Ο ματωμένος λυρισμός – Ο Άγγελος Τερζάκης για τη Μαρία Πολυδούρη
Είναι κάτι που δεν μοιάζει με τίποτα το πένθος αυτό των νέων για τούς νέους. Σα να ξέρουν αυτοί κάτι, ένα μυστικό, κάποιο σύνθημα, που τους δένει μεταξύ τους. Οι μεγάλοι δεν το υποψιάζονται, είναι ανίκανοι να το νιώσουν…Εμείς, την ώρα εκείνη που πορευόταν προς τον τάφο το λείψανο τής Μαρίας Πολυδούρη, ακούγαμε σκοτεινά μέσα μας ν’ ανακρούεται το επικό εμβατήριο μιας εποχής.
Από τις πιο χαρακτηριστικές παρουσίες της μεσοπολεμικής μας ποίησης, η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε την 1η του Απρίλη 1902 και έφυγε από τη ζωή στις 29 του Απρίλη 1930. Υπήρξε για την εποχή της μια γυναίκα απίστευτα δυναμική και ανατρεπτική και ταυτόχρονα εύθραυστη. Έζησε μόλις 28 χρόνια αναζητώντας και πιστεύοντας σε μια ιδανική ευτυχία που ποτέ δεν συνάντησε.
Το 1916 δημοσίευσε στο περιοδικό «Οικογενειακός Αστήρ» το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας» και συγκέντρωσε τα ποιήματά της στην ανέκδοτη συλλογή με τίτλο «Μαργαρίτες». Το 1918 πέρασε με άριστα τις εξετάσεις και διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας.
Το 1920 χάνει και τους δυο γονείς της. Το 1922 μετατίθεται στη Νομαρχία Αττικής (Αττικοβοιωτίας ονομαζόταν τότε), ενώ είχε ήδη γραφτεί στη Νομική Σχολή.
Η Μαρία Πολυδούρη διεκδίκησε μαχητικά μια θέση διαφορετική από αυτή που της επεφύλασσε η ανδροκρατούμενη κοινωνία, για να ηττηθεί κατά κράτος εντός των στενών ορίων που η ίδια περιόριζε, φυλακίζοντας ουσιαστικά, την ύπαρξή της.
Ο έρωτάς της για τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη ήταν αυτός που έδωσε στη ζωή της νόημα, επηρέασε καθοριστικά το έργο της, αλλά και της στέρησε σταδιακά κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή. «Ποτέ η Μαρία Πολυδούρη, που αγάπησε τόσο παράφορα τον Καρυωτάκη, δεν τον αγάπησε τόσο όσο πόνεσε για το χαμό του. Και δεν αντιπροσώπευε γι’ αυτήν έναν τυφλό έρωτα. Ήξερε τη ζωή, εγνώριζε τους ανθρώπους και τους άντρες. Κι όσο πιο πολύ γνώριζε και πλούταινε, τόσο κι ο ποιητής ανέβαινε στη συνείδησή της και γινότανε ασύγκριτος και αναντικατάστατος. Γι’ αυτό κι ορισμένα από τα ποιήματά της, πέρα από τη συγκίνηση που μας δίνουνε, είναι συγκλονιστικά», γράφει η Λιλή Ζωγράφου στην Εισαγωγή της στα Άπαντα της Μαρίας Πολυδούρη.
Όταν ο Καρυωτάκης ανακαλύπτει ότι πάσχει από σύφιλη της ζητά να χωρίσουν. Η Πολυδούρη αρνείται ζητώντας του να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά. Ο Καρυωτάκης δεν το δέχεται και χωρίζουν, και έξι χρόνια μετά αυτοκτονεί στην Πρέβεζα.
Το 1924 εγκαταλείπει τις σπουδές της στη Νομική και γράφεται στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Σχολή Κουνελάκη. Το 1926 συμμετέχει στην παράσταση «Το Κουρέλι» του Νικοντέμι και βρίσκεται στο Παρίσι, όπου παρακολουθεί μαθήματα ραπτικής.
Στο Παρίσι προσβάλλεται από φυματίωση και νοσηλεύεται. Το 1928 επιστρέφει στην Αθήνα και εισάγεται στο σανατόριο «Σωτηρία».
Ο έρωτάς της για τον Καρυωτάκη, που σιγόκαιγε ασταμάτητα μετά τον χωρισμό τους, θα σβήσει ταυτόχρονα με τους χτύπους της καρδιάς της, σ’ ένα κρεβάτι της κλινικής Χρηστομάνου, όπου νοσηλευόταν τσακισμένη από την αρρώστια, τη νύχτα της 28 προς 29 του Απρίλη 1930.
Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της θα εκδοθούν οι ποιητικές συλλογές «Οι τρίλλιες που σβήνουν» (1928) και «Ηχώ στο χάος» (1929).
Ο Άγγελος Τερζάκης γεννήθηκε στο Ναύπλιο στις 16 του Φλεβάρη 1907 και έφυγε από τη ζωή στις 3 του Αυγούστου 1979, στην Αθήνα. Λογοτέχνης της γενιάς του ’30, έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα, ενώ άφησε πολύ αξιόλογο δοκιμιακό έργο.
Το 1925, φοιτητής ακόμα είχε εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων «Ο ξεχασμένος» και το 1929 τη δεύτερη συλλογή με τίτλο «Φθινοπωρινή συμφωνία». Το 1932 κυκλοφόρησε το δίτομο μυθιστόρημά του «Δεσμώτες» που μαζί με τους «Πρίγκιπες» του Θράσου Καστανάκη θεωρούνται ότι εγκαινιάζουν την πεζογραφία της γενιάς του ’30.
Από τα θεατρικά του Άγγελου Τερζάκη ξεχωρίζουν «Ο σταυρός και το σπαθί», «Είλωτες», «Τα λύτρα της ευτυχίας» κ.ά. Το 1937 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του «Η μενεξεδένια πολιτεία, και την ίδια χρονιά αρχίζει η δημοσίευση του μυθιστορήματός του «Η πριγκηπέσα Ιζαμπώ», σε συνέχειες στην «Καθημερινή», που θα εκδοθεί σε βιβλίο το 1945, και θα αποτελέσει μια από τις μεγαλύτερες ελληνικές εκδοτικές επιτυχίες.
Όταν φεύγει από τη ζωή η Μαρία Πολυδούρη, ο Τερζάκης είναι 23 χρόνων. Στο αφηγηματικό δοκίμιο που ακολουθεί, αναπολώντας της εποχή της νιότης του με αναφορές στο κοινωνικο-λογοτεχνικό-πολιτικό πλαίσιό της, ο Τερζάκης ιστορεί τις δυο φορές που βρέθηκε κοντά στη Μαρία Πολυδούρη, που συνέπεσαν με τις τελευταίες στιγμές της ζωής της.
Το κείμενο βρήκαμε στην ιστοσελίδα Λογοτεχνικές Σημειώσεις και το προσαρμόσαμε στο μονοτονικό.
Ο ματωμένος λυρισμός
του Άγγελου ΤερζάκηΈνα τεράστιο μεταλλικό πουλί, ζώο που ξεπήδησε μέσ’ από την Αποκάλυψη, φρουμάζει τρέμοντας σύγκορμο, με τούς κινητήρες αναμμένους, ανυπόμονο να σπαθίσει το διάστημα, την ώρα που, μέσα στον ανεμοστρόβιλο τού μισεμού, γράφονται τούτες οι αράδες. Ο ίλιγγος αλέθει τις σκέψεις, τις εποχές, κομματιάζει ίσκιους, ξεσηκώνει φαντάσματα. Με δάχτυλα βιαστικά φυλλομετρώ κι’ εγώ το βιβλίο τούτο που μού ήρθε τέτοια στιγμή. Μοναχά το φυλλομετρώ, τίποτα περισσότερο δεν προφταίνω. Όμως αδύνατο και να το παρατρέξω: μαγνητίζει μέσα μου το βραδιασμένο στρατολάτη μιας άλλης εποχής. Είναι τα «Άπαντα» της Μαρίας Πολυδούρη.
Άλλοι θα γράψουν την αρμόδια γνώμη τους για τούς στίχους αυτούς, θα τους μετρήσουν με το μέτρο τής ώρας, θα δώσουν άφεση με κάποια ίσως μεγαλοψυχία. Εγώ θ’ αναπολήσω μόνο. Κι’ όχι καν την ίδια την ποιήτρια. Το διάκοσμο, τη σκηνογραφία που στέκεται σ’ απόσταση γύρω της. Σημειώστε πως καμμιά φιλοδοξία συνθετική δεν μπαίνει σε τούτη την απόπειρα. Είναι μολυβιές ριγμένες στην τύχη, σύμφωνα με τον ακατάστατο ρυθμό τις μνήμης, που την ξάφνιασαν στον ύπνο της και τρεκλίζει ψάχνοντας να ορθοποδήσει ανάμεσα στα μνήματα.
Ξαναβλέπω τη ζωή μέσ’ από τα θολά, ροδισμένα στ’ απόβραδο τζάμια ενός αθηναϊκού καφενείου. Τη ζωή μιας Αθήνας που δεν υπάρχει πιά. Έξω στο δρόμο, που έχει σκόνη πολλή και λιγοστή κίνηση, οι αραιοί διαβάτες περνάνε χωρίς να βιάζονται. Κάπου στη γειτονιά τραγουδάει με χοντρούς κόμπους στο λαιμό της μια λατέρνα. Ζεστό φαΐ λιβανίζει στή γειτονιά. Ανάμεσα στους κρεμασμένους ίσκιους τής νύχτας που κατεβαίνει, βλέπεις να περνάει στο δρόμο μια θεωρία μουγγή, σκυφτή: Οι πρόσφυγες της Καταστροφής.
Λένε πως ήταν μια εποχή ηττημένοι. Αυτό το λένε εκείνοι που ήρθαν κάπως αργότερα, ξεκούραστοι με κοστούμι ατσαλάκωτο, κομμένο σε κάποιο ράφτη τής Δυτικής Ευρώπης. Ηττημένη: Θα την πω καλλίτερα «δραματική». Υπάρχουν εποχές ανύποπτες κι’ εποχές στοιχειωμένες, καιροί που η συνείδησή τους κοιμάται κι’ άλλοι που η ψυχή τους αλαφιάστηκε. Τα χρόνια εκείνα ανάμεσα στα 1922-1929 ήταν ένα παράξενο κράμα από αφέλεια κ’ έγνοια, προαισθήματα και ρεμβασμό. Η Αθήνα η ζωντανή είχε μικροαστική σφραγίδα. Μια συνοικία απέραντη, που έφτανε ίσαμε την οδό Σταδίου, κι’ αυτή πιστό αντίγραφο τής επαρχίας. Το νομαρχιακό γραφείο όπου πάει να πιάσει δουλειά η Μαρία Πολυδούρη, καινουργιοφερμένη από την Καλαμάτα της, είναι σκονισμένο, νυσταλέο και κακομούτσουνο, στεγάζει φουκαράδες υπαλλήλους που έχουν για όνειρο φυγής τη βραδινή πρέφα. Κι’ όμως, ανάμεσα σε τέτοιον κόσμο, πίσω από τραπέζι πληκτικό, κάθεται ο Κώστας Καρυωτάκης. Γιατί τάχα αυτή η ευκολία να πιστεύουμε ότι ο ποιητής τού «Μιχαλιού» συνοψίζει την αθλιότητα; Κρίνουμε τω ενδόσιμο ή το μήνυμα; το διάκοσμο ή το θέαμα; Και οι Ρώσοι πήρανε για κατώφλι τους την αθλιότητα, μάς ειδοποίησαν όμως για ό,τι μάντεψαν χάρη σ’ αυτήν από το βαθύ μυστήριο τής ζωής και τής αληθείας. Αθεράπευτη μανία μας να νομίζουμε πως όλα αρχίζουν και τελειώνουν σε μια ηθογραφία!
Το μέγεθος τής εποχής εκείνης είναι κρυφό κι’ ανυπόκριτο. Σημειώνει μια κρίσιμη στροφή τής ελληνικής ζωής από τα έξω στα μέσα. Για πρώτη φορά επικοινωνεί ο τόπος με τα μεγάλα ρεύματα τού αιώνα. Μέσα στα μουχλιασμένα δημόσια γραφεία στρατολογείται μια νεολαία που θα πιστέψει με πάθος στην κοινωνική δικαιοσύνη, θα στρώσει με τα κορμιά της τούς τραγικούς δρόμους της. Αυτό – όποια κι’ αν είναι η προσωπική μας πίστη κι’ ο τελικός απολογισμός – πρέπει να το αναγνωρίσουμε. Σύγκαιρα, μία μειοψηφία εκστατική, λυρική, μια χούφτα νέοι που έγραφαν, πασχίζει εκείνα τα χρόνια να προσανατολιστεί μέσα στην ανεμοζάλη, να συλλάβει κάτι από τούς μεγάλους ίσκιους που δίνουν ανάστημα στον ορίζοντα. Αργότερα, σαν έρθουν ξεκούραστοι, αμέτοχοι, φρεσκοξυρισμένοι οι προφήτες των νέων τάσεων, θα κηρύξουν μια φρεσκογυαλισμένη πίστη στή γραφικότητα, θ’ ανεμίσουν χρώματα γαλάζια και χρυσαφιά. Την Ιστορία τη γράφουν οι επιζώντες. Η νεολαία τής δραματικής δεκαετίας έπεσε θερισμένη κι’ αναπολόγητη στο σύνορο τής χίμαιρας.
Στιγμές-στιγμές έχω την εντύπωσή πως είμαι ο τελευταίος που έχει επιζήσει από τα θύματα ενός μεγάλου ναυαγίου. Ένας ολόκληρος κόσμος έφυγε με το πλοίο εκείνο, το πλοίο τού Καρυωτάκη, καταποντίστηκε. Πρέπει να μπορείς να συγκρίνεις το ύφος των τότε νέων με των τωρινών, για να καταλάβεις την απόσταση. Άλλος κόσμος! Είμασταν απλοϊκοί κι’ ευλαβικοί, με μίαν απολησμονημένη μέσα στα μάτια μας καταχνιά τού 19ου αιώνα, κληρονομία πατρική. Ποίηση, κοινωνική επανάσταση, έρωτας, μπερδεύονταν στο μυαλό μας, έκαναν την περπατησιά μας ζαλισμένη και σαν υπνοβατική. Από τούς τέσσερους ή πέντε νέους – δεν καλοθυμάμαι – που ξεκινήσαμε νωρίς κείνο το δειλινό να πάμε στή «Σωτηρία» για να κάνουμε επίσκεψη στή Μαρία Πολυδούρη, οι τρείς τουλάχιστον ήταν ερωτευμένοι μαζί της. Θανάσιμα. Ή το πίστευαν.
Δεν είχα κάνει τη γνωριμία της κι’ ένιωθα έτσι σαν ξένος, παρείσαχτος. Έπειτα, θυμάμαι, πείσμωνα με την ομαδική εκείνη ερωτοληψία που την τριγύριζε. Μού φαινόταν φιλολογική και βέβηλη, να θολώνει με πυκνές ανασαιμιές την σοβαρότητα τής μορφής της. Έχω, έτσι, μίαν έμμεση μόνο, ηθική κάλλιο παρά φυσική εικόνα της στο νου μου. Από ό,τι άκουγα. Γιατί εκείνο το δειλινό που λέω, γλυκό, ροδαλό δειλινό τής αττικής άνοιξης, έγινε τούτο το περίεργο: Σαν φτάσαμε μπροστά στο μονόροφο οίκημα όπου βρισκόταν το δωμάτιό της, σημειώθηκε μέσα μου, ξάφνου, μια αλλαγή. Είχα από καιρό μίαν επιθυμία σχεδόν παθιασμένη να την ίδω, περιέργεια νέου για μια νέα. Εκεί όμως, στο κατώφλι τού φτωχού περιπτέρου, μπροστά στα δύο-τρία σκαλάκια που ανέβαζαν στή σανιδένια βεραντούλα, άλλαξα γνώμη. «Εμπάτε σεις, κάνω στους άλλους. Εγώ θα περιμένω εδώ».
Μονομιάς είχε φέξει μέσα μου η σκέψη πως η κοπέλα η άρρωστη εκεί μέσα, ήταν ωραία, ερωτική, όμως η ομορφιά της τώρα-τώρα, καθώς μου είπανε, με την επιδείνωση τού κακού που την έτρωγε, είχε πιάσει να κόβει. Πώς θα τής φαινόταν, αυτής που ήταν κιόλας ένας μικρός θρύλος, λυρικός, ερωτικός, να πρωτοφανεί στα μάτια ενός νέου έτσι χαλασμένη, σημαδεμένη από τον τραγικό πρόλογο τής φθοράς; Το βρήκα αδιάκριτο εκ μέρους μου, σκληρό. Απόμεινα λοιπόν έξω, να περιμένω τούς άλλους, και μόνο συλλογιζόμουν πως είναι τούτη που χάνω η υστάτη, η μοναδικὴ ίσως εὐκαιρία, να ίδω τη Μαρίᾳ Πολυδούρη ζωντανή. Κάπου-κάπου έριχνα κλεφτές ματιές μέσα.
Ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, με τα πόδια κατά μένα. Δεν ξέκρινα παρά το μέτωπό της, που το φώτιζε μια βραδινή αντιφεγγιά από το κοντινό παράθυρο. Ωραίο μέτωπο, ψηλό, και το φως έπαιρνε απάνω του μια λάμψη μελιχρή, σαν από νεκρική λαμπάδα.
Είναι η μοναδική εικόνα που έχω από τη Μαρία Πολυδούρη. Οι κατοπινές μου θύμησες είναι από το πρωινό εκείνο, λίγο αργότερα, που ξεκινήσαμε πάλι η μικρή νεανική κουστωδία, σφιγμένοι στη βουβαμάρα της λύπης μας, να πάμε στην ιδιωτική κλινική, εκεί στα Κάτω Πατήσια, να την ιδούμε νεκρή. Θαρρώ είχε ξεψυχήσει τη νύχτα ή τα χαράματα. Όταν φτάσαμε κι’ ανεβήκαμε στο απάνω πάτωμα, στο μακρύ γυαλιστερό διάδρομο, μάς είπαν να περιμένουμε, να μη μπούμε στο δωμάτιο τής νεκρής. Η πόρτα του άνοιξε, βγήκε ένα φορείο. Απάνω, τυλιγμένο από κορφή σε νύχια μέσα σ’ άσπρο σεντόνι, ένα κορμί κοριτσιού ταλαντευόταν μαλακά, ίσως ακόμα ζεστό, και που τόνιωθες τρυφερό. Πέρασε αργά μπροστά μας. Σκύψαμε τα κεφάλια μας.
Και την ξαναβλέπω κάτω, στο μικροσκοπικό εκκλησάκι τής κλινικής, ύστερα στην εκκλησία τού Α’ Νεκροταφείου. Ακολουθήσαμε το δρόμο για τον τάφο λιγοστοί πάντα, μια κηδεία σχεδόν οικογενειακή, όπου εμείς, οι νέοι οι ολότελα ξένοι στην οικογένεια, είχαμε το αίσθημα πως κηδεύουμε κάποιον, που, κρυφά, ανήκει μόνο σ’ εμάς. Είναι κάτι που δεν μοιάζει με τίποτα το πένθος αυτό των νέων για τούς νέους. Σα να ξέρουν αυτοί κάτι, ένα μυστικό, κάποιο σύνθημα, που τους δένει μεταξύ τους. Οι μεγάλοι δεν το υποψιάζονται, είναι ανίκανοι να το νιώσουν. Σκέφτονται συμβατικά, τυπικά και καθιερωμένα. Εμείς, την ώρα εκείνη που πορευόταν προς τον τάφο το λείψανο τής Μαρίας Πολυδούρη, ακούγαμε σκοτεινά μέσα μας ν’ ανακρούεται το επικό εμβατήριο μιας εποχής.
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 19 Απριλίου 1961)
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback