Πώς ο Βάρναλης με την «ασεβή» συμπεριφορά του εξόργισε τον Παπαδιαμάντη
– Αυτός είναι ο Παπαδιαμάντης, μου ψιθύρισαν. Ένιωσα ένα ιερό δέος σα να έβλεπα κάτι το υπερφυσικό. Μέσα στη βροχή και τον άνεμο μου φάνηκε σαν μαύρο πουλί, διωγμένο από την καταιγίδα, που ήρθε ν’ απαγκιάσει στο φτωχό καφενεδάκι.
Ο Κ. Βάρναλης χαρακτήρισε τον Παπαδιαμάντη «μεγαλύτερο νεοέλληνα συγγραφέα» και ως τον μόνο «που μπορεί κανείς να τον διαβάζει και πάντα να τόνε βρίσκει νέον κι αναπάντεχο», και τον υπερασπίστηκε απέναντι σε επικρίσεις για τη γλώσσα του: «Οι ήρωές του, άνθρωποι του λαού μιλούνε σ’ όλα του τα διηγήματα τη γλώσσα του λαού». Η πρώτη τους συνάντηση (όπως θα δείτε παρακάτω) ήταν επεισοδιακή και στον Παπαδιαμάντη κάθε άλλο παρά καλή εντύπωση άφησε ο νεαρός τότε Βάρναλης… Δεν στάθηκε όμως καθοριστική για τη μετέπειτα γνωριμία τους.
«Ο κυρ Αλέξανδρος, ο πράος άνθρωπος με τη μεγάλη χριστιανική καρδιά, την κοσμοφοβία του, την αγάπη του για τα ταπεινά πλάσματα του θεού και τους λαϊκούς ανθρώπους, με το κανελί πανωφόρι του, το μπαστούνι του, το σκληρό καπέλο του, τη διχαλωτή κοντή γενειάδα του και τα ήμερα [δυσανάγνωστη λέξη] μάτια, περνά ανάμεσα στα πλάσματα της φαντασίας μας και τραβά ίσια για το εικονοστάσι της καρδιάς μας να καθίσει με σταυρωμένα χέρια και με κλειστά μάτια, σαν άγιος στο τέμπλο της εκκλησιάς, ψιθυρίζοντας τα αγαπημένα του «τραγούδια του θεού». Κάπως έτσι σώζεται στη φαντασία των νεώτερων γενιών η ειδή του Παπαδιαμάντη. Ασκητικός, πτωχαλαζών, αμίλητος με την ακινησία βυζαντινής τοιχογραφίας.» Αυτές οι γραμμές του Τάσου Βουρνά στην Επιθεώρηση Τέχνης προλόγιζαν την αναφορά του περιοδικού στην πεντηκοστή επέτειο από το θάνατο του σπουδαίου λογοτέχνη και θεμελιωτή του νεοελληνικού διηγήματος Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που έφυγε απ’ τη ζωή στις 3 Γενάρη του 1911.
Ο Τ. Βουρνάς με αφορμή την επέτειο θανάτου του Παπαδιαμάντη συνάντησε για λογαριασμό της «Επιθεώρησης Τέχνης» τον Μάρκο Αυγέρη, ο οποίος του μίλησε για τη γνωριμία του με τον σπουδαίο λογοτέχνη και για τη φιλική σχέση που δημιουργήθηκε ανάμεσά τους. Μεταξύ άλλων ο Αυγέρης διηγείται με τρόπο γλαφυρό και πώς ο Βάρναλης με την «ασεβή» συμπεριφορά του εξόργισε τον Παπαδιαμάντη.
«Πώς τον γνώρισα; Το θυμούμαι σαν και τώρα. Ήταν στα 1905. Νεαρός τότε φοιτητής, είχα έρθει τον προηγούμενο χρόνο στην Αθήνα και η μεγαλύτερη επιθυμία μου ήταν να γνωρίσω τον Παπαδιαμάντη που τον ήξερα από το έργο του και από τη φωτογραφία του Νιρβάνα, δημοσιευμένη στα «Παναθήναια». Ανέβηκα πολλές φορές στη Δεξαμενή, αλλά δεν στάθηκα τυχερός. Ώσπου ένα σούρουπο βροχερό, με δυνατό άνεμο που ξεμάλλιαζε τις πελώριες λεύκες της Δεξαμενής, τον πέτυχα. Μπαίνοντας στο καφενείο του κυρ Γιάννη τον είδα να κάθεται στο μισοσκόταδο τυλιγμένος στο παλτό του, με το μπαστούνι ανάμεσα στα γόνατά του και το πηγούνι στηριγμένο στη λαβή του μπαστουνιού που έμοιαζε με πατερίτσα ιερατική.
― Αυτός είναι ο Παπαδιαμάντης, μου ψιθύρισαν. Ένιωσα ένα ιερό δέος σα να έβλεπα κάτι το υπερφυσικό. Μέσα στη βροχή και τον άνεμο μου φάνηκε σαν μαύρο πουλί, διωγμένο από την καταιγίδα, που ήρθε ν’ απαγκιάσει στο φτωχό καφενεδάκι.
Αυτή ήταν η πρώτη μου εντύπωση. Τις επόμενες μέρες με παρουσίασαν στον Παπαδιαμάντη ο Κονδυλάκης κι ο Βλαχογιάννης. Με δέχτηκε με ευμένεια και καλοσύνη. Αν και πολύ νέος ήμουν γνωστός κιόλας στους φιλολογικούς κύκλους από το δράμα μου «Ανάμεσα στους ανθρώπους» που είχε παίξει στη Νέα Σκηνή ο Χριστομάνος εκείνη τη χρονιά. Ο Ξενόπουλος και ο Τσακόπουλος είχαν γράψει πολύ επαινετικά για το έργο μου κι ο Παπαδιαμάντης τάχε διαβάσει.
Από τότε γίναμε φίλοι, ο πιτσιρίκος εγώ κι αυτός ο φτασμένος. Του φερόμουν με σεβασμό και πάντα σύμφωνα με την τραυματισμένη ψυχολογία του, γι’ αυτό με συμπαθούσε και με καλούσε να τον συντροφεύω στο καφενείο της Δεξαμενής, χώρια βέβαια από την θορυβώδη και ασεβέστατη παρέα μου, που ο Παπαδιαμάντης την έβλεπε με κάποιο δέος.
Εκείνες τις μέρες έτυχε να γράψει στο «Άστυ» ο Μαλακάσης κάτι εντυπώσεις του ποιητικές από μια εκδρομή του στο παλάτι της δούκισσας της Πλακεντίας στην Πεντέλη. Ο Παπαδιαμάντης, που τον αγαπούσε πολύ και ήθελε πάντα να τον προβάλλει, με ρώτησε το πρωί, καθώς πήγα να τον καλημερίσω στο καφενείο.
― Διάβασες το χρονογράφημα του Μίλτου στο «Άστυ»;
Δεν το είχα διαβάσει. Μούδωσε την εφημερίδα κι εγώ άρχισα να το διαβάζω. Όταν τελείωσα με ρώτησε:
― Ε, δεν είναι έκτακτο;
Δεν μου είχε πολυαρέσει. Ιδίως γιατί άρχιζε με κάτι αφόρητες γενικές. Από σεβασμό συμφώνησα μαζί του.
― Ωραίο είναι!
Εκείνη τη στιγμή φάνηκε ο Βάρναλης. Με τον Παπαδιαμάντη δεν είχε προσωπική γνωριμία, ούτε ταίριαζαν τα χνώτα τους.
― Τι διαβάζεις; με ρώτησε.
Τούδωσα το «Άστυ» τρέμοντας ότι θα πει οπωσδήποτε κάτι πειραχτικό. Και πραγματικά, αφού διάβασε στις πρώτες γραμμές τις απανωτές γενικές, αγανάχτησε!
― [Η ίδια δυσανάγνωστη λέξη επαναλαμβάνεται τρεις φορές]! έκανε κοροϊδευτικά, μου πέταξε την εφημερίδα και απομακρύνθηκε. Έπρεπε νάβλεπες εκείνη τη στιγμή τον Παπαδιαμάντη! Πρώτη και τελευταία φορά τον είδα έτσι οργισμένο.
― Ποιος είναι αυτός; με ρώτησε τρέμοντας.
― Γνωστός μου…ψέλλισα…ποιητής!…
Ο Παπαδιαμάντης σηκώθηκε όρθιος και φώναξε:
― Ορίστε φίλε μου νέοι!… Τι ασέβεια!… και απομακρύνθηκε αγαναχτισμένος.
Αργότερα, βέβαια, γνωρίστηκε με το Βάρναλη και τον είχε δεχτεί κοντά του καθώς και τους άλλους «οργισμένους νέους», που όμως μπροστά στον Παπαδιαμάντη γίνονταν αμίλητα πρόβατα. Τόσο σεβασμό ενέπνεε η παρουσία του, ώστε κι αυτή η αδίστακτη μποεμαρία της Δεξαμενής, που δε λογάριαζε τίποτε και θορυβούσε ως τα ξημερώματα, λούφαζε και τον άκουγε με θρησκευτική προσήλωση, τόσο αυτόν, όσο και τους φίλους του και συμπότες του ανθρώπους του λαού, που κάθονταν στο τραπέζι του ― ένα σοβατζή και μερικούς πηγαδάδες, καταπληκτικούς λαϊκούς τύπους με μεγάλη καρδιά και αφηγηματικό ταλέντο ανυπέρβλητο.