους. 

Ο Φώτης Αγγουλές αποτέλεσε τον τέλειο δέκτη του πιο απλού και ασήμαντου πράγματος ή ζητήματος, που γι’ άλλους πέρναγαν απαρατήρητα. 

Η αγάπη του, η πραγματική του λατρεία για τα παιδιά, γι’ αυτά τα ανυπεράσπιστα πλάσματα της φύσης, προσδιόριζε το βαθμό των αισθημάτων του, αλλά και το βάθος και τη λεπτότητα τους.

Ένιωθε την ίδια στιγμή μάνα, πατέρας κι αδελφός του κάθε ανθρώπινου όντος και ένιωθε την ανάγκη να το εκφράσει είτε στήνοντας στιχάκια, είτε ευρισκόμενος δίπλα τους, είτε αγωνιζόμενος για τα δικαιώματά τους, γιατί ένοιωθε πώς όλα τα παιδιά του κόσμου ήταν παιδιά του και όλος ο κόσμος χώραγε μέσα στην καρδιά του. 

Ένοιωθε τον κάθε Άνθρωπο δικό του, αδελφό και φίλο, γιατί συνειδητοποιούσε ότι έπρεπε να παλέψει, να θυσιάσει για τους άλλους, για τα παιδιά που ζούνε, για τα παιδιά που θα γεννηθούνε.  

Ο πρόσφυγας απ’ την Κρήνη (Τσεσμέ) της Ερυθραίας, που βίωσε τη βία και την  απανθρωπιά του ξεριζωμού των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, απ’ τις εστίες τους, που ένιωσε στο σώμα και την ψυχή του την αβεβαιότητα και την αγριάδα των πολεμικών συγκρούσεων έκφρασε την αγάπη του για το καινούργιο, το νέο που του έδινε χαρά και ιδιαίτερα στη νέα πατρίδα, υμνώντας το νησάκι του… 

ΤΟ ΝΗΣΙ

«Ένας κύκνος στη λίμνη.
Στα γαλάζια νερά
μια κρινένια χαρά.
Το πανώριο νησάκι μας,
λάμνει αγάλι-αγάλι,
σαν μιάν άνθινη γόνδολα,
στου καιρού το κανάλι»1. 

Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ

«Νησάκι μου ολοπράσινο, ανθοπλήμμυρο, μυρολουσμένο,
Φιλόξενο, μυριόχαρο και πολυαγαπημένο(…)
Μητέρα της ορφάνιας μου, πατρίδα του ξενιτεμού μου,
Και κοίμισες τον πόνο μου, μέσ’ στ’ άνθια σου και μού δωσες…….»2

Αντιδρά και ανθίσταται στην εκμετάλλευση των παιδιών, στη φτώχεια και την πείνα που βιώνουν οι προσφυγικές οικογένειες.

ΠΑΙΔΙΑ

Τῆς φτώχειας καί τῆς ἀργατιᾶς μικροί Χριστοί, χλωμά παιδιά,
πού καί τό χάδι κι ἡ στοργή καί τό ψωμί σᾶς λείπει,
μέ τή φωνή μου ἄς ἤτανε στ’ αὐτιά τοῦ κόσμου ν’ ἀκουστεῖ,
κι ἀπ’ τά μικρά στηθάκια σας, τῆς ἀγωνίας τό καρδιοχτύπι.

Δέν ἔχει ρόδα ὁ κῆπος σας, δέν ἔχει χρώματα καί μύρα,
εἵστε φτωχά κι ἡ μοίρα σας εἵν’ ἄκαρπη καί στείρα.
Τήν πεταλούδα τή χαρά πάνω στά βατά ὡς κυνηγᾶτε,
μονάχα τά χεράκια σας ματώνουν, καί πονᾶτε.3 

 

ΕΝΑ ΔΑΚΡΥ

Τίς ὧρες τοῦ ἅγιου πόνου μου τραβιέμαι σέ μιά ἄκρη,
γιά νά σκουπίσω μυστικά τό πιό πικρό μου δάκρυ.
Καί μέ τή σκέψη ξαναζῶ μ’ ἐσᾶς μικρά παιδιά,
πού τόσο σᾶς ἀγάπησα καί μοὔχετε ὅλα λείψει,
καί νιώθω σάν μιά λήκυθο τήν πονεμένη μου καρδιά,
καί ἀργοσταλάζει μέσα της ὅλου τοῦ κόσμου ἡ θλίψη4. 

Δημιουργεί την τριλογία «Νανουρισμάτων», ως ριμαδόρος του Τσεσμέ, για να  «χαϊδέψει» την παιδική ψυχή στον ύπνο της.

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ 1

Νάνι ἁγνή μου αὐγούλα
συννεφοντυμένη.
Πονοσπαραγμένη
παιδική καρδούλα,
νάνι Ἑλληνόπουλα.
τή ζωή σου τώρα
τήν ὀρίζουν νάνοι.

……………………….

Κάμε νάνι-νάνι
πληγωμένο ἀηδόνι,
γιασεμί πνιγμένο
μέσ’ στό κρύο τό χιόνι.

Κι ὄνειρο νά βλέπεις
τραγικό, κοιμήσου
πιό φριχτό δέν θἆναι
ἀπό τή ζωή σου.
Μήν ξυπνᾶς παιδί μου,
κάμε νάνι-νάνι.
Θεέ μου στ’ ὄνειρο του,
ἄς ἦταν νά πεθάνει.5

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ (2)

«Γλυκοφιλῶ παιδάκι μου
τά μάτια σου τ’ ἀγγελικά,
μέ τό φιλί τό πατρικό
ποὖναι γλυκό σάν μέλι,
νά γαληνέψει ὁ ὕπνος σου
καί μέσα σ’ ὄνειρο γλυκό
δίκια νά σοῦ φανεῖ ἡ ζωή
κι οἱ ἀνθρῶποι σάν ἄγγελοι…»6

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ (3)

«Νάνι γλυκέ μου αὐγερινέ, τῆς μέρας π’ ἀνατέλλει,
πού στάζουν τά λογάκια σου, μέσ’ στήν καρδιά μας μέλι.
Νάνι πού σέ βυζαίνουνε λεύτερης μάνας κόρφοι,
καί φέγγεις μέσ’ στά στήθια της σάν διαμαντένιο γκόρφι».7

 

                   Ο ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ ΥΨΩΝΕΙ ΤΗ ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΣΤΑ ΔΕΙΝΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Ο Φώτης Αγγουλές νιώθει «ένοχος» γιατί δεν μπορεί να «πείσει» την παιδική άγνοια, γιατί τα αθώα παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν τον πόλεμο και σαν «ένοχος» ξεσπά σε στίχους , μην αντέχοντας ένα τόσο μεγάλο βάρος, που παρουσιάζεται στα παιδικά ματάκια, που κοιτούν με απορία ζητώντας εξηγήσεις γι’ αυτά που συμβαίνουν γύρω τους. 

Τα παιδιά με τη θειική  αθωότητά τους ψάχνουν απαντήσεις, με τα ματάκια τους, να  ερευνούν και να  απαιτούν να τους εξηγήσεις ….. Ως εξιλέωση απέναντι  στα παιδιά, πού χάνονται στον πόλεμο, ως απάντηση στις καμένες σάρκες τους, σαν εξομολόγηση στα ξεβρασμένα κουφάρια τους στις ερημικές ακτές  γράφει το ποίημα:

Μανούλα,

Τά μωρά θά πεθάνουν στίς κούνιες τους.
Θά σκοτωθοῦνε οἱ ἔφηβοι ἄδικα.
Θά μαραθοῦνε τά λουλούδια στίς γλάστρες,
κι ἐσύ, νά μήν περιμένεις
νά πραγματοποιήσεις
κανένα σου ὄνειρο…..
Αὐτό………εἶναι  Π Ο Λ Ε Μ Ο Σ.8

Την περίοδο της Φασιστικής Γερμανικής Κατοχής για το νησί  της Χίου (1941-1944) την ονομάζει «Καταραμένη νύχτα» και βλέπει  την ΕΛΛΑΔΑ στοιχειωμένη κι άραχλη και τα στοιχειά του φονικού και του ρημαγμού της να γλεντοκοπάνε ξέφρενα. Τον ποιητή τον πνίγει η απέραντη «Καταραμένη νύχτα» της Κατοχής, μα δεν τον κάνει απαισιόδοξο. Πιστεύει στις ανεξάντλητες δυνάμεις του λαού και μέσα από τα πηχτά σκοτάδια της Φασιστικής –ιμπεριαλιστικής πολεμικής πραγματικότητας κι απ’ την νεκρική σιγή της «Καταραμένης νύχτας» βλέπει –μακριά- το φως. 

ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΗ ΝΥΧΤΑ

Πάνω ἀφ’ τοῦ σπιτιοῦ τή στέγη, μ’ ἕνα καύκαλο μωροῦ,
πεθαμένου ἀπό τήν πείνα, φτιάχνει ἡ Φρίκη μιά μπουροῦ,
καί φυσᾶ καί ζοντανεύει τῶν πνιγμένων τίς λαχτάρες,
τ’ ἀγκομαχητά τῶν γέρων, τῶν μανάδων τίς κατάρες,
καί φυσᾶ, κι ἀπό τή νύχτα πού τήν ἔθαψε τό χιόνι,
πιότερο ἡ ψυχή, στῆς Φρίκης τούς ἀλαλαγμούς, παγώνει.

Τί καταραμένη νύχτα… Στοίχειωσε κι ἡ πόλη λές,
καί στά ρημαγμένα σπίτια μέ τίς ἄνανθες αὐλές
τά στοιχειά γλεντοκοπώντας, κρουταλοῦν τίς πόρτες τους,
σάν φασίστες πού περνοῦνε καί χτυποῦν τίς μπότες τους.
Τά γυμνά κλαριά  τῶν δέντρων τρίζουν καί στενάζουνε
Κι οἱ τριγμοί τους μέσ’ στή νύχτα μέ βλαστήμιες μοιάζουνε.
Ἄκουσε!… Σφυριές χτυπᾶνε μακρινές καί ρυθμικές
σάν νά σπάζουν ἁλυσίδες, σάν ν’ ἀνοίγουν φυλακές.9

Στο μεγάλο λιμό που χτυπά τη Χίο την περίοδο 1942-1943 στέλνει το δικό του μήνυμα για να αντιμετωπιστεί η γενοκτονία του λαού.

Ο ΛΑΟΣ ΠΕΙΝΑ

«Χτίστε τις αποθήκες σας από μπετόν και σίδερα
και πέστε και το φύλακα να μην κοιμάται ν’ αγρυπνά,
γιατί ο λαός πεινά.
Ψηλά τα τοιχογύρια σας, χτίστε κι απάνω βάλετε
τζάμια σπασμένα σουβλερά, κλέφτης κακός να μην περνά
 γιατί ο λαός πεινά…..
…..Στις κάμερές σας βάλετε σύρτες και κλειδωνιές κι αμπάρες
είστε ένοχοι, είστε άδικοι, και πρέπει να σας τυραννά
το κρίμα… ο λαός πεινά».10

Νιώθει αφάνταστο μίσος για το φασισμό, δεν κάνει όμως αντίσταση μόνο με το στίχο του. Χωρίς πραγματική αντίσταση και πάλη, ποτέ δεν θα μπορούσε να ζήσει και να γράψει…Φεύγει  πρόσφυγας στα Μικρασιατικά παράλια, για να ενταχθεί στον Ελληνικό στρατό της Μέσης Ανατολής. 

ΦΑΣΙΣΤΕΣ

Φασίστες ἤρθανε στόν τόπο μας
φασίστες πῆραν τά σπαρτά μας
φασίστες σκότωσαν τ’ ἀδέρφια μας
καί τυραγνοῦνε τά παιδιά μας

Κάψανε τό φτωχό μας σπιτικό
καί κούρσεψαν τήν πλούσια χώρα,
φασίστες ἤρθαν καί φέρανε
λιμό, θανατικό καί μπόρα.11

Πονεί, πνίγεται απ’ το ρημαγδό που φέρνει η ιμπεριαλιστική λαίλαπα με το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο   στα ανυπεράσπιστα κι αθώα παιδάκια. Στα μάτια του είναι  «κέρινα κουκλάκια»,  που λιώνουν, μην έχοντας τη δύναμη, ούτε την κρίση να εξηγήσουν την τεράστια απονιά και απανθρωπιά  που κυριαρχεί γύρω τους  και τους στερεί το χάδι, τη στοργή και τους «στέρεψε» το μητρικό γάλα. Οι σκέψεις του βρίσκουν  έκφραση στα ποιήματά του: 

ΚΟΥΚΛΑΚΙΑ…

Σκελετωμένα, κέρινα κουκλάκια, στή βιτρίνα
τῆς θλίψης, σάν φαντάσματα σωσμένα ἀπό τήν πείνα
καί στερημένα ἀφ’ τη΄χαρά καί ξένα ἀπό τό χάδι
σβοῦν τά παιδιά μας στό βαθύ φασιστικό σκοτάδι12

ΧΡΙΣΤΟΙ 

Ω υπαρξούλες τραγικές,
μικρά κι αθώα παιδιά
που τόσο σας σπαράζει,
Τα παιδικά στηθάκια σας
 και τη μικρή σας την καρδιά
 της πείνας το μαράζι.
Είστε οι καινούργιοι Εσείς Χριστοί
Που ο φασιστής Πιλάτος
στου σταυρωμού σας νόμισε
 το ξύλο πως θα στηριχθεί
της ανομίας το κράτος.13

Η ποίησή του ζωντανή, ανθρώπινη, πηγαία…νοιάζεται για τη νιότη των λαών. 

 Ο ΤΖΙΩΡΤΖΙΟ

Ὁ Τζιώρτζιο
τό ὄμορφο ἰταλόπουλο
πέθανε μέσα στήν ἔρημο
ἀπό δίψα.
τόν βρήκανε νά κρατᾶ
ἕνα ἄδειο παγούρι
καί νά τό σφίγγει.
Ἀπ΄ τό χυμό τῆς ζωῆς του,
πού ἐξατμίστηκε,
εἶχε μείνει λιγάκι ἀφρός
στίς ἄκρες τῶν ἄσπρων χειλιῶν του,
καί ἦταν πολύ θολωμένα,
τά γυαλωμένα του μάτια.
Νά κρύβανε  ἄραγε στη θολούρα τους,
κανέναν ὁρμητικό καταρράχτη,
κανένα νέρινο πίδακα,
κανένα κανάλι τῆς Ἰταλιας
νοσταλγημένο στήν ἔρημο;
Ἔτσι πέθανε ὀ πατέρας μου
κι ἐμένα, τήν ἄνοιξη, στην Ἑλλαδα.
Πέθανε ἀπό πείνα κοιτάζοντας
τόν ὁλοπράσινο κάμπο…
Δῶστε μου πίσω τό γέρο πατέρα μου
νά σᾶς  δώσω τόν ὄμορφο Τζιώρτζιο,
ἀλλιῶς, ὅταν ἔρθει ὀ Μάης,
ὁ πρῶτος ὕστερα ἀφ΄ τόν πόλεμο
δέν θά μᾶς φέρει λουλούδια.14

Το ποίημα του  «ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ» αποτελεί ένα δριμύ κατηγορώ στον πόλεμο και την προσφυγιά που δημιουργεί ,αλλά και τα χιλιάδες θύματα που ξεβράζονται στις ακτές…

ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ἔλληνες ἧρθαν πάλι…
Ἡ θάλασσα τούς ξέβρασε στίς ἀνατολικές ἀχτές,
προχτές.
Βγῆκαν πνιγμένοι στή στεριά καί παραμορφωμένοι,
πρησμένοι σάν τουμπιά καί μελανοί,
μά ὅσοι κι ἄν τὔκρυψε ἡ νυχτιά τό δράμα τους νά μή φανεῖ,
τό νόημα βγαίνει.
Τόν ξέρομε τόν ἔνοχο, εἶναι γνωστή ἡ αἰτία…
Στά φαγωμένα μάτια τους κοίταξε μέσα καί θά δεῖς
μιά χαλασμένη πολιτεία.
Μά μήν τούς θάψετε, γιατί, θά χάσει σχῆμα ἡ Φρίκη.
Κι ὅταν γραφτεῖ ἡ εὐγενικιά  φασιστικιά ἱστορία,
ἔτσι, πρησμένους βάλτε τους κι αὐτούς σέ μιά προσθήκη.15

Στα Συρματένια στρατόπεδα του ΝΤΕΚΑΜΕΡΕ και της  ΑΣΜΑΡΑΣ γράφει μια νύχτα  ένα ποίημα διαμαρτυρία των εγκλείστων Ελλήνων που οι Άγγλοι τους έκλεισαν σε αυτά  και τους υποχρέωσαν να ζούνε κάτω από αφόρητες συνθήκες ζέστης και τραγικών ελλείψεων στο νερό, την τροφή και τα φάρμακα, γιατί ζήτησαν να πάνε στην κατεχόμενη Ελλάδα να πολεμήσουν τους φασίστες καταχτητές. 

ΜΠΑΥΡΟΝ

Να θυμηθούμε τη μορφή σου,
ξανθέ γλυκέ ποιητή,
απόψε δεν τολμήσαμε, γιατί
σ’ αγκαθωτό διπλόσυρμα,
μας κλείσαν οι δικοί σου.

Γιατί να’ ρθείς στην ώμορφην Ελλάδα να πεθάνεις,
ξανθέ ποιητή γιατί;
Εμείς την εκτιμούμε τη φιλία.
Εμείς τη Λευτεριά την αγαπούμε.
Τώρα που άδικα οι δικοί σου
μας τυραννούν τι να τους πούμε;
Κοίταξε απ’ έξω, μας φρουρούνε
διπλοφρουροί.

Τούτη τη νύχτα δεν μπορούμε
 να θυμηθούμε τη μορφή σου,
γιατί στα σύρματα μπορεί
η σκέψη μας ν’ αγκυλωθεί
και να ματώσει την ψυχή σου.16 

Η ποιητική αναφορά στην ποίηση του Φώτη Αγγουλέ για τα παιδιά αποτελεί μια συμβολή στον αγώνα των Ανθρώπων να πολεμήσουν τις αιτίες των κακών της ανθρωπότητας ,που εκπορεύονται από  την εκμετάλλευση του ανθρώπου και των πλουτοπαραγωγικών πηγών του πλανήτη από τους ισχυρούς εκμεταλλευτές προκειμένου να αυγατίζουν τα κέρδη τους. 

Παραπομπές:

1.Γιώργος Σιδέρης, Φώτης Αγγουλές, Μελέτη, έκδ. 5η , Μοχλός, Αθήνα 1992,σελ.17.

2.Ομοίως, σελ.19.

3.Ομοίως, σελ.98.

4.Ομοίως, σελ.99.

5.Ομοίως, σελ.101.

6.Ομοίως,σελ.104.

7.Ομοίως,σελ.105.

8.Ομοίως, σελ.107.

9.Ομοίως,σελ.108.

10.Εφημερίδα «Πρωτοπόρος», α. φ. 159, 27-12-1945,σελ.1.

11.Γιώργος Σιδέρης, Φώτης Αγγουλές, Μελέτη, 5η έκδ. έκδ. Μοχλός, Αθήνα 1992,σελ. 110.

12.Ομοίως, σελ.97.

13.Εφημερίδα «Πρωτοπόρος» α.φ. 239, Πέμπτη 30-5- 1946, σελ. 1.

14.Γιώργος Σιδέρης, Φώτης Αγγουλές, Μελέτη, 5η έκδ. έκδ. Μοχλός, Αθήνα 1992,σελ. 113.

15.Ομοίως, σελ. 139.

16.Εφημερίδα «ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΣ» α.φ. 176, 5-2-1946,σελ.1

Γιώργης Η. Αμπαζής
Δάσκαλος
Μέλος του Γενικού Συμβουλίου της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: