Όταν ο «Γκόρκι» συνάντησε τον Γκόρκι
Η συνάντηση του ελληνικής καταγωγής Ρουμάνου συγγραφέα Παναΐτ Ιστράτι, επονομαζόμενου και «Γκόρκι των Βαλκανίων», με τον γίγαντα της ρωσικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας Μαξίμ Γκόρκι.
Ο Ρουμάνος συγγραφέας και λογοτέχνης Παναΐτ Ιστράτι (Παναγής Βαλσαμής) γεννήθηκε στις 10 του Αυγούστου 1884 και έφυγε από τη ζωή στις 16 του Απρίλη 1935. Ο πατέρας του Γεώργιος Βαλσαμής καταγόταν απ’ την Κεφαλονιά.
Πολυγραφότατος, ξεχώρισε για το συγγραφικό του ταλέντο από το πρώτο του κιόλας βιβλίο «Κυρα Κυραλίνα», και για τη γραφή του χαρακτηρίστηκε «ο Γκόρκι των Βαλκανίων».
Ο Παναΐτ Ιστράτι διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Γάλλο συγγραφέα Ρομαίν Ρολάν και τον Νίκο Καζαντζάκη. Το 1927 με τον Νίκο Καζαντζάκη θα ταξιδέψουν στη νεαρή Σοβιετική Ένωση.
Την επόμενη χρονιά, στις 11 του Γενάρη και οι δυο θα μιλήσουν σε ανοιχτή συγκέντρωση στο θέατρο «Αλάμπρα», στην Αθήνα, για τις κατακτήσεις της ΕΣΣΔ και τις ιμπεριαλιστικές επιθέσεις που δεχόταν το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος στην ιστορία του κόσμου. Η εκδήλωση θα προκαλέσει «αναταραχή» και η κυβέρνηση θα απελάσει τον Ιστράτι από τη χώρα.
Στο ταξίδι του στην ΕΣΣΔ ο Παναΐτ Ιστράτι θα συναντηθεί με τον Μαξίμ Γκόρκι, τον κορυφαίο συγγραφέα της ρωσικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας που είναι ήδη εξήντα χρονών και διάσημος.
Ο Ιστράτι θα μεταφέρει τις πρώτες εντυπώσεις που αποκόμισε από τη συνάντηση με τον Γκόρκι (με αναφορές και σ’ αυτή με τον Ρολάν) σ’ ένα κείμενο γεμάτο συγκίνηση και ανθρωπιά, που θα δημοσιευτεί στο περιοδικό Νέα Επιθεώρηση (απόκειται στα ΑΣΚΙ) τον Ιούλη του 1928. Το παραθέτουμε διατηρώντας την ορθογραφία του πρωτότυπου:
ΜΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟΝ ΓΚΟΡΚΥ
Μπέκοβο, Ιούνιος. Ως σήμερα για μένα ο Μάξιμος Γκόρκυ είταν εκείνος που όλη η ανθρωπότητα διαβάζει, δηλαδή ο εργάτης που έσωσε, με θαυμαστό τρόπο απ’ την ανυπαρξία το μοναδικό έργο του. Είχα διαβάσει ένα μέρος απ’ αυτό. Εγνώριζα τη φωτογραφία του.
Εδώ και μερικές στιγμές, ανάμεσα στις άφθαρτες εικόνες που σέβουμαι σαν κάθε άνθρωπος, προστίθεται η εικόνα του Μάξιμου Γκόρκυ ως α ν θ ρ ώ π ο υ.
Φάνηκε στην αρχή η σιλουέττα ενός άντρα ψηλού αναστήματος, ντυμένου γκρίζα, που ανέβαινε τη σκάλα του «Γκοσίσντατ» περνώντας ανάμεσα από δυο σειρές θαυμαστών συγκινημένων, που η μια ήταν πιασμένη απ’ τα κάγκελα, η άλλη στηριγμένη στον τοίχο. Τραβήχθηκα στη θέση μου, μαζί με όσους τον περίμεναν στο γραφείο του συντρόφου Καλατώφ, του διευθυντή του «Γκοσίσντατ».
Μόλις σφίξαμε τα χέρια μας, το πρόσωπο του Μάξιμου Γκόρκυ εντυπώθηκε στο δικό μου με την ίδια θέρμη, όπως εδώ και πέντε χρόνια το πρόσωπο του Ρομαίν Ρολλάν. Δυο σημεία ακρότατα της ζωής μου, μια δεκαριά δευτερόλεπτα, που δεκαπλασίασαν την ύπαρξή μου.
Αυτό είναι πολύ για τους ώμους ενός ανθρώπου που στα τριανταοκτώ του χρόνια δεν περίμενε πια τίποτε, ούτε από τους άλλους, ούτε από τον εαυτό του.
Γι’ αυτό σήμερα οι δυνάμεις μου μ’ εγκατέλειψαν λίγο. Μα και του Αλέξη Μαξίμοβιτς, όπως τον φωνάζουν οικεία δω πέρα, δεν είναι πιο γερές απ’ την εποχή που ως σήμερα, ένας λαός ολάκερος δείχνει στον δημιουργό των «Αλητών» μιαν αγάπη τέτοια που ούτε ο δυνατότερος στη γη εγνώρισε ποτέ. Το ομολογούσε ο ίδιος, κλαίοντας, στα εργατικά πλήθη που σπρωχνότανε χθες το βράδυ στο Μεγάλο Θέατρο της Μόσχας.
— Είπανε για μένα ότι μιλώ καλά. Όχι, δεν μπορώ να μιλήσω τώρα πια…
Και προ ολίγου ακόμη, σ’ ένα κύκλο πιο στενό, ενώ τα σκληρά και φιλάνθρωπα δάχτυλα της συγκίνησης ζυμώνανε τους μυώνες του προσώπου του, μου έλεγε πνίγοντας τα λόγια του:
— Είναι κρίμα Ιστράτι που δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε απ’ ευθείας, γιατί ακόμα δεν μάθατε τα ρούσικα, κ’ εγώ δεν ξέρω καμμιάν άλλη γλώσσα.
— Μα μιλάτε ιταλικά.
— Πολύ λίγο. Ένας καλός διερμηνέας θα μας υπηρετήσει καλύτερα.
Ο διερμηνέας αυτός ήταν η συντρόφισσα Κολπινσκάγια, παλιά φιλενάδα του Γκόρκυ. Της έσφιξε το χέρι και το ’φερε μια στιγμή στα χείλη του. Τότε κι εγώ, όπως όλη η συγκέντρωση αισθάνθηκα συγκίνηση. Και ανάμεσά μας ορθώθηκε η ψυχή του Ρομαίν Ρολλάν, γιατί αισθανόμασταν λύπη να μη μπορούμε να φιλήσουμε εκείνην τη στιγμήν Εκείνον που είχε ενώσει τα χέρια μας συγκρίνοντας τις τύχες μας.
Σε λίγο άφησα τον Γκόρκυ που φαινόταν κουρασμένος. Γνωρίζοντας ότι βρισκόμουν στο Μπέκοβο, μου είπε:
— Θα είμαστε λοιπόν ο ένας κοντά στον άλλον και θα βλεπόμαστε συχνά. Έχομε τόσα να πούμε. Και ο Ρομαίν Ρολλάν, κι αυτός μια μέρα θα είναι αυτού, για μας, για κείνον, και προς παντός για τους εργάτες της Σοβιετικής Δημοκρατίας που τον περιμένουν.
Δε θα μπορούσε κανείς να δει και να νοιώσει έναν άνθρωπο τέτοιας δύναμης, με την ευκολία που συνήθως διαθέτουμε σ’ όποιαν πρώτη συνάντηση και δε συγχαίρω εκείνους που μπορούν να κατορθώσουν κάτι τέτοιο. Θα πρέπει να ’ναι ασυγκίνητοι σαν θαλαμηπόλοι και σκληροί σαν πέτρα.
Δεν ήταν ο Μάξιμος Γκόρκυ που πριν έβλεπα να ’ρχεται σε με, αλλ’ η ιστορία μιας ζωής που ’χε γεννήσει έναν κόσμο, έναν κόσμο ομορφιάς κ’ ιδανισμού. Η ιστορία αυτή συγκεντρωμένη σ’ ένα ον, δε μπορείτε να την αντικρύσετε, να της χαρίσετε με μιας την αγάπη σας. Αδιαφορία για τον ευατό μου και συγκίνηση αιστάνθηκα και το ένα και το άλλο.
Το ίδιο συνέβη όταν στις 25 Οκτωβρίου 1922 βρέθηκα για πρώτη φορά εμπρός στο Ρομαίν Ρολλάν κ’ αιστάνθηκα τον αντίχτυπο του «κόσμου» που βαστά.
Και συνήθως εκείνην την ημέρα όπως και σήμερα, οι εντυπώσεις μου κυλούν στον εγκέφαλό μου και βράζουν και μόνον αργότερα ξανάρχονται επάνω σαν πνευματικό κρασί.
Έχω ακόμη όμως τη φρεσκάδα από κάποια πιτσιλίσματα. Το δυνατότερο είν’ εκείνο που μου παρουσιάζει έναν Μάξιμον Γκόρκυ, καθόλου «γκόρκυ» δηλαδή καθόλου «πικρό» πράγμα που φοβόμουν περισότερο. Η πικράδα που ήπιε στο παρελθόν του τον εδυνάμωσε σαν γιατρικό τονωτικό, όπως ενδυνάμωσε και τον συγγραφέα του Ζαν-Κριστόφ η πικράδα που τον πότισε η ζωή, χωρίς να βρεθεί στην ανάγκη να πουλήσει «κβας» για να κερδίσει το ψωμί του.
Και ο ένας και ο άλλος φίλος —αν και οι δυο λίγο μελαγχολικοί κι ασθενικοί— σ’ οφελούν να τους ακούς και να τους βλέπεις. Στο φυσικό τους μοιάζουν κ’ οι δυο απ’ την ίδια έκφραση των φωτεινών ματιών τους. Από το περπάτημα των κυρτωμένων σωμάτων τους που είναι μακρυά και αδύνατα. Απ’ τον τρόπο της σιγανής ομιλίας τους με την κομμένη αναπνοή. Μα στα χείλη του Ρομαίν Ρολλάν, η φωτιά της ζωής εναπέθεσε μια στάχτη πιο καυτερή από ’κείνη που κρύβει το παχύ ξανθό μουστάκι του Γκόρκι. Έτσι βρίσκει κανείς μια ποικιλία τόνου στην γλώσσα των χειλιών τους. Τα πρώτα φαίνονται ότι συζητούν ζωηρά μ’ αυτή τη φωτιά, χωρίς παράπονο. Τα δεύτερα την καταφρονούν. Μήπως θέλησαν να τη ρουφήξουν με την ίδια δίψα; Αυτό είναι σχεδόν βέβαιο. Όπως και να ’ναι οι δαγκωματιές της φλόγας πολεμήθηκαν με χυμούς τόσο διάφορους όπως οι ράτσες που χωρίζουν τους δυο αυτούς ενωμένους άντρες με το ίδιο ανθρώπινο ιδανικό.
Δεν έχω την πρόθεση να μιλήσω τώρα για το σπουδαίο γεγονός, την απόφαση δηλαδή του Μάξιμου Γκόρκι να κατοικήσει στη Σοβιετική Ρωσία. Αργότερα, όταν γνωρίσω καλύτερα τη σκέψη του θα ξαναγράψω, εάν η ευκαιρία παρουσιαστεί.
Εδώ δεν κάνω άλλο παρά να ενώνω τη χαρά μου στη χαρά του σοβιετικού προλεταριάτου και στις ελπίδες που στηρίζει στον μεγαλύτερο τωρινό συγγραφέα του.
Παναΐτ Ιστράτι