“Σε δέκα χρόνια θα έχουμε κάτι με το οποίο μπορούμε να σκοτώσουμε 80 εκ. Ρώσους”- Σαρλ ντε Γκωλ. ένας ηγέτης “δώρο θεού” για τη γαλλική αστική τάξη
Η οξυδέρκεια και η κατά περίσταση εναλλαγή αδιαλλαξίας και σκληρότητας με ευέλικτες υποχωρήσεις, κατέστησαν το ντε Γκωλ την πιο επιτυχημένη πολιτική επιλογή της γαλλικής αστικής τάξης στην ως τώρα ιστορία της, σε μια εποχή που η τελευταία αντιμετώπιζε πολλαπλές απειλές για την κυριαρχία της.
Η σημασία του Σαρλ ντε Γκωλ για την ιστορία της Γαλλίας στον 20ό αιώνα είναι πολύ δύσκολο να υπερτιμηθεί. Μπορεί σήμερα οι άμεσοι πολιτικοί του επίγονοι, όσοι δηλαδή ομνύουν στο πολιτικό ρεύμα που πήρε το όνομά του από το Γάλλο στρατηγό και ηγέτη, οι γκωλιστές, να βρίσκονται σε χρόνια παρακμή, αλλά αυτό έχει να κάνει τόσο με τα σκάνδαλα διαφθοράς που ταλανίζουν το χώρο, όσο και με το γεγονός ότι η ιδεολογική κληρονομιά του ντε Γκωλ σε βασικά της σημεία απλούστατα αποτελεί στον ένα ή άλλο βαθμό κοινό τόπο για το σύνολο των αστικών κομμάτων στη Γαλλία.
Η οξυδέρκεια και η κατά περίσταση εναλλαγή αδιαλλαξίας και σκληρότητας με ευέλικτες υποχωρήσεις κατέστησαν τον ντε Γκωλ την πιο επιτυχημένη πολιτική επιλογή της γαλλικής αστικής τάξης στην ως τώρα ιστορία της, σε μια εποχή που η τελευταία αντιμετώπιζε πολλαπλές απειλές για την κυριαρχία της: ένα ενισχυόμενο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα εντός της σημερινής γαλλικής επικράτειας, το αντιαποικιακό κίνημα σε εδάφη που ως τότε θεωρούσε αυτονόητα δικά της, αλλά και τους κλυδωνισμούς της διεθνούς θέσης της εξαιτίας του φανερού ή λανθάνοντα οικονομικού και γεωπολιτικού ανταγωνισμού, με υπερατλαντικές αλλά και ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Ο Σαρλ ντε Γκωλ γεννήθηκε στις 22 Νοέμβρη 1890 σε μια εύπορη συντηρητική καθολική οικογένεια της Λιλ, η οποία ωστόσο σε αντίθεση με την πλειονότητα του κύκλου της τάχθηκε ενάντια στη στημένη δίωξη του Γαλλοεβραίου αξιωματικού Άλφρεντ Ντρέιφους, σε μια υπόθεση που συγκλόνισε τη Γαλλία στα τέλη του 19ου αι. Ο ντε Γκωλ αποφοίτησε από τη σχολή αξιωματικών του Saint-Cyr, όπου έμαθε και γερμανικά. Ως υπολοχαγός υπηρέτησε υπό τις διαταγές του Φιλίπ Πεταίν, μετέπειτα στρατάρχη και ηγέτη του δοσιλογικού καθεστώτος του Βισύ, που εγκαθιδρύθηκε στη μισή Γαλλία μετά τη ναζιστική κατάκτηση το 1940.
Τραυματίστηκε τρεις φορές στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, καταλήγοντας αιχμάλωτος των Γερμανών μετά τη διαβόητη σφαγή στο Βερντέν το 1916. Στη διάρκεια της αιχμαλωσίας του επιχείρησε πολλές φορές να δραπετεύσει, ενώ μεταξύ άλλων γνώρισε και τον συγκρατούμενό του, Μιχαήλ Τουχατσέφσκι, με τον οποίο λέγεται πως για ένα διάστημα μοιράστηκε το ίδιο δωμάτιο.
Φανατικός αντικομμουνιστής ήδη, δήλωσε εθελοντής στη γαλλική στρατιωτική επιστολής που πολέμησε στο πλευρό της Πολωνίας στη διάρκεια του Πολωνοσοβιετικού Πολέμου (1919-1920), ευελπιστώντας να αναπληρώσει την αίγλη που θεωρούσε πως είχε χάσει λόγω της παρατεταμένης αιχμαλωσίας του στο Μεγάλο Πόλεμο.
Επιστρέφοντας στη Γαλλία παντρεύτηκε το 1921 την Υβόν Βεντρού και ανέλαβε θέση καθηγητή στην Ακαδημία Αξιωματικών του Saint – Cyr απ’ όπου είχε κι ο ίδιος αποφοιτήσει. Λόγω διαφωνιών με τους ανωτέρους εγκατέλειψε την ακαδημία και μπήκε στο προσωπικό επιτελείο του Πεταίν, λέγοντας σε φίλο του πως θα επέστρεφε στο Saint- Cyr μόνο ως διευθυντής. Ο Πεταίν αποδείχτηκε ιδιαίτερα βοηθητικός για τη σταδιοδρομία του Ντε Γκωλ, αργότερα ωστόσο οι σχέσεις τους ψυχράνθηκαν.
Το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου τον βρίσκει συνταγματάρχη, ενώ στη διάρκεια της γερμανικής εισβολής στη Γαλλία αποτέλεσε το μοναδικό αξιωματικό μεταξύ των συμπατριωτών του που κατόρθωσε να αναγκάσει τα ναζιστικά στρατεύματα σε οπισθοχώρηση.
Ως μέλος της βραχύβιας κυβέρνησης του Πολ Ρεινώ, απέρριψε την ανακωχή με τους Γερμανούς και κατέφυγε στη Μεγάλη Βρετανία, όπου ήλθε σε συνεννόηση με τον Τσώρτσιλ, ενώ καταδίκασε και την απόφαση του Πεταίν να αναλάβει την εξουσία και να συνθηκολογήσει. Μέσω ομιλίας του στο BBC, ο Ντε Γκωλ κάλεσε τους Γάλλους αξιωματικούς και στρατιώτες, να τον ακολουθήσουν στον αγώνα κατά των Γερμανών, τονίζοντας τη στήριξη που είχε από Μ. Βρετανία και ΗΠΑ. Στις 25 Ιούνη 1940 ίδρυσε την επιτροπή «Ελεύθερη Γαλλία» και τέθηκε επικεφαλής των «Ελεύθερων Γαλλικών Δυνάμεων» και της «Εθνικής Επιτροπής Άμυνας», κάτι που έφερε την ερήμην καταδίκη του σε θάνατο στη Γαλλία. Αρχικά ασήμαντος, ο ντε Γκωλ κατάφερε να επεκτείνει την επιρροή της «Ελεύθερης Γαλλίας» αρχικά σε αποικιακά εδάφη, τη διασφάλιση των οποίων επιδίωξε να επιτύχει και με υπογραφή σχετικής συμφωνία από τον Τσώρτσιλ, που αναγνώριζε την «αποκατάσταση, ανεξαρτησία και μεγαλείο της Γαλλίας». Οι ρίζες της μεταπολεμικής γαλλοβρετανικής κόντρας βρίσκονται σε αυτή την περίοδο, με τον Τσώρτσιλ να χαρακτηρίζει σε τηλεγραφήματά του τον ντε Γκωλ «ως μεγαλύτερο μεμονωμένο εχθρό της ειρήνης στην Ευρώπη». Παρόμοια ήταν και η δυσπιστία του προέδρου των ΗΠΑ, Φραγκλίνου Ρούζβελτ, που τον κατηγορούσε για “φιλοδικτατορικές” τάσεις.
Έχοντας ως πρώτιστη μέριμνα να μην αφήσει τους Γάλλους κομμουνιστές, που την ίδια εποχή ανέπτυσσαν ένα ισχυρό αντιστασιακό κίνημα στην κατεχόμενη Γαλλία, να αναλάβουν τα ηνία μετά την απελευθέρωση, ίδρυσε από την Αλγερία, το Μάη του 1943, τη Γαλλική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης, που μετονομασθείσα σε «Προσωρινή κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας» μπήκε στο απελευθερωμένο Παρίσι στις 25 Αυγούστου 1944.
Το κύρος των Γάλλων κομμουνιστών στο λαό, αλλά και η απόπειρα του ντε Γκωλ να τους έχει υπό το σχετικό έλεγχό του, οδήγησε στην απόφαση του να συμπεριλάβει δύο επιτρόπους του ΓΚΚ από τον Απρίλη του 1944, ενώ δυο μήνες μετά την απελευθέρωση αμνήστευσε των γγ Μωρίς Τορές που βρισκόταν στη Μόσχα. Στις 13 Νοέμβρη 1945 ανακηρύχθηκε πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης, ωστόσο οι διαφωνίες του με τη γαλλική βουλή, που κυριαρχούνταν από το ΚΚΓ και Σοσιαλιστικό Κόμμα, οδήγησαν στην παραίτησή του στις 20 Γενάρη 1946. Αρχικά πίστευε πως έτσι θα εκβίαζε την επανάκλησή του στο αξίωμα. Όταν αυτό δε συνέβη, ίδρυσε το 1947 το δικό του κόμμα, το «Συναγερμό του Γαλλικού λαού», που ως τίτλος αποτέλεσε πρότυπο του Ελληνικού Συναγερμού που ίδρυσε ο Αλέξανδρος Παπάγος λίγα χρόνια μετά.
Οι συνεχείς αποτυχίες του Ντε Γκωλ να επιβάλλει τη θέση του, τον οδήγησαν σε απόσυρση από την πολιτική σκηνή ως και το 1958. Τότε, στον απόηχο της γαλλικής ήττας στον πόλεμο της Ινδοκίνας, αλλά και στα πλαίσια του αιματηρού πολέμου της Αλγερίας, ηγετικά στελέχη του γαλλικού στρατού προχώρησαν σε πραξικόπημα στην Αλγερία, απαιτώντας την επάνοδο του ντε Γκωλ στην εξουσία. Ο ίδιος βρισκόταν τουλάχιστον έμμεσα μέσω στενών συνεργατών του σε συνεννόηση με τους πραξικοπηματίες, οι οποίοι, αφού κατέλαβαν την Κορσική εξανάγκασαν το Γάλλο πρόεδρο Κοτύ και το κοινοβούλιο να αποδεχτεί τους όρους του Ντε Γκωλ: Από την 1η Ιούνη και για έξι μήνες του δινόταν το δικαίωμα να κυβερνήσει ως νόμιμος δικτάτορας τη Γαλλία, με αναστολή της λειτουργίας του κοινοβουλίου και δικαίωμα να σχεδιάσει ένα νέο σύνταγμα. Το Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς έλαβε χώρα δημοψήφισμα, όπου το 83% αναγνώρισε το ιδιαίτερα συγκεντρωτικό νέο σύνταγμα, που προέβλεπε προεδρικό σύστημα κατά την προτίμηση του Ντε Γκωλ και θεωρείται ληξιαρχική πράξη γέννησης της πέμπτης Γαλλικής δημοκρατίας. Σύντομα κέρδισε με άνεση και τις εκλογές και ανέλαβε πρόεδρος στις 8 Γενάρη 1959.
Το πιο φλέγον ζήτημα στην αρχή της θητείας του νέου προέδρου ήταν φυσικά το αποικιακό. Ο ντε Γκωλ δεν ήταν εκ πεποιθήσεως αντιαποικιοκράτης προφανώς, διακηρύσσοντας αρχικά την ενότητα μητρόπολης και υπερπόντιων κτήσεων, ενώ ούτε το σύνταγμα της πέμπτης δημοκρατίας προέβλεπε την ανεξαρτησία τους. Ωστόσο οι εντεινόμενοι αγώνες των υποταγμένων λαών, οι έντονες αντιδράσεις και στο εσωτερικό της Γαλλίας, ο βαρύς φόρος αίματος του Αλγερινού πολέμου έκαναν το Ντε Γκωλ να εκτιμήσει ρεαλιστικά ότι τα σχέδιά του για μια αστική Γαλλία πρωταγωνίστρια στις διεθνείς εξελίξεις δεν συμβιβάζονταν με προπολεμικού τύπου αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες. Εγκαινίασε έτσι ουσιαστικά μια πολιτική που θα τηρούσαν και θα εμβάθυναν οι διάδοχοί του μέχρι σήμερα, της πιο έμμεσης – χωρίς να αποκλείονται ακόμα και οι στρατιωτικές επεμβάσεις σε κάποιες περιπτώσεις -, αλλά όχι λιγότερο ουσιαστικής εμπλοκής στις πρώην αποικίες. To 1960 οι περισσότερες πρώην αποικίες έγιναν ανεξάρτητα κράτη, ενώ η Αλγερία – που τυπικά δε θεωρούνταν αποικία, αλλά συστατικό στοιχείο της γαλλικής επικράτειας- ανεξαρτητοποιήθηκε κατόπιν δημοψηφίσματος το 1962. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τη μήνι της γαλλικής ακροδεξιάς, ιδιαίτερα της παραστρατιωτικής οργάνωσης OAS (Οργάνωση Μυστικός Στρατός), που οργανώθηκε αμέσως μετά το δημοψήφισμα και μεταξύ πολλών άλλων τρομοκρατικών ενεργειών σε γαλλικό κι αλγερινό έδαφος, επιχείρησε δύο φορές να δολοφονήσει το Γάλλο πρόεδρο.
Απαλλαγμένος από τα βαρίδια της προηγούμενης περιόδου, ο Ντε Γκωλ ενίσχυσε τη ρητορική της “ισχυρής και ανεξάρτητης Γαλλίας”, που εκφράστηκε με την πολιτική καχυποψίας έναντι της Μ. Βρετανίας, της οποίας την είσοδο στην τότε ΕΟΚ μπλόκαρε με βέτο θεωρώντας τη δούρειο ίππο της αμερικανικής πολιτικής, αλλά και τη φανερή διαφοροποίησή του από την πολιτική των ΗΠΑ. Καταδίκασε τον πόλεμο στο Βιετνάμ, όπως και την πολιτική του Ισραήλ κατά των Παλαιστινίων και των γειτονικών κρατών, φτάνοντας ακόμα και στην επιβολή εμπάργκο όπλων προς τη χώρα, οδηγώντας σε μια προσέγγιση της Γαλλίας με τον αραβικό κόσμου που θα αποτελούσε σταθερά της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής ως και τα μέσα της δεκαετίας του ’90 περίπου.
Αποκορύφωμα της αντιπαράθεσής του προς τις ΗΠΑ θεωρείται η αποχώρησή της Γαλλίας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ το 1966. Την ίδια χρονιά, επισκέφτηκε επιδεικτικά την ΕΣΣΔ, θεωρώντας – χωρίς καμία υποχώρηση στην αυστηρά αντικομμουνιστική του στόχευση στο εσωτερικό – την αποκατάσταση καλών σχέσεων με το σοσιαλιστικό στρατόπεδο ως ατού στους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Για τον ίδιο λόγο είχε προχωρήσει δυο χρόνια νωρίτερα και σε διπλωματική αναγνώριση της Κίνας. Παράλληλα, φρόντισε για την αποκατάσταση άριστων σχέσεων με την προπολεμική παραδοσιακή αντίπαλο της Γαλλίας, Γερμανία, συνεργαζόμενος στενά με τον καγκελάριο της ΟΔΓ Κόνραντ Αντενάουερ, θεμελιώνοντας μια συμμαχία που με μικρές μόνο διακυμάνσεις διατηρείται ως σήμερα. Θεωρώντας την Ελλάδα συστατικό στοιχείο μιας “Ευρώπης των πατέρων”, δηλαδή μιας ΕΟΚ υπό γαλλική κυριαρχία, ο ντε Γκωλ ανέπτυξε άψογες σχέσεις με την κυβέρνηση Καραμανλή, επισκεπτόμενος το Μάη του 1963 Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Στη Θεσσαλονίκη μάλιστα, την περιφρούρηση του Γάλλου προέδρου ανέλαβαν ως επικουρικό σώμα της αστυνομίας παρακρατικά στοιχεία που έμειναν στην ιστορία ως “οργάνωση της καρφίτσας”, με πρωταγωνιστικό το ρόλο του Ξενοφώντας Γιοσμά ενός εκ των αυτουργών της δολοφονίας του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη τρεις μέρες μετά την επίσκεψη, ενώ κατά μία εκδοχή και οι φυσικοί αυτουργοί Γκοτζαμάνης και Εμμανουηλίδης βρίσκονταν σε αυτό το σώμα προστασίας.
Συστατικό στοιχείο της πολιτικής του Ντε Γκωλ ήταν η μετατροπή της Γαλλίας σε πυρηνική δύναμη, ενάντια σε εσωτερικές και διεθνείς αντιδράσεις. Σε έντονα ψυχροπολεμικούς τόνους δικαιολογούσε αυτή την επιλογή, λέγοντας στις αρχές της δεκαετίας του ’60: “Σε δέκα χρόνια θα έχουμε κάτι με το οποίο μπορούμε να σκοτώσουμε 80 εκ. Ρώσους. Νομίζω πως κανείς δεν επιτίθεται σε ένα λαό, που έχει την ικανότητα να σκοτώσει 80 εκ Ρώσους, ακόμα κι αν μπορούσε να σκοτώσει 800 εκ. Γάλλους, με την προϋπόθεση να υπήρχαν 800 εκ. Γάλλοι”. Το 1968, η Γαλλία απέκτησε και τη δική της βόμβα υδρογόνου.
Μετά το αλγερινό ζήτημα, τη σημαντικότερη εσωτερική πρόκληση αντιμετώπισε ο ντε Γκωλ με το Μάη του ’68, που σημαδεύτηκε όχι μόνο από φοιτητικές διαδηλώσεις και καταλήψεις, αλλά και έντονες απεργιακές κινητοποήσεις. Mε ένα συνδυασμό εκτεταμένων για την εποχή παραχωρήσεων στους απεργούς και έντονης καταστολής ο ντε Γκωλ επιχείρησε να κατευνάσει τα πλήθη που ζητούσαν την παραίτησή του. Φτάνοντας σε οριακό σημείο, κατά ορισμένες μαρτυρίες στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού, ο ντε Γκωλ εγκατέλειψε ξαφνικά και χωρίς να ενημερώσει κανέναν τη Γαλλία για το Μπάντεν – Μπάντεν της ΟΔΓ, όπου βρισκόταν η έδρα του Γενικού Επιτελείου. Κατά τα φαινόμενα, έλαβε από τον στρατηγό Ζακ Μασί τη διαβεβαίωση ότι ο γαλλικός στρατός παρέμενε πιστός στην κυβέρνηση κι έτσι επέστρεψε στη Γαλλία, περνώντας στην πολιτική αντεπίθεση. Ενορχήστρωσε μέσω των μηχανισμών του τεράστιες αντιδιαδηλώσεις οπαδών του, ενώ προκήρυξε πρόωρες εκλογές, ποντάροντας στη θορυβημένη “σιωπηλή πλειοψηφία”, επισείοντας τον – ανύπαρκτο στην πραγματικότητα και με δεδομένη την πολιτική του ΚΚΓ στα γεγονότα – κίνδυνο κομμουνιστικού “πραξικοπήματος” στα πρότυπα της Τσεχοσλοβακίας το 1948. Πράγματι, οι εκλογές του Ιουνίου κατέληξαν σε θρίαμβο των γκωλιστών, που κατέλαβαν 358 από τις 487 έδρες της βουλής.
Σύντομα όμως αυτή η νίκη αποδείχτηκε πύρρεια για τον ντε Γκωλ, που απέτυχε σε δημοψήφισμα του Απρίλη 1969 να κερδίσει την έγκριση των ψηφοφόρων σε μια νέα συνταγματική μεταρρύθμιση. Ο ίδιος παραιτήθηκε αμέσως, όπως είχε προεξαγγείλει, και αποσύρθηκε αρχικά στην Ιρλανδία και στη συνέχεια στο Κολομπέ-λε-Ντεζ-Εγκλίζ, όπου δούλεψε πάνω στα ανολοκλήρωτα εντέλει απομνημονεύματά του. Έφυγε από τη ζωή στις 9 Νοέμβρη 1970 στο Κολομπέ, από ρήξη ανευρύσματος αορτής. Κατόπιν επιθυμίας στη διαθήκη του τάφηκε στο ίδιο μέρος, δίπλα στην κόρη του Άννα, σε κλειστό κύκλο, καθώς ζήτησε να μην υπάρχουν πολιτικοί στην κηδεία του. Ο Βαλερί Ζισκάρ Ντ’Εσταίν ήταν ο μόνος που παρέβη την επιταγή, λέγοντας πως «προσήλθε ως απλός Γάλλος». Επίσημη τελετή πραγματοποιήθηκε ωστόσο στην Παναγία των Παρισίων, με την παρουσία ηγετών και βασιλέων από όλο τον κόσμο, ανάμεσά τους ο Ρίτσαρντ Νίξον, ο σοβιετικός πρόεδρος Νικολάι Ποντγκόρνι, ο Τίτο, ο Ούλοφ Πάλμε, ο πρόεδρος της Γερμανίας Γκούσταβ Χάινεμαν, ο Βρετανός πρωθυπουργός Έντουαρντ Χιθ, ο Φιντέλ Κάστρο και η Ίντιρα Γκάντι.