Τζέιν Ώστεν: Λογική, Ευαισθησία και Πίστη στις Βρετανικές αξίες – Μια συντηρητική θεμελιώτρια του σύγχρονου μυθιστορήματος
Η απόδοση ριζοσπαστικών αντιλήψεων στην Ώστεν έχει να κάνει περισσότερο με σύγχρονα άγχη σχετικά με την οικειοποίηση της κληρονομιάς της από Τόρηδες πολιτικούς, μεταξύ των οποίων και η ίδια η Τερέζα Μέι. Στην ΕΣΣΔ η εκδοτική έκρηξη των βιβλίων της συμπίπτει με την περίοδο της γκλάσνοστ και της περεστρόικα, ενώ γνώρισε νέα ύψη μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση από το 1991.
H Τζέιν Ώστεν γεννήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1775 στο Στήβεντον του Χαμπσάιρ στην Αγγλία. Θεωρείται από τις θεμελιώτριες του σύγχρονου μυθιστορήματος. Εν ζωή εκδόθηκαν τέσσερα μυθιστορήματα της: Λογική κι Ευαισθησία (1811), Περηφάνια και Προκατάληψη (1813), Το πάρκο του Μάνσφηλντ (1814) και η Έμμα (1815). Μετά το θάνατό της, το 1817, εκδόθηκαν ταυτόχρονα δύο ακόμα έργα, η Πειθώς και το Αββαείο του Νορθάνγκερ. Στα έργα της απεικονίζεται κυρίως η ζωή της μεσοαστικής τάξης της Αγγλίας στις αρχές του 19ου αιώνα. Τα έργα της, δημοσιευμένα ανώνυμα, πιθανότατα λόγω των προκαταλήψεων της εποχής κατά των γυναικών συγγραφέων, δεν γνώρισαν αμέσως τεράστια επιτυχία, είναι ωστόσο ενδεικτικό πως ο μεγάλος μυθιστοριογράφος Σέρ Ουόλτερ Σκοτ, έγραψε μια πολύ καλή κριτική το Μάρτη του 1816 για την “Έμμα”, όπου χαιρετούσε τον “ανώνυμο συγγραφέα”, ως αριστουργηματικό εκπρόσωπο το. υ “σύγχρονου μυθιστορήματος” στο πλαίσιο της νέας, ρεαλιστικής παράδοσης. Τα έργα της επανεκδίδονται σχεδόν χωρίς διακοπή και σταδιακά απέκτησαν τη θέση τους ανάμεσα στα σημαντικότερα της κλασικής λογοτεχνίας. Τα βιβλία έχουν γνωρίσει πολλές διασκευές, τόσο στη μικρή όσο και στη μεγαλή οθόνη, κάποιες από αυτές απροσδόκητες, αφού μεταξύ τους περιλαμβάνονται είδη όπως το μαλακό πορνό και η fantasy. H πρώτη διασκευή για τη μεγάλη οθόνη ήταν εκείνη του “Περηφάνεια και προκατάληψη”, με πρωταγωνιστές τους Λώρενς Ολίβιε και Γκριρ Γκάρσον στα 1940. Στα νεότερα χρόνια, η κινηματογραφική μεταφορά του “Λογική κι ευαισθησία” σε σκηνοθεσία Άνγκ Λι το 1995, με πρωταγωνίστριες τις Έμα Τόμπσον (η οποία απέσπασε τόσο το όσκαρ α’ γυναικείου ρόλου όσο και διασκευασμένου σεναρίου για την ταινία, επίτευγμα αξεπέραστο μέχρι τις μέρες μας) και Κέητ Ουίνσλετ θεωρείται από τις πλέον αξιόλογες, ενώ προκάλεσε μια νέα έκρηξη ενδιαφέροντος για τη ζωή και το έργο της Ώστεν. Την επόμενη χρονιά προβλήθηκε με εξίσου μεγάλη επιτυχία η μίνι σειρά του BBC “Περηφάνια και προκατάληψη”, ενώ ακολούθησαν αρκετές ακόμα, κυρίως στη Βρετανία και τις ΗΠΑ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως οι αμερικανικές διασκευές, αρχής γενομένης από την πρώτη του 1940, προσπαθούν να αμβλύνουν τον έντονα ιεραρχικό τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται οι ταξικές σχέσεις στο έργο της Ώστεν, όπου η γαιοκτησία, οι τίτλοι ευγενείας και η αρχαιότητα αυτών διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο, στοιχεία τα οποία θεωρήθηκε πως θα ξένιζαν το αμερικανικό κοινό, γαλουχημένο με τα ιδανικά του “αμερικανικού ονείρου”, όπου επισήμως οι ταξικές διαφορές δεν αποτελούν τροχοπέδη στην κοινωνική ανάδειξη του “αξιότερου” και του “εργατικότερου”.
Μ’ αυτό ερχόμαστε στο πολυσυζητημένο κατά καιρούς ζήτημα των πολιτικών πεποιθήσεων της Ώστεν. Συνήθως θεωρείται οπαδός των Τόρηδων, οι οποίοι εκείνη την εποχή ήταν το κόμμα της Αγγλικανικής Εκκλησίας και υποστήριζε μια ισχυρή μοναρχία και συγκεκριμένα το βασιλιά Γεώργιο Γ’, σε αντίθεση με τον έτερο πόλο του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος, τους Ουίγους, που ήταν υπέρ της συνταγματικής μοναρχίας και της εισαγωγής ορισμένων προσεχτικών μεταρρυθμίσεων ως προληπτικό μέτρο κατά της κυοφορούμενης κοινωνικής δυσαρέσκειας που προκαλούσε η εκβιομηχάνιση της χώρας. Κοινωνική βάση των Τόρηδων στις απαρχές του 19ου αιώνα ήταν οι κατώτεροι ευγενείς, οι έμποροι και οι κρατικοί υπάλληλοι. Η ίδια η Ώστεν ήταν ιδιαίτερα φειδωλή στην έκφραση δημόσιων πολιτικών προτιμήσεων, ενώ δυστυχώς μεγάλο μέρος της προσωπικής της αλληλογραφίας καταστράφηκε από την αδελφή της, Κασσάνδρα, ωστόσο τόσο η ταξική της θέση, η πιστοποιημένη από μαρτυρία του αδελφού της Χένρυ αφοσίωσή της στην Αγγλικανική Εκκλησία, όσο και το ίδιο το έργο της σε σημαντικό βαθμό, αποτελούν ενδείξεις των πεποιθήσεών της. Ο πατέρας της ήταν κληρικός, σε ομάδα προσκείμενη στους Τόρηδες, και η μητέρα της ανήκε σε ξεπεσμένο παρακλάδι αριστοκρατικής οικογένειας, άλλα μέλη της οποίας κατείχαν τίτλους όπως εκείνους του λόρδου. Ως ακτήμονες οι Ώστεν είχαν πρόβλημα να προικίσουν τις κόρες τους, κάτι που συνέβαλε μεταξύ άλλων και στο γεγονός πως η συγγραφέας δεν παντρεύτηκε ποτέ. Δυο από τα αδέρφια της αναδείχθηκαν κατά τη διάρκεια των ναπολεόντιων πολέμων σε ναύαρχους, ενώ μια ξαδέρφη της είχε παντρευτεί Γάλλο κατώτερο αριστοκράτη ο οποίος εκτελέστηκε με γκιλοτίνα στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Οι λίγες άμεσες αναφορές στην πολιτική που βρίσκουμε στην αλληλογραφία της πιστοποιούν την αντίθεσή της στην εισαγωγή ελέγχου στην τιμή των σιτηρών, την κριτική υποστήριξή της στις περιφράξεις (τη μετατροπή της κοινοτικής γης σε ιδιοκτησία τοπικών γαιοκτημόνων, κυρίως για την εκτροφή προβάτων με στόχο την παραγωγή μαλλιού, μια διαδικασία που έδωσε την αποφασιστική ώθηση για τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό στην Αγγλία), την πίστη της για τη νίκη της Αγγλίας στους Ναπολεόντιους πολέμους, καθώς και την πεποίθησή της πως η Αγγλία δε θα μπορούσε να νικήσει τις ΗΠΑ, στις οποίες όμως εξέλιπε η θρησκευτικότητα. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως τα μυθιστορήματα της Ώστεν συγκαταλέγονταν ανάμεσα στα αγαπημένα του πρίγκηπα εκτελούντος χρέη αντιβασιλέα Γεωργίου (από το 1820 βασιλιά Γεωργίου Δ’), σε βαθμό που είχε αντίτυπά τους σε κάθε μία από τις πολυάριθμες κατοικίες του, και μάλιστα ζήτησε μέσω του εκδότη της John Murray, το μυθιστόρημα Emma να εμπεριέχει προσωπική αφιέρωση στον ίδιο. Στην πραγματικότητα η Ώστεν απεχθανόταν τον Γεώργιο, αν και όχι για πολιτικούς λόγους, αλλά εξαιτίας των απιστιών του και της άσχημης συμπεριφοράς του στη σύζυγό του, Καρολίνα του Μπρούνσβικ, στην οποία απαγόρευε να βλέπει το παιδί τους με πρόσχημα τα δικά της παραστρατήματα. Ο εκδότης μάλιστα θεώρησε απαράδεκτα σύντομη την πρώτη αφιέρωση που του πρότεινε η συγγραφέας, κάτι που την οδήγησε σε μια μακροσκελή και πομπώδη “διόρθωση”, η οποία σύμφωνα με αρκετούς μελετητές θεωρείται μια καλυμμένη μορφή ειρωνείας τόσο προς τον εκδότη όσο και προς τον ίδιο τον αντιβασιλιά.
Οι κοινωνικές αντιλήψεις της συγγραφέως διακρίνονται ξεκάθαρα στο δημοφιλέστερο από τα έργα της “Περηφάνια και Προκατάληψη”. Στο πρώτο, ίσως το συντηρητικότερο μεταξύ των μυθιστορημάτων της, τα οποία ωστόσο δεν αποκλίνουν πολύ στους βασικούς ιδεολογικούς τους πυλώνες, ο κεντρικός πρωταγωνιστής κύριος Ντάρσυ, παρουσιάζεται με όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός Ουίγου, δηλαδή μεγάλη κτηματική περιουσία, παρουσία σε εκδηλώσεις της υψηλής κοινωνίας, συχνή παραμονή στο Λονδίνο κ.α. Παρότι παρουσιάζεται ως ισχυρός και πλούσιος ήρωας, πρέπει πρώτα να ξεπεράσει τα ελαττώματά του και να υποστεί δοκιμασίες μέχρι να κερδίσει την καρδιά της πρωταγωνίστριας Ελίζαμπεθ Μπένετ. Έτσι αντανακλάται το κράμα καχυποψίας και θαυμασμού απέναντι στον πλούτο και την υψηλή κοινωνική θέση, αρκετά χαρακτηριστική για τους Τόρηδες της περιόδου. Η αμφιθυμία αυτή φαίνεται εντονότερα στη σκιαγράφηση του Τζώρτζ Ουίκαμ, ο οποίος μεγάλωσε μαζί με τον Ντάρσυ και αρχικά παρουσιάζει ένα γοητευτικό προσωπείο, το οποίο πέφτει στη συνέχεια αποκαλύπτωντας ένα χαρακτήρα κυνικό και με ροπή σε κάθε λογής σκάνδαλα. Χαρακτήρες όπως ο κύριος Μπίνγκλεϋ και ο κύριος Γκάρντινερ, παρουσιάζονται με καθαρά θετικά χαρακτηριστικά, που προσιδίαζαν σε εκείνα επιτυχημένων Τόρηδων: Αμφότεροι είχαν ανέλθει κοινωνικά χάρη στον προσωπικό τους μόχθο, βελτιώνοντας την τύχη της οικογένειάς τους και ιδίως των θηλυκών απογόνων. Το πολιτικό χάσμα διακρίνει και την ίδια την οικογένεια Μπένετ. Από τη μια ο κύριος Μπένετ είναι γαιοκτήμονας χωρίς άλλη απασχόληση, από την άλλη η σύζυγος του παρουσιάζεται ως φτωχή και αμόρφωτη, που δε συνεισέφερε στο γάμο τίποτε άλλο από την ομορφιά της. Ο κύριος Μπένετ, η Ελίζαμπεθ και μια από τις αδελφές της, η Τζέην, καταφέρνουν να αξιοποιήσουν τις ικανότητες και την ευφυία τους για να διασφαλίσουν την μετάβασή τους στην ανώτερη κοινωνία, ενώ η σύζυγος και οι νεαρότερες κόρες αποτυγχάνουν. Φαίνεται πως η Ώστεν πίστευε στην ανάγκη μιας “αξιοκρατικής” αναμόρφωσης της κοινωνίας, σε σύμπνοια με τα ιδανικά της ανερχόμενης αστικής τάξης, χωρίς όμως σε καμία περίπτωση να αμφισβητεί τις υφιστάμενες ιεραρχικές δομές της αγγλικής κοινωνίας.
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει απόπειρες επανανοηματοδότησης του έργου της Ώστεν από ακαδημαϊκούς που υποστηρίζουν είτε ότι ήταν λιγότερο συντηρητική από ό,τι συνήθως νομίζεται, είτε ότι ήταν στην πραγματικότητα ριζοσπάστρια, όπως δηλώνεται και στον τίτλο του πρόσφατου έργου της Helena Kelly “Jane Austen, the secret radical“. Δε θα ασχοληθούμε εδώ αναλυτικά με τις απόψεις αυτές, ωστόσο γνώμη μας είναι πως η απόδοση ριζοσπαστικών αντιλήψεων στην Ώστεν έχει να κάνει περισσότερο με σύγχρονα άγχη σχετικά με την οικειοποίηση της κληρονομιάς της από Τόρηδες πολιτικούς, μεταξύ των οποίων και η ίδια η Τερέζα Μέι, της οποίας αγαπημένο βιβλίο είναι το “Περηφάνια και προκατάληψη”, παρά με στοιχεία τα οποία πατούν είτε στη ζωή είτε στο έργο της. Δεν είναι ίσως εντελώς συμπτωματικό ότι στην ΕΣΣΔ η εκδοτική έκρηξη των βιβλίων της, τα οποία φυσικά δεν ήταν άγνωστα και πριν, αλλά όχι στο βαθμό που συνέβαινε στη Δύση, συμπίπτει με την περίοδο της γκλάσνοστ και της περεστρόικα, ενώ γνώρισε νέα ύψη μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση από το 1991, συνεχιζόμενη αμείωτη ως σήμερα.
Θα κλείσουμε την αναφορά μας με τα λόγια του Ουίνστον Τσώρτσιλ, το Δεκέμβρη του 1943 καθώς νοσηλευόταν στην Τύνιδα με πνευμονία, που αποτυπώνουν κάπως σχηματικά, αλλά με αρκετή ακρίβεια τη διαχρονική γοητεία του έργου της στους ομοϊδεάτες του:
“Πριν πολύ καιρό είχα διαβάσει το Λογική κι Ευαισθησία της Τζέην Ώστεν, και τώρα σκέφτηκα να δω το Περηφάνια και Προκατάληψη. […]Πάντα ήξερα πως θα ήταν καλύτερο από τον ανταγωνιστή του. Τι ήσυχες ζωές είχαν, αυτοί οι άνθρωποι! Καμιά στενοχώρια για τη γαλλική επανάσταση, ή τον εξουθενωτικό αγώνα των Ναπολεόντιων πολέμων. Μόνο οι καλοί τρόποι που ελέγχουν τα φυσικά πάθη όσο καλύτερα μπορούσαν, μαζί με πολιτισμένες εξηγήσεις κάθε κακοτοπιάς. “