«Βασανίστε το κορμί μου προδότες, την ψυχή μου δε θα μπορέσετε να τη νικήσετε» – Το φριχτό τέλος του Αντώνη Δαμιανάκου
Η Βούλα Δαμιανάκου γράφει για τις τελευταίες μαρτυρικές στιγμές του πατέρα της που δολοφονήθηκε μετά από φριχτά βασανιστήρια από Έλληνες φασίστες υμνητές του Χίτλερ, και ο Βασίλης Ρώτας καταθέτει μερικούς στίχους στη μνήμη του πεθερού του Αντώνη Δαμιανάκου.
Ποιήτρια, συγγραφέας, μεταφράστρια και αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης από τις γραμμές του ΕΑΜ, η Βούλα Δαμιανάκου γεννήθηκε το 1914 στην Πάνιτσα Λακωνίας και έφυγε από τη ζωή στις 19 του Σεπτέμβρη 2016.
Η Βούλα Δαμιανάκου υπήρξε σύντροφος του κομμουνιστή λογοτέχνη Βασίλη Ρώτα και μαζί, κατά το μεγαλύτερο μέρος, μετέφρασαν το σύνολο των έργων του Σαίξπηρ και του Ντοστογιέφσκι. Ξεχωριστά ασχολήθηκε επίσης στο έργο της και με τα μοιρολόγια της Μάνης, της ιδιαίτερης πατρίδας της, ενώ με ψευδώνυμα συνεργάστηκε με το περιοδικό «Λαϊκός Λόγος» (1966-1967) και με άλλα περιοδικά.
Σημαντικότερα έργα της είναι: «Γράμμα σε νεκρό» διηγήματα 1951, «Στην ανεμοζάλη», Διηγήματα 1960, «Υπεύθυνη δήλωση». Διηγήματα 1963. Σε συνεργασία με το σύντροφό της Βασίλη Ρώτα έγραψε τα εξής: «Μνημόσυνο» 1961, «Δραγάτες πνευματικής ελευθερίας» 1963, «Δημοκράτες παραδημοκρατικοί» 1965. Το 1967 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων «Γέφυρες της φιλίας». Έχει μεταφράσει αρκετά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας όπως – WILLA CATHER: «Η Αντωνία μου», 1959, KAMMERHNG: «Αναζητώντας τον Αδάμ», 1959, ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ: «Ο μικρός ήρωας».
Η Βούλα Δαμιανάκου φιλοξένησε στο σπίτι της τον Κούρδο ηγέτη Αμπντουλάχ Οτσαλάν, όταν διωκόμενος βρέθηκε στην Αθήνα. Έγραψε το βιβλίο «Στο σπίτι μου με τον Οτσαλάν».
Το 1961 κυκλοφόρησε με τον σύντροφό της Βασίλη Ρώτα το βιβλίο «Μνημόσυνο». «Το βιβλίο τούτο είναι μνημόσυνο. Τους αδικοσκοτωμένους κι αδικοχαμένους, τους μελετάμε με τα ονόματά τους, όσους έτυχε να έχουμε γνωρίσει ή ακούσει γι’ αυτούς. Κι εκεί που ο λόγος μας δεν αναφέρει όνομα, πάλι αναφέρεται σε κάποιον απ’ τους πολλούς, που μάς έμειναν άγνωστα τα ονόματά τους. Η Μνήμη τους μάς είναι ιερή και τη μελετάμε με σέβας. Τούς κάνουμε μνημόσυνο, όπως μπορούμε, με λίγους στίχους και λίγα λόγια» σημειώνουν ανάμεσα σε άλλα στον πρόλογο.
Στο βιβλίο γίνεται αναφορά, ανάμεσα σε γνωστούς και άγνωστους αγωνιστές, και στον Αντώνη Δαμιανάκο, πατέρα της Βούλας Δαμιανάκου και πεθερό του Βασίλη Ρώτα, που δολοφονήθηκε μετά από φριχτά βασανιστήρια από Έλληνες φασίστες υμνητές του Χίτλερ, συνεργάτες των Γερμανών καταχτητών. Ο Αντώνης Δαμιανάκος είχε την τύχη χιλιάδων Ελλήνων πατριωτών και αγωνιστών που δεν συμβιβάστηκαν στην ιδέα να ζήσουν οι ίδιοι και τα παιδιά τους σκλάβοι σε μια χώρα υπόδουλη του φασισμού.
Η Βούλα Δαμιανάκου γράφει για τον πατέρα της στο «Μηνμόσυνο»:
Η εβδομηντάχρονη ζωή σου φαντάζει λευκή και πάναγνη σαν τη λαμπρή μεγαλοσύνη του χιονοσκέπαστου Ταΰγετου. Όποιος σ’ εγνώρισε έμαθε τι είναι θάρρος, τι είναι χρέος, γενναίο φρόνημα, λόγος αντρίκιος. Είσουν για όλους μας και για όλα η εγγύηση. Κοντά σου δε φοβόμαστε τίποτα. Έλειψες εσύ και το σπίτι μας το πήρε ο σίφουνας και το σφεντόνισε στα γκρεμίδια. Το σκοτάδι έμπασε μέσα όλους τους δαίμονες, τα τελώνια, τα στοιχειά και τα τέρατα και τίποτα δεν έμεινε στη θέση του. Η ζωή μας έχασε την πορεία της, η γυναίκα και τα τέκνα σου εσκόρπισαν στους τέσσερες άνεμους. Γιόμισαν οι μέρες μας φρίκη, οι νύχτες μας εφιάλτες. Εσύ όμως και φευγάτος έχεις την ένοια μας.
Όταν, νυχτωμένη κάπου στην πιο έρημη άκρη της γης, κυνηγημένη απ’ τα πιο πηχτά σκοτάδια της κόλασης, τρέχω απελπισμένα να φτάσω στους ανθρώπους και ξάφνου βλέπω πως πια δεν κρατώ το κοριτσάκι μου απ’ το χέρι κι ακούω το απαρηγόρητο σπαραχτικό του κλάμα πίσω μακρυά στις σκοτεινές στροφές του δρόμου κι ο τρόμος μου ’χει πάρει τη μιλιά και δε βγαίνει η φωνή μου να το προφτάσει και πισωστρέφω ανταριασμένη και ξέφρενη, παρουσιάζεσαι συ, μαρτυρικέ μου πατέρα και μου το φέρνεις απ’ τό χεράκι και βάζεις τέλος στο μαρτύριό μου.
Κι όταν βρίσκομαι κάπου αποκλεισμένη απ’ ολόγυρα με πανύψηλα βουνά και ξάφνου αρχίζουν από παντού να κυλάνε θολά βουερά ποτάμια να με πνίξουν, κι όταν απαίσιες τερατικές μορφές με παρασέρνουν σ’ απίθανα άγρια μέρη και ζητάνε να μου πάρουν το λογικό, προφταίνει κι εδώ η έγνοια της αγάπης σου και με γλιτώνει.
Δε μου λες λόγο: το ξέρω πως είσαι σκοτωμένος κι ήρθες μόνο και μόνο για να με βοηθήσεις να περάσω απ’ την ώρα του τρόμου κι έπειτα θα φύγεις ξανά· μα δε φοβάμαι όταν σε νιώθω δίπλα μου, είσαι το ίδιο παντοδύναμος όπως και τότε που ζούσες: Όπως τότε που ’μπαινες στο σπίτι κι ευθύς η ανήσυχη ματιά της αγάπης σου μέτραγε να ιδεί αν είμαστε όλοι, κι αν έβλεπες πως έλειπε κάποιος, άρπαζες το φανάρι κι έτρεχες να τον βρεις και να τον περάσεις απ’ όλα τα μέρη του φόβου, ρημοκκλήσια, σκοτεινές ρεματιές όπου βόγγαγε το αίμα κάποιου σκοτωμένου, στοιχειωμένα περάσματα, ή αν έπιανε έξαφνα μπόρα, κατακλυσμός, χαλάζι, βροντές, αστροπελέκια κι έλειπε κάποιος, έτρεχες γι’ αυτόν αψηφώντας τα πάντα, έτσι και τώρα είσαι πάντα μαζί μας, τη μέρα με το λαμπρό σου παράδειγμα, τη νύχτα με τη ζωντανή παρουσία σου.
Ποτέ δε δείλιασες, ποτέ δε λογάριασες τον εαυτό σου. «Γυναίκα, εμείς το ψωμί μας το φάγαμε, πρέπει να φυλάξομε τα παιδιά μας, να τα προστατέψομε». Μ’ αυτά τα τελευταία σου λόγια που τα επαναλάβαινες συχνά, άφησες τη μάνα μου κι έτρεξες στο παρατημένο σπίτι μας να ίδιες για το μικρό κορίτσι σου που ’χε πάει εκεί κάτι να πάρει κι αργούσε να φανεί. Οι προδότες παραμόνευαν στην πόρτα μας και σ’ έπιασαν κι άρχισε το φριχτό σου μαρτύριο: «Πες, μπάρμπ’ Αντώνη, πέστο να γλιτώσεις το κεφάλι σου, μην ερεθίζεις τα παιδιά: «Οι κόρες μου κι η γυναίκα μου, πες, είναι πόρνες». Πέστο, μωρέ, το ξέρουμε πως είναι οι πιο τίμιες, αλλ’ αυτή η τιμή θα σου φάει τό κεφάλι. Πέστο να ξεθυμάνουν τα παιδιά: έλα πες «χάιλ Χίτλερ!» αλλιώς…»
Και στο μεταξύ δε δούλευαν μόνο τα στόματα: επειδή δε μπορούσες πια να περπατήσεις, σ’ έσερναν απ’ τα πόδια στην πετρωτή κατηφόρα και με τη μαγκούρα σου την ίδια (μαγκούρα γερή από βελανιδιά, που την έσπασαν επάνω σου) σε χτυπούσαν στα στραβά: Σου ’σπασαν το κεφάλι, σου ’σπασαν το στόμα που εξακολουθούσε να τους φτύνει: «βασανίστε το το κορμί μου προδότες, την ψυχή μου δε θα μπορέσετε να τη νικήσετε, είναι δική μου»· σου ’χυσαν τα μάτια, σου τσάκισαν τα χέρια, κι έτσι σ’ έσυραν θέαμα φριχτό στην πλατεία του χωριού, σ’ έστησαν σε μια καρέκλα τρόπαιο της νίκης τους, ήπιαν καφέ και κρύο νερό κι έπειτα σ’ έσυραν έξω απ’ το χωριό και σ’ αποτέλειωσαν εκεί πάνω στον δημόσιο δρόμο με μια ριπή ιταλικού πολυβόλου.
Όταν έφυγαν οι δολοφόνοι ήρθαν οι συμπονετικοί χωριανοί, τύλιξαν το μαρτυρικό κορμί σου σ’ ένα σεντόνι και το ’φεραν στο νεκροταφείο, στην Πιατόλακκα. Κανένα απ’ τα οχτώ παιδιά σου δεν είταν εκεί, όλα είχαν σκορπίσει απ’ τη βία στον άνεμο. Κι όταν πήγε το χαμπέρι στη μάνα μου κι έτρεξε περνώντας βουνά και λαγκάδια για να σε προφτάσει, σε βρήκε θαμένον και πάνω στον νιοσκασμένον τάφο σου ξέπλεξε τ’ άσπρα μαλλιά της κι άρχισε με σιγανή φωνή το πικρό μοιρολόι: ψηλόκορμη βελανιδιά, ρίζα θεμέλιο του σπιτιού και σκέπη στο κεφάλι μου, πώς σου τσακίσαν τα κλαριά η προδοσιά με τη ντροπή και σου προγκήξαν τα πουλιά στους λόγγους και στα ρέματα; Είχες στα μάτια σου το φως κι ο λόγος σου είταν σιγουριά, σαν ήλιος καλοκαιρινός. Είταν σημαία ή όψη σου ψηλά σε πύργον άπαρτον διαφέντευε πλατιά, μακρυά το δίκιο και την ανθρωπιά.
Στην ίδια έκδοση, ο Βασίλης Ρώτας καταθέτει μερικούς στίχους στη μνήμη του πεθερού του Αντώνη Δαμιανάκου:
Είταν ο γεροπούρναρος στο ρημοκλήσι πλάι
και φάνταζε καμαρωτός, στητός σαν νοικοκύρης
και καλοσήμαδη σκοπιά στο ψήλος της λαγκάδας
καταφυγή και φύλακας στην ερημιά του κόσμου.
Στη ρίζα του είχε κρυό νερό, βρύση με δάκρυ αγιάσμα,
που πότιζε τα ζωντανά, ξεδίψαε τους τσοπάνους.
Είχε αγκαλιάσει θεούς παλιούς, τον Δία, την Εκάτη,
κι ως τα στερνά του εστέγαζεν ένα Χριστό μουντζούρη
κι έναν Αγιάννη με φτερά κοψοκεφαλιασμένον.
Στα ξέκλαρά του κρέμαγαν τα καριοφίλια οι κλέφτες
και στον παχιόν τον ίσκιο του πλαγιάζαν καπετάνιοι.
Πώς μπόρεσαν, πώς βάσταξαν να τόνε κατακόψουν;
Πού τον πουλάκι το έρημο, πού τώρα θα καθήσει
να ειπεί τραγούδι θλιβερό και παραπονεμένο;
Σημείωση: Κατά την αντιγραφή του πεζού και του ποιήματος ακολουθήθηκε το μονοτονικό. Κατά τα άλλα διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου.