Τα ανέκδοτα χειρόγραφα του ημερολογίου του ποιητή Φώτη Αγγουλέ
Η Ελένη Αστρινάκη παρουσίασε για πρώτη φορά (20χρόνια απ’ το θάνατό του-1984) από την «Πολιτιστική» τα ανέκδοτα χειρόγραφα του ημερολογίου του
Η Ελένη Αστρινάκη παρουσίασε για πρώτη φορά (20χρόνια απ’ το θάνατό του-1984) από την «Πολιτιστική» τα ανέκδοτα χειρόγραφα του ημερολογίου του:
Μέση Ανατολή
Είναι πολλά όσα ποθάμε κι όσα μάθαμε στην ταλαιπώρηση που ριχτήκαμε ύστερα από τη σκλαβιά της πατρίδας μας. Χρειάζονται χρόνια και στόματα να τα πούνε. Μα κι ο νους δεν μπορεί να τα πιάση με την αρχή. Δεν τη βρίσκει. Είναι τόσα πολλά που χοροπηδούν και μπερδεύονται και ζητούνε να παρουσιαστούνε, που ανακατεύονται και μπερδεύουνται και συμφύρνουνται μέσα μας, σαν τα φύκια σε φρέσκια νησιώτικη σοροκάδα, σαν της τρελλής τα μαλλιά κι όμως νοιώθουμε την ανάγκη καμμιά φορά να ξαναγυρίσουμε σε παλιά περιστατικά.
Εριντάν
Ύστερα από πείνα και δίψα στην αφρόλευκη έρημο, μας μετάφεραν στην Αλεξάντρα και μας φόρτωσαν επάνω στο «Εριντάν» στο κάτεργο που μετάφερνε μονάχα αιχμαλώτους κι επαναστατημένους. Το πλοίο αυτό, ήταν κόλαση. Μας έκλεισαν στα αμπάρια του να μας μεταφέρουν στην Ερυθραία.
Ήταν μήνας Ιούνιος και αυτόν το μήνα αυτόν τον διάπλου, οι Ευρωπαίοι τον λένε «Ταξείδι στην κόλαση». Φανταστείτε μας, μεσ’ τα αμπάρια κλεισμένους, να πετάνε οι λαμαρίνες φωτιές, να αργοσταλάζει …τα μοίρα φτωχού η βρυσούλα του πλοίου για να μας ξεδιψάσει, 2.500 στόματα στεγνωμένα που έρχονταν από την Μπαρντία.
Μας παραμόνευε το «αμόκ». Εκεί μέσα γευτήκαμε «μακαρόνια κομπόστα» και …» γάτα στιφάδο». Όταν βγαίναμε να αναπνεύσουμε στο κατάστρωμα λίγην ώρα τα νύχτα, διαβάζαμε σε διάφορες γλώσσες γραμμένα και σκαλισμένα απάνω στις λαμαρίνες, στις βάρκες, στις τσιμινιέρες, στα ξύλα, παντού, τέτοιες λέξεις: «Το πλοίο κατάρα», «το πλοίο ανάθεμα», «το πλοίο κάτεργο», «πείνα», «φασισμός», και άλλα ακόμα, που δείχνανε την απελπισία και το μίσος και την απαίχθεια της ψυχής του ανθρώπου. Εμείς τραγουδήσαμε βέβαια. Απαγγείλαμε στίχους και λέγαμε λογοπαίγνια. Τα πρόχειρα καλλιτεχνικά συγκροτήματά μας, μετατρέπουνε τα σπασμένα αδύναμα νεύρα σε τζίβες συρμάτινες και αναφτερώνανε την καρδιά.
Όταν φτάσαμε στην στεριά καθυστερημένα, από σκοπού, μέσ’ στη λάβα της Ερυθραίας πήραμε από τους ναύτες που ήτανε Γάλλοι συγχαρητήρια και τσιγάρα, αφού δεν πετάξαν στη θάλασσα πεθαμένους από αλληλοσπαραγμό και απελπισία.
Και ήταν η πρώτη φορά – όπως λέγανε- τώρα που κουβαλούσαν αντιφασίστες.
Το πλοίο, το διοικούσαν Εγγλέζοι.
Μάι Χαμπάρ – «Νερά θολά»
Έτσι λένε ένα λεκανοπέδιο «Αφρικανικό» περιτριγυρισμένο με λόφους που στις κορφές τους ανηφορίζουν γαζίες. Το λεκανοπέδιο διασχίζεται από ένα ποτάμι θολό , γι’ αυτό πήρε ίσως τ’ όνομα.
Κι η τοποθεσία, που σημαίνει «Νερά θολά» στην τοπιολαλιά. Μέσα δω είναι ένα μεγάλο συγκρότημα Ιταλικών βιδωτών νοσοκομείων, που τα καταλάβανε οι Εγγλέζοι.
Στα νοσοκομεία αυτά, νοσηλεύονται σύμμαχοι στρατιώτες διαφόρων φυλών και χρωμάτων. Οι δικοί μας είναι φερμένοι από τα στρατόπεδα του Ντεκαμερέ, που βρίσκονται οι αντιφασίστες Έλληνες στρατιώτες. Στο πιο κάτω νοσοκομείο φέρανε τους Εβραίους αναρχικούς, που «ενέχονται» στη δολοφονία του Άγγλου αντιστράτηγου το Μάη στην Αλεξάντρεια. Είναι όλοι σακατεμμένοι από το ξύλο, με πόδια και χέρια σπασμένα και με μάτια χτυπημένα. Είναι όλοι αγριεμμένοι και αφρίζουνε από το κακό τους σαν δούνε Εγγλέζο, μουγκρίζουνε σα θεριά εξαγριωμένα πίσω από το αγκαθωτό τους συρματόπλεγμα.
Το Νοσοκομείο μας το φρουρούν Αφρικανοί. Μέσ’ στη νύχτα βλέπουμε μόνο τα δόντια τους, που ασπρίζουνε και ακούμε τη συμφωνία τη μουσική των βατράχων. Έχει και πολλά αγριοβασιλικά, που μοσκοβολούνε κι από τα παράθυρα παρακολουθούμε τις αγέλες που κάνουν επιδρομές στο αντικρινό περιβόλι με τις παπάγιες.
Οι παπάγιες είναι κάποιοι καρποί σαν πεπόνια, που τις κάνουνε δέντρα, μα δε κρέμουνται από τα κλαδιά τους, αλλά είναι βυζακωμένα ολοτρόγυρα στον κορμό. Τα καλλιεργούν Ιταλοί, που ήρθανε απ’ τη Βόρεια Ιταλία. Και μείνανε αμανάτι εδώ ύστερα από το γκρέμισμα των ονείρων του Ντούτσε.
Μα ο Ντούτσε στο κάτω-κάτω στραπατσαρίστηκε από τις φασιστικές του φιλοδοξίες. Εμείς τι ζητούμε εδώ; Ποιοι μας φέραν; Γιατί; Τι να πούμε στο σπίτι του πεθαμένουσυντρόφου μας, που θα μείνει για πάντα σε τούτα τα μέρη;
Γυρισμός
Ένα πρόχειρο, άς το πούμε ημερολόγιο, με διάφορες βιαστικές σημειώσεις, με μισοσβησμένα τα γράμματα από την πολυκαιρία, έτυχε να πέση στα χέρια μου, σήμερα που καθάριζα τα παλιά μου χαρτιά, τα απομεινάρια του χρόνου, από τη μισό – σκονισμένη περιπέτεια της ζωής μου.
Ξαναθυμήθηκα τις στιγμές του ξαναγυρισμού στην πατρίδα. Όταν έφυγα από το νοσοκομείο του Μάι – Χαμπάρ, με λίγους ακόμα αρρώστους συναγωνιστές. Αποχαιρετίσαμε τους λιγότερους αρρώστους, που θα μας ακολουθούσαν αργότερα και θυμάμαι τις λυπημένες μορφές τους πίσω από τα αγκαθωτό συρματόπλεγμα και τη λαχτάρα, πού έστω για λίγο, θα τους αφήναμε πίσω κι ακούω ακόμα, πού μας φωνάζουν καθώς απομακρυνόμαστε, να γράψωμε στις εφημερίδες, να παρακαλέσωμε τις αρχές, να πούμε στον κόσμο, να τους ζητήση να μην τους ξεχάση σε κείνη τη μακρινή ερημιά, να τους σώσουν.
Και τώρα καταλαβαίνεις ότι πολλά από κείνα που ζήσαμε κι υποφέραμε ξεχαστήκανε. Και λυπάμαι.
Όπως μαζώνω σκόρπια ασύνδετα σημειώματα, μισοσχισμένες σελίδες, ξεθωριασμένα χαρτιά….αρχές, αποκόμματα. Δεν θυμάμαι τα περιστατικά όπως έγιναν, σας αντιγράφωαπ’ ότι και όπως τα βρίσκω.
El Aζαζα (11-10-1945)
Σήμερα ξεκινήσαμε από ένα μικρό σταθμό, τη «Γκίντα». Σ’ αυτόν είχαμε σταματήσει 7ώρες περίπου, γιατί οι γραμμές είχαν πάθει καθίζηση και λέγανε πως θα γυρίσωμε από κει που φύγαμε. Οι γραμμές του Σουδάν χαλούνε συχνά. Πότε σκεπάζονται με άμμο, πότε υποχωρούνε. Λυπηρό. Ευτυχώς το τραίνο μας, ξεκίνησε πάλι και τραβάει το Χαρτούμ. Ώρα 7,20 φτάνωμε στο σταθμό Έλ- Αζάζα και ξεκινήσαμε πάλι αμέσως. Εδώ βλέπομε το χιλιόμετρο 542. Τα γύρω είναι φυτεμένα με νταρί, που ο κορμός τους έχει ύψος 2 ½ -3 μέτρα.
…..
Από το χθεσινό βράδυ, κοιμηθήκαμε νωρίς και ξυπνήσαμε σήμερα περισσότερο κουρασμένοι. Παρ’ όλες τις περιποιήσεις , το ταξείδι είναι πολύ κουραστικό για μας. Το αυτοκίνητο που χοροπηδούσε 6 ολόκληρες ώρες απάνω στις λακκούβες των χαλασμένων δρόμων, κόντεψε να μας ξεβυδώσει.
Αν δεν είχαμε τη λαχτάρα του αιχμάλωτου που μ’ ένα τέτοιο ταξείδι πηγαίνει κοντύτερα στους δικούς του και την πατρίδα του, ίσως να’ πρεπε τώρα να βρισκόμαστε ξαπλωμένοι ακίνητοι σ’ ένα νοσοκομείο. Μα η λαχτάρα μας η ευλογημένη είναι να μη σταθούμε στιγμή.
Αν ήτανε δυνατόν ακόμα, να κάμωμε το τραίνο να τρέχη πιο γρήγορα, να εξατμιστούνε πιο γρήγορα οι αποστάσεις από το λέβητα της ταχύτητας. Τα ιδιόρρυθμα σπιτάκια των ιθαγενών ξεφυτρώνουν απ’ όλα τα μέρη, σα να τάσπυρε κάποιο χέρι. Να ’ναι το χέρι της ανάγκης αυτό. Τα Σουδανέλικα τραίνα είναι αλήθεια πώς είναι καλύτερα από όλα τα άλλα, τουλάχιστον στην τροφή.
Στις 8,30 φτάσαμε στο σταθμό Γκανταριφ. Πέρα φαίνεται το γραφικό τέμενος και διάφορες καμινάδες εργοστασίων. Φαίνεται να’ χουν πολύ πληθυσμό.
….
Εχτές το βράδυ γίνηκε έξω από το τραίνο, μπροστά στο παράθυρό μου, ένας πολύ συγκινητικός αποχαιρετισμός. Όλοι οι προύχοντες της Κασσάλας είχαν συγκεντρωθεί και τους αποχαιρετούσε ο Άγγλος τοπικός διοικητής, που ως φαίνεται ξαναγυρίζει στην πατρίδα του.
Τους χαιρετούσε έναν-έναν δια χειραψίας, τους έλεγε δύο τρία λόγια Ρούπι, ανάμεσα από τη συγκίνηση κι έπειτα στρεφόταν σ’ άλλον. Τους καλούσε τον καθένα με το μικρό και το μεγάλο όνομα και ήταν χαρακτηριστική η ευγένεια και η φιλική διάθεση αυτού του ανθρώπου, για τους φύλαρχους Σουντανέζους. Στον σταθμό αυτόν, στο Γκανταρίφ(Γκαντά- Αρίφ), για πασατέμπο πουλάνε σουσάμι και σουντάνια (μικρά φυστίκια) σε πανέρια. Από δω ξεκινήσαμε στις 9, 40 . Οι εκτάσεις των πεδιάδων (κάμπων) εκτείνονται ως εκεί που ο πουρανός ενώνεται με τη γη. Στις 10 και τέταρτο φτάσαμε στον μικρό σταθμό Γουαλντιχούρι.
Το τραίνο μας τρέχει και καθώς κοιτάμε στην απεραντοσύνη του κάμπου, μου δημιουργείται μια παράστας: Νομίζω πώς βλέπω μιαν απέραντη θάλασσα και μέσα μερικές βαρκούλες. Είναι τα μακρινά βουνά, που φαντάζουν σαν βάρκες μέσα στον κάμπο. Στις 11 και 5’ φτάσαμε στο μικρό σταθμό Μάτνα (ΜΑΤΝΑ) και ξεκινήσαμε σε λίγα λεπτά . Στις 12 παρά 10’ φτάσαμε στο σταθμό…..έχει και την πίπα του… συγκεντρωμένους μικρούς ίσιους κορμούς γαλίας, ωστόσο ,από το παρακάτω δάσος των μοσχολουρίων. Ύστερα από έναν μικρό σταθμό φτάσαμε στον επίσης μικρό σταθμό Howata και ξαναξεκινήσαμε στις 1 και 30 μμ.
Νείλος
Περάσαμε ένα μεγάλο γιοφύρι. Είναι ο κυανούς Νείλος. Πόσον καιρό έφερνα στο στόμα μου τη λέξη: Νείλος και να που τώρα ξαναβλέπω μια του λουρίδα, ένα του παραπόταμο στο βάθος του Σουδάν. Νείλος! Μια ΄ωμορφη λέξη, μια πιομορφη ακόμα ανάμνηση. Νείλος! Ύστερα από δυό –τρείς σταθμούς φτάσαμε σ’ έναν που λέγεται Εd – Dinder). Το τραίνο μας σταμάτησε για τα καλά. Λένε πώς θα περάσωμε την υπόλοιπη μέρα και όλη τη νύχτα, για να ξεκινήσουμε, ίσως αύριο το πρωί, γιατί η βροχή πλημμύρισε τις γραμμές παραπέρα, σε έκταση 4-5 χιλιόμετρα. Σωστές ακόμα πληροφορίες δεν έχομε, γιατί τα συνεργεία ακόμα δεν γύρισαν. Πάντως αυτό είναι ατύχημα, γιατί θα χάσωμε, με την καθυστέρηση το τραίνο που θα μας μεταφέρη από το Χαρτούμ στον ποταμόπλοιο και θα αναγκαστούμε να μείνουμε στο Χαρτούμ ακόμα 3-4 μέρες. Στο ταξείδι αυτό, χίλια εμπόδια μας τύχαν ως τώρα. Μακάρι, να ήταν μόνο αυτά, γιατί ένας συνταξιδιώτης, μισό σοβαρά και μισό αστεία, αρώτησε έναν άνθρωπο του τραίνου, θα ‘μαστε στο Χαρτούμ, τα …Χριστούγεννα.
Τα πράματα πάνε φίνα. Άλλο ένα τραίνο φάνηκε: Σφύριξε, μούγκρισε έκοψε την ταχύτητά του και ήρθε και στάθηκε δίπλα μας. Τώρα ήμαστε μόνο δύο τραίνα σταματημένα σ’ αυτή την ερημική γωνιά Αν έρθει κι άλλο θα σας το πώ…
12-10-1945 (ώρα 6,45’)
Επιτέλους το τραίνο ξεκίνησε πάλι. Περνούμε ανάμεσα από λίμνες νςερού. Οι εργάτες του συνεργείου ,που γύρισαν, μας διαβεβαίωσαν πώς ο δρόμος είναι εντάξει. Εχτές το βράδυ όλοι είχαμε στεναχωρεθεί για την καθυστέρηση, μα σήμερα βρήκαμε πώς ήτανε για καλό μας, γιατί τώρα, θα περάσωμε μέρα από το γαλάζιο Νείλο και δεν θα χάσουμε ένα ώμορφο θέαμα.
13-10-1945
Σήμερα χαράζω αυτές τις γραμμές από ένα νοσοκομείο του Χαρτούμ. Στο θάλαμο μένουμε 6 συναγωνιστές από τους εννιά που ξεκινήσαμε από το Μάι – Χαμπάρ. Εδώ βρήκαμε και άλλους Έλληνες εξόριστους, που ήρθαν κι αυτοί να νοσηλευτούνε. Δεν ξέρω ακόμα, δεν ξέρω ακόμα πώς λέγεται το νοσοκομείο. Ωστόσο εδώ θα μείνουμε λίγες μέρες για να συνέλθουμε και θα συνεχίσουμε την πορεία μας, για το Κάιρο. Δεκα οκτώ μήνες ,τώρα μέσα σε μια διαρκή ταλαιπωρία, γνωρίζω πιότερο την Ελλάδα και την αγαπώ περισσότερο. Ύστερα με τη μέρα, κάνω μια διαπίστωση απ’ τα γεγονότα: Πώς η Ελλάδα δεν έχει φίλους. Πρέπει να παλαίψη μονάχη της για τα δικαιώματά της. Κι η Ελλάδα το ξέρει. Και γι’ αυτό αγωνίζεται, γι’ αυτό και την αγαπώ.
14-10-1945
Σήμερα από τους τρείς θαλάμους μεταφέρανε όλους τους Έλληνες ασθενείς – 19 τον αριθμό – σε ένα μεγάλο δωμάτιο «συρματοπλεγμένο» Οι τέσσερεις άρρωστοι είναι απ’ το Κεμπέιτ.
Εμείς από το Ντεκαμερέ. Έτσι επιτεύχθη και η «ένωσις» για την οποία τόσο πολύ αγωνίστηκε ο κ. Παπανδρέου. Στο θάλαμό μου υπάρχουν 5 μεγάλο ξύλινοι ανεμιστήρες. Και όπως γυρίζουνε, μου θυμίζουνε τους πολιτικούς της Ελλάδας . Με τη ………….πού εκείνοι , όσο γρήγορα και αν περιστρέφονται, μήτε κρύο μας κάνουνε, μήτε ζέστη…
15-10-1945
Τα ντουβάρια του στενόμακρου μας θαλάμου είναι σπαραλιασμένα και πέφτουνε οι σουβάδες. Στη μέση υπάρχει ένα ξεχαρβαλωμένο τραπέζι. Ο ένας απ’ τους ανεμιστήρες σταματά κάθε τόσο και για να ξαναπάρη μπροστά, τον σπρώχνουμε με ένα κοντάρι. Ο Άγγλος διευθυντής του νοσοκομείου, με τον οποίο τσακωνόμαστε συνεχώς είναι βραδύγλωσσος και τον λέμε τσουτσέ.
Για να τους υποχρεώσουμε να μας λιγοστέψουνε τους περιορισμούς κάμαμε αποχή από ένα συσσίτιο και πετάξαμε τις καραβάνες μας στην άκρη. Ανάμεσά μας ήταν ένας παπάς, με πλούσια γενειάδα και χοντρός, που ένας τον παρατσουκλωσε «βατραχόψαρο». Ο διοικητής εκεί ήταν λίγο μπεκροκανάτα. Έτσι λοιπόν μέσα απ’ αυτό το κωμικοτραγικό περιβάλλον, ένας συναγωνιστής ενεπνεύσθη και την ώρα που όλοι στο νοσοκομείο του χανε και μεις απεργούσαμε, στάθηκε στη μέση του θαλάμου, πήρε στάση επίσημη και με στόμφο πολύ μας απάγγειλε ένα ποίημα, που εσκάρωσε απ’ τα γεγονότα και που το αντιγράφω προς χάρη της ιστορίας:
Κάρφωνε Αυγά
Σουρεαλιστική ποίηση (Θ.Λ.)
Λάγνα σπαραλιασμένα ντουβάρια
Νοσταλγικά τον Α…νανά κοιτάζουνε
Μπατανόβουρτσα η γενειάδα του βαρθακόψαρου
Συζήτηση Τσετσέ, με ξεχαρβαλωμένο τραπέζι
Νοχελικά οι καραβάνες απεργήσανε
Στου αδηάκοπου λεκέ το μεγαλούργημα
Συρματόπλεγμα, τσαρλατάνοι και μπεκροκάνατα,
Στου Μπογιατζή το ψευτοπονεμένο κορμί
Ονειροπόλα σαλιγκάρια κοκκινομπούγαδα,
Στ’ ανήλιου σκόρδου το σπηλαιόδικο
Αστροποβόλητο στη βρεγμένη σκούπα,
Παρεξήγηση ανεμιστήρα, με του κονταριού το Αεικίνητο. Θ.Λ.
Παραπομπή:
Ελένη Αστρινάκη, «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ» Μηνιαία Επιθεώρηση Τέχνης, Απρίλιος, 1984,αριθμός τεύχ. 4,σελ.23-28.
Χίος, Μάρτης 2024
Γιώργης Η. Αμπαζής (Για την αντιγραφή)
Δάσκαλος
Μέλος του Γενικού Συμβουλίου της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ
Δείτε ακόμα: