Σεργκέι Γεσένιν: «Εγώ δεν είμαι φτιαγμένος για μια ήρεμη ζωή και γέλια …»

Στις 28 του Δεκέμβρη 1925, βρίσκεται απαγχονισμένος, στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στο Λένινγκραντ, ο Ρώσος ποιητής Σεργκέι Αλεξάντροβιτς Γεσένιν. Είχε γεννηθεί στις 3 του Οκτώβρη 1895. Ο Γεσένιν συγκαταλέγεται στους πιο δημοφιλείς Ρώσους ποιητές του 20ου αιώνα.

Σεργκέι Γεσένιν: «Εγώ δεν είμαι φτιαγμένος για μια ήρεμη ζωή και γέλια …»

«Ναι, εγώ δεν είμαι φτιαγμένος
για μια ήρεμη ζωή και γέλια.
Και όσο πιο μικρός ο δρόμος μου
τόσο καλύτερες οι πτώσεις μου»1

Στις 28 του Δεκέμβρη 1925, στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στο Λένινγκραντ, βρίσκεται απαγχονισμένος ο Ρώσος ποιητής Σεργκέι Αλεξάντροβιτς Γεσένιν. Είχε γεννηθεί στις 3 του Οκτώβρη 1895. Ο Γεσένιν συγκαταλέγεται στους πιο δημοφιλείς Ρώσους ποιητές του 20ου αιώνα.

Ο ίδιος αυτοβιογραφείται:

«Γεννήθηκα στις 21 του Σεπτέμβρη του 1895 στο χωριό Κωνσταντίνοβο της επαρχίας του Ριαζάν. Πατέρας μου ήταν ο αγρότης Αλέξανδρος Νικήτας Γεσένιν και μητέρα μου η Τατιάνα Φιοντόροβνα.

Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στον παππού μου και στην γιαγιά – γονείς της μητέρας μου – στο διπλανό χωριό Μάτοβο. Οι πρώτες αναμνήσεις μου ξεκινούν από την εποχή που ήμουν τριών-τεσσάρων χρονών. Θυμάμαι το δάσος, το μεγάλο δρόμο που ήταν γεμάτος λακκούβες. Η γιαγιά μου τραβάει για το μοναστήρι Ραντοβέτσκι, που ήταν 40 βέρτσια μακριά από μας. Εγώ πιασμένος από το ραβδί της, με δυσκολία σέρνω απ’ την κούραση τα πόδια, και η γιαγιά μου όλο μουρμουρίζει: «Περπάτα, περπάτα, φρουτάκι μου, ο θεός θα σου δώσει ευτυχία». Συχνά μαζεύονταν στο σπίτι μας τυφλοί, ζητιάνοι, πλανόδιοι χωριάτες, λέγαν ψαλμουδιές για τον όμορφο παράδεισο, για τον Λάζαρο, για τον Μικόλα και τον αρραβωνιαστικό, το λαμπρό ξένο απ’ την αόρατη πολιτεία.

Η γριά παραμάνα μου μούλεγε παραμύθια, όλα εκείνα τα παραμύθια που ακούνε και ξέρουν τα χωριατόπαιδα. Ο παππούς μου τραγουδούσε παλιά τραγούδια- συρτά και λυπητερά. Τα Σαββατόβραδα και τις Κυριακές μου διηγιόταν άγιες ιστορίες απ’ τη Βίβλο. Η ζωή μου όμως στο δρόμο δεν έμοιαζε καθόλου με τη σπιτίσια ζωή. Οι συνομήλικοί μου ήταν ζωηρά παιδιά. Μαζί τους σκαρφάλωνα και τρύπωνα στους ξένους κήπους, τόσκαγα για δυο-τρεις μέρες στα βοσκοτόπια, κι έτρωγα μαζί με τους τσομπάνηδες ψάρια που πιάναμε στις μικρές λίμνες, θολώνοντας με τα χέρια τα νερά τους. Ύστερα, σαν γύριζα σπίτι, συχνά μου τις βρέχανε.

Οι σταγόνες

Όμορφες είναι οι μαργαριταρένιες σταγόνες σε μια ηλιόλουστη μέρα
Όταν λάμπουν στα χρυσά τόξα
Ωστόσο, σε θλιμμένο καιρό, σε υγρά παράθυρα,
Τρέμουν σαν σταγόνες μούχλας μαύρου φθινόπωρου.

Οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι στην λήθη ∙ (Μου είπαν)
Το ανάστημα τους στα μάτια των άλλων
Δεν έχει σημασία, ούτε τα βραβεία αυτού του κόσμου.
(Είναι άνθρωποι που ζουν εδώ, ή εκεί πέρα; Αναρωτιέμαι.)

Οι σταγόνες του φθινόπωρου πλημμυρίζουν τις καρδιές, τις φλέβες,
Και τις ψυχές με θλίψη∙ περιπλανιούνται
Ενώ ήσυχα γλιστρούν στα τζάμια των παράθυρων,
Ποια διασκέδαση ζητούν, τι χαρά; Αναρωτιέμαι …

Δυστυχισμένοι άνθρωποι, συντριμμένοι από τη ζωή, συχνά γεμάτο
Το μέλλον τους με ψυχικούς πόνους περασμένων χρόνων,
Αν η χαρά ανακουφίζει τη θλίψη και θεραπεύει την ψυχή,
Γιατί θυμούνται τα θλιβερά, και όχι τις ευτυχισμένες στιγμές;

1912

Στη φαμίλια μας, εκτός απ’ τη γιαγιά, τον παππού και την παραμάνα, ζούσε κι ένας επιληπτικός θείος μου. Πολύ μ’ αγαπούσε και πηγαίναμε μαζί να ποτίσουμε τ’ άλογα στο ποτάμι Οκά. Τη νύχτα, όταν ο καιρός είναι καλός, τα φεγγάρι στέκεται ασάλευτο μες στο νερό. Την ώρα που έπιναν τ’ άλογα μου φαινόταν πως, να, να, όπου νάναι, θα πιούν το φεγγάρι, και χαιρόμουνα, όταν μαζί με τους κύκλους του νερού ξεγλιστρούσε το φεγγάρι απ’ τα στόματά τους.

Σεργκέι Γεσένιν: «Εγώ δεν είμαι φτιαγμένος για μια ήρεμη ζωή και γέλια …»

Σεργκέι Γεσένιν (1895-1925)

Όταν έκλεισα τα 12, μετά το δημοτικό του χωριού, μ’ έστειλαν να σπουδάσω σ’ ένα σχολαρχείο. Οι δικοί μου θέλανε να με κάνουν δάσκαλο. Είχαν σκοπό μάλιστα να με στείλουν και σε ινστιτούτο, μα για καλή μου τύχη αυτό δεν έγινε.

Τα δάκρυα

Τα δάκρυα … και πάλι αυτά τα πικρά δάκρυα,
Για σπασμένα όνειρα που πέταξαν μακριά,
Για φοβερές θλίψεις που τίποτα δεν χαροποιούν,
Για νέα σκοτάδια, που τίποτα δεν τα εμποδίζει στον κόλπο.
Τι είναι να έρθει; Περισσότερα τέτοια βάσανα;
Όχι, αρκετά … Ήρθε η ώρα να ξεκουραστούν, ας πάει,
Και να ξεχάσουμε τους ήχους του θρήνου,
Μια καρδιά είναι γεμάτη και δεν μπορεί να το ανεχθεί πια.
Ποιος τραγουδάει στη σκιά του δέντρου της σημύδας;
Οι ήχοι είναι γνωστοί -τα δάκρυα πάλι …
Αυτά τα δάκρυα είναι για την πατρίδα μου και για μένα
Είναι γεμάτα λαχτάρα, ανησυχία και πόνο.
Είμαι στην αγαπημένη μου χώρα ∙ ναι, στον τάφο μου
Η καρδιά μαραζώνει από δάκρυα, κλαίω …
Τώρα φαίνεται ότι μόνο σε ένα κρύο τάφο
Θα είμαι σε θέση να ξεχάσω και να βρω λίγο ύπνο.

1914

Στίχους άρχισα να γράφω στα 9 μου χρόνια, κι έμαθα να διαβάζω στα 5. Στο έργο μου απ’ την αρχή επιδράσανε τα λαϊκά τραγούδια (τσαστούσκι). Το σκολειό δεν άφησε σε μένανε κανένα άλλο χνάρι εχτός από μια καλή γνώση της εκκλησιαστικής σλάβικης γλώσσας. Αυτό ήταν όλο κι όλο που μούδωσε. Τα υπόλοιπα τάμαθα μόνος μου με τη βοήθεια κάποιου Κλεμένοφ. Αυτός μου γνώρισε τη νέα λογοτεχνία και μου εξήγησε γιατί πρέπει να φοβόμαστε κατά κάποιον τρόπο τους κλασικούς. Απ’ τους ποιητές περισσότερο απ’ όλους μου άρεσε ο Λέρμοντοφ και ο Κολτσόφ. Αργότερα πέρασα στον Πούσκιν.

Το 1913 άρχισα να παρακολουθώ μαθήματα στο Πανεπιστήμιο του Σανιάφσκι. Έμεινα εκεί ενάμιση χρόνο και μετά υποχρεώθηκα να σταματήσω για οικονομικούς λόγους και να γυρίσω στο χωριό. Αυτή την εποχή έγραψα την ποιητική συλλογή «Ραντουνιτσα». Μερικά απ’ αυτά τα ποιήματα τάστειλα σε περιοδικά της Πετρούπολης, μα δεν πήρα καμιάν απαντηση κι αποφάσισα να πάω εκεί μόνος μου. Πήγα κι έψαξα να βρω τον Γκοροντέτσκη. Με δέχτηκε με μεγάλη εγκαρδιότητα. Στο σπίτι του μαζεύονταν τότε όλοι σχεδόν οι ποιητές. Έγινε θόρυβος γύρω απ’ τ’ όνομά μου, και μετά άρχισαν να δημοσιεύουν απανωτά τους στίχους μου…»2

Κουράστηκα να ζω…

Κουράστηκα να ζω στη πατρική μου γη,
με τη νοσταλγία των εκτάσεων του μαύρου σταριού∙
θ’ αφήσω την καλύβα μου,
θα φύγω σαν ένας αλήτης και ένας κλέφτης…

Θα γυρίσω στο πατρικό σπίτι
να χαρώ τη χαρά του άλλου.
Και μια πράσινη νύχτα, κάτω από το παράθυρο,
με το μανίκι του πουκαμίσου μου θα κρεμαστώ.

Ασημένιες ιτιές δίπλα στο φράχτη
θα κατεβάζουν το κεφάλι ακόμη πιο γλυκά.
Και χωρίς να πλυθώ, χωρίς καμιά τελετουργία,
θα θαφτώ κάτω από τα ουρλιαχτά των σκύλων.

Το φεγγάρι θα συνεχίζει να κωπηλατεί στον ουρανό,
χάνοντας τα κουπιά του στα νερά των λιμνών∙
κι η Ρωσία θα είναι πάντα η ίδια,
χορεύοντας και κλαίγοντας γύρω από τα περιφράγματα.

Σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια «η πρώιμη ποίησή του είναι επηρεασμένη από το φολκλορικό στοιχείο της ζωής των χωρικών κυρίως. Το 1915, μετακόμισε στην Αγία Πετρούπολη, όπου γνωρίστηκε με το σπουδαιότερο ρώσο ποιητή της εποχής, το συμβολιστή Αλεξάντρ Μπλοκ καθώς και έτερους σημαντικούς ποιητές, όπως το Σεργκέι Γκοροντιέτσκι, το Νικολάι Κλούγιεφ και τον Αντρέι Μπέλυ. Στην Αγία Πετρούπολη έγινε γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους ιδιαίτερα και λόγω της βοήθειας του Μπλοκ. Ο ίδιος Γεσένιν έλεγε ότι ο Μπέλυ τού έμαθε τη σημασία της φόρμας ενώ ο Μπλοκ και ο Κλούγιεφ τού δίδαξαν τον πραγματικό λυρισμό».

Σεργκέι Γεσένιν: «Εγώ δεν είμαι φτιαγμένος για μια ήρεμη ζωή και γέλια …»

Σεργκέι Γεσένιν: «Εγώ δεν είμαι φτιαγμένος για μια ήρεμη ζωή και γέλια …»

Ο Σεργκέι Γεσένιν έζησε μια σύντομη αλλά πολυτάραχη ζωή. Το 1923 παντρεύτηκε με την κατά 18 χρόνια μεγαλύτερή του διάσημη Αμερικανίδα χορεύτρια Ισιδώρα Ντάνκαν, κι ο γάμος τους δεν κράτησε πολύ. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες, ενώ ο ιδιόμορφος και εκρηκτικός χαρακτήρας του τον οδηγούσε συχνά σε καυγάδες και σκάνδαλα, που λόγω του ονόματός του απασχολούσαν τον τύπο της εποχής.  Ήταν αλκοολικός και τα τελευταία χρόνια της ζωής του έπασχε από κατάθλιψη, κάτι που σύμφωνα με ερευνητές του έργου του «ευνόησε» τον δημιουργικό του οίστρο και την παραγωγή έργου.

Ανατρέχοντας σε διάφορες ρωσικές πηγές διαβάζει κανείς διάφορα, μερικές φορές αντιφατικά μεταξύ τους. Ο Γεσένιν τάχτηκε με το ρεύμα της Οχτωβριανής Επανάστασης αλλά γρήγορα απογοητεύτηκε κι έγινε νοσταλγός της παλιάς Ρωσίας. Ότι το έργο του απαγορεύτηκε από τον Στάλιν, για τον οποίο αφήνονται υπόνοιες ότι κρύβεται πίσω από τον βίαιο θάνατο του ποιητή, παρά το ότι από τις ίδιες πηγές αναδεικνύεται ο αυτοκαταστροφικός χαρακτήρας του και ο παραδομένος στα πάθη και την κατάθλιψη οργανισμός του.

Στο βιβλίο «Σεργκέι Γεσένιν, O καταραμένος ποιητής της επανάστασης» (Εισαγωγή, Επιμέλεια, Μετάφραση, Γιάννης Σουλιώτης, Εκδ. ΚΑΠΑ), προδημοσίευση του οποίου αναρτήθηκε από το ποιείν3, διαβάζουμε:

«Αν και ένας από τους πιο γνωστούς ποιητές στη Ρωσία , το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του απαγορεύτηκε από το καθεστώς του Στάλιν και του Νικήτα Χρουτσόφ. Ο Νικολάι Μπουκάριν κατέκρινε φοβερά τον Γεσένιν και συνέβαλε τα μέγιστα στην απαγόρευση του έργου του. Μόνο το 1966 ξαναδημοσιεύθηκε το έργο του.

Ο Γεσένιν, ο ίδιος γράφει στην αυτοβιογραφία του:

«Οι καλύτεροι θαυμαστές της ποίησής μας ήταν οι πόρνες και οι ληστές. Διατηρούσαμε μεγάλη φιλία μαζί τους. Οι κομμουνιστές δεν μας αγαπούν επειδή δεν μας καταλαβαίνουν».

Και αμέσως μετά:

«Ο Γεσένιν υπήρξε κατά γενική ομολογία, ένας γοητευτικός δημιουργός, που παρόλη τη σύντομη ζωή του άφησε ένα διαρκές και πλούσιο έργο. Στη Ρωσία θεωρείται ως ένας από τους πιο αγαπητούς ποιητές. Οι διανοούμενοι συνάδελφοι του (Οσίπ Μαντελστάμ, Ιωσήφ Μπρόνσκι, Βλαδιμίρ Μαγιακόφσκι), τον θαύμαζαν.

Ενδεικτικό είναι και το απόσπασμα της Πράβντα, 19 Γενάρη του 1926 «ζήτω η δημιουργική ζωή που, ως την τελευταία του στιγμή, ο Σεργκέι Γιεσένιν την τύλιξε με τα πολύτιμα νήματα της ποίησης του!»

Να σημειωθεί ότι η Πράβντα που εκφράζει θαυμασμό για τον ποιητή, είναι το επίσημο όργανο του «καθεστώτος του Στάλιν»

 

1.Όλα τα ποιήματα της ανάρτησης αναδημοσιεύονται από το ποιείν – εδώ.

2.Το κείμενο είναι απόσπασμα από την “Αυτοβιογραφία” του S.Y. που αποτελεί την εισαγωγή στο βιβλίο Σεργκέη Γεσένιν, Ποιήματα (απόδοση Γιάννη Ρίτσου βασισμένη στην μετάφραση της Κατίνας Ζορμπαλά), εκδ. Κέδρος, 2000 – εδώ η πηγή.

3.«Σεργκέι Γεσένιν, O καταραμένος ποιητής της επανάστασης» (Εισαγωγή, Επιμέλεια, Μετάφραση, Γιάννης Σουλιώτης, Εκδ. ΚΑΠΑ) – εδώ η πηγή.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: