Βασίλης Ρώτας – 135 χρόνια από τη γέννησή του | Ο θεατρικός αγωνιστικός, ορθολογικός και δημοκρατικός λόγος του «μπάρμπα Βασίλη του αβασίλευτου»1
Ο Βασίλης Ρώτας (5 Μάη 1889 – 30 Μάη 1977) τάχτηκε σε όλη του τη ζωή έμπρακτα με τη σωστή πλευρά της Ιστορίας, συμμετέχοντας στους αγώνες για τη δημοκρατία, την ειρήνη και την κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά και στις τάξεις του ΕΑΜ και της Εθνικής Αντίστασης.
Ο Βασίλης Ρώτας (5 Μάη 1889 – 30 Μάη 1977) τάχτηκε σε όλη του τη ζωή έμπρακτα με τη σωστή πλευρά της Ιστορίας, συμμετέχοντας στους αγώνες για τη δημοκρατία, την ειρήνη και την κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά και στις τάξεις του ΕΑΜ και της Εθνικής Αντίστασης.
Με όπλο την τέχνη του λόγου του στην ποίηση και στο θέατρο, κυρίως, και στο μεταφραστικό ποιητικό και κυρίως θεατρικό πεδίο, αλλά με την αρθρογραφία του, τη δοκιμιογραφία του και τα θεωρητικά και χρηστικά βιβλία του με θεατρικά θέματα, με τα βιβλία του με θεατρικά έργα, τις εφημερίδες και τα περιοδικά που εξέδιδε κατά καιρούς, με το Λαϊκό Θέατρο Αθηνών στο Παγκράτι (1930 – 1938), με το Θεατρικό Σπουδαστήριο, στην Αθήνα (1942 – 1944 & 1946 – 1949), με τον Θεατρικό Ομιλο της ΕΠΟΝ Θεσσαλίας (1944 – 1945) κ.ά.
Κατεξοχήν θεατράνθρωπος (ηθοποιός, σκηνοθέτης, θεατρικός συγγραφέας για παιδιά και ενήλικες, κριτικός θεάτρου, θιασάρχης, μεταφραστής θεατρικών έργων του αρχαίου ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου κ.ο.κ.) καλλιέργησε τον θεατρικό του λόγο, έτσι ώστε να υπηρετεί πιστά τα ιδανικά της δημοκρατίας, της ειρήνης, της εθνικής ανεξαρτησίας, της Εθνικής Αντίστασης, αλλά και για να συμβάλει με τη σατιρική και πολιτική θεατρική πένα του («Καραγκιόζικα») στην εμψύχωση και τον προβληματισμό των θεατών των έργων του, που δυστυχώς ακόμη, ορισμένα απ’ αυτά δεν έχουν παρουσιαστεί2.
Η ιδεολογικοπολιτική μεταστροφή του Βασ. Ρώτα συντελέστηκε κυρίως κατά τη μεταξική δικτατορία, οπότε αυτοεξορίστηκε στη Ζήρεια (Τρίκαλα Κορινθίας). Εκεί έγραψε το κορυφαίο ιστορικό δράμα του, σε πέντε πράξεις, «Ρήγας ο Βελεστινλής» (1936 – 1938)3, εμφανίζοντας στοιχεία από στόφα σημαντικού δραματουργού. Με μαεστρία περισσή ο δραματουργός προβάλλει βασικά το πατριωτικό στοιχείο στην υπόθεση του έργου, μένοντας αρκετά πιστός στην ιστορική πραγματικότητα, καυτηριάζει την προδοσία του Δημητρίου Οικονόμου, αλλά αναδεικνύει δικαίως και ιδεολογικού και επαναστατικού χαρακτήρα πτυχές του Ρήγα, όπως αυτές έχουν καταγραφεί και επισημανθεί από την έρευνα και τη μελέτη της ζωής και του έργου του εθνεγέρτη και μάρτυρα Ρήγα4.
ΡΗΓΑΣ: «Ελεύθερος άνθρωπος δεν είναι όποιος θέλει την καλή ζωή μόνο για τον εαυτό του, παρά για όλους, κι εκείνος που θέλει τον εαυτό του ελεύθερο και τους άλλους σκλάβους, αυτός είναι ανάξιος για ελευθερία. Ελευθερία θα πει ισότητα στην απολαβή της ζωής».
Διαφωνώντας ο Ρήγας με τον υπερόπτη και απολυταρχικό Πρίγκιπα, που συνάντησε στο σπίτι του Οικονόμου, του λέει με φιλοσοφική διάθεση και ιδεολογική σαφήνεια: «Αλήθεια είν’ ό,τι γίνεται, όχι ό,τι πιστεύουμε / κι ό,τι ποθούμε. Οταν εσύ θαρρείς γι’ αλήθεια / τους πόθους τους δικούς σου, κι ό,τι ευχαριστεί / το Εγώ σου μόνον, ξεχωρίζεσαι απ’ τον κόσμο / και γλήγορα απ’ αυτό πεθαίνεις και σαπίζεις. / Αλλ’ όταν με τον κόσμο ζεις, μαζί του πάσχεις / και χαίρεσαι, η αλήθεια της ζωής πληθαίνει / και τον μικρόν θνητόν αθάνατον τον κάνει».
Και τελειώνοντας το έργο, με τη δολοφονία του Ρήγα, ο ΕΞΗΓΗΤΗΣ συνοψίζει, μεταξύ άλλων, ως εξής: «Οι ήρωες δεν πεθαίνουν κι αν θανατωθούνε, / τι με τον θάνατο τον θάνατον πατούνε. / Πετάγονται απ’ τον τάφο τους αναστημένοι, / σαν άστρα λάμπουν κι οδηγούν την οικουμένη. / Του Ρήγα ο σπόρος έπιασε, έβγαλε λουλούδι, / κι όλη η Ελλάδα λέει της λευτεριάς τραγούδι. / Στ’ άρματα ρίχνεται όλη η φλογερή μας νιότη / και κυνηγάει τον τύραννο και τον προδότη. (…)» (προσθήκη του δραματουργού στην έκδοση του 1964, Θέατρο Α΄, εκδ. ΙΚΑΡΟΣ).
Το αστικό Εθνικό Θέατρο, με απόφαση του διευθυντή του, Κωστή Μπαστιά, απέρριψε την παράσταση του έργου, το 1937, γιατί είχε «ιδεολογικό χαρακτήρα»…
Μέσα στην Κατοχή γράφει και κυκλοφορεί το έργο του για παιδιά «Το πιάνο. Κωμωδία για κούκλες»5 (1943). Πρόκειται για ένα μπριόζικο, χιουμοριστικό και σατιρικό έργο, με επιδράσεις από την αρχαία ελληνική κωμωδία και από το ελληνικό θέατρο σκιών. Δύο εξαθλιωμένα από την πείνα παιδιά προσπαθούν με μικροαπάτες, και έχοντας ως πρότυπο τους ελεεινούς μαυραγορίτες, να κερδίσουν τα αναγκαία για την επιβίωσή τους. Ετσι, με την εξυπνάδα τους εξαπατούν τον πλούσιο μαυραγορίτη Μπαρμπαγιώργο και ανταλλάσσουν τη χαλασμένη φυσαρμόνικά τους (την οποία αποκαλούν πιάνο και μάλιστα πιάνο που παίζει όλα τα τραγούδια) με τον γάιδαρο του μαυραγορίτη με όλα τα φαγητά που αυτός κουβαλάει.
Στο φινάλε του έργου ο Μπαρμπαγιώργος ανακαλύπτει την απάτη τους και τους ξυλοφορτώνει. Ολα τα τρόφιμα, όμως, παραμένουν επί σκηνής, καθώς αποχωρούν οι ηθοποιοί. Ο χορός στέλνει προς τους θεατές της παράστασης ένα ανθρωπιστικό μήνυμα, μήνυμα αλληλεγγύης:
«(…) Γνωρίζω εγώ πολλά παιδιά, πολύ βασανισμένα / που μείνανε απ’ τον πόλεμο φτωχά, κουτσουρεμένα. / Νυχτοήμερα αγωνίζονται με μόχτο και με κόπο / κι ό,τι βοήθεια πάει σ’ αυτούς, καλή και πιάνει τόπο. / Σ’ εκείνους να τα στείλετε κι’ άλλα να τους χαρίστε / κι’ αν είνε με τη γνώμη σας, εμπρός χειροκροτήστε».
Ακολούθησε το θεατρικό έργο του «Οι Γραμματιζούμενοι» (1943), μια μονόπρακτη κωμωδία, όπου καυτηριάζονται με τη ρωταϊκή σατιρική διάθεση: Οι πανούργοι πολιτικάντηδες κάθε εποχής, οι ημιμαθείς, οι αμόρφωτοι και χοντροκομμένοι αρχοντοχωριάτες, η υπεροψία και η ειρωνική διάθεση των καθαρευουσιάνων ημιμαθών απέναντι στους απλούς λαϊκούς ανθρώπους και στη δημοτική που χρησιμοποιούν.
Μετά την Κατοχή κυκλοφόρησαν τα θεατρικά έργα του «Κιλελέρ. Δραματική σκηνή» (1945) και «Ελληνικά Νιάτα. Τραγωδία σε τρεις πράξεις» (1946), το οποίο είχε αρχίσει να γράφει το 1944.
Το «Κιλελέρ» είναι ένα ιστορικό θεατρικό μονόπρακτο, δυστυχώς άπαιχτο ακόμη, αν και ιδεολογικά είναι ρεαλιστικό και στέρεο ως ένα σημείο. Χρειάζεται έναν επίλογο ιστορικά τεκμηριωμένο. Ενα έργο γεμάτο με δράση και επαναστατικές σκηνές, που αφορούν στην εξέγερση των κολίγων στον θεσσαλικό κάμπο, στις 6 του Μάρτη 1910. Και πιο συγκεκριμένα, όλα διαδραματίζονται στο αγροτικό συλλαλητήριο της Λάρισας και μάλιστα στο γραφείο του νομάρχη.
Ο αστός νομάρχης γίνεται υβριστής των αγροτών, κατασυκοφαντώντας τον δίκαιο αγώνα τους. Τους αποκαλεί «τεμπέληδες», «κτήνη», «όχλο», «γελοίους», «τιποτένιους», «αναρχικούς», με δήθεν «αρπαχτικάς διαθέσεις» και «ταπεινά ένστικτα». Αντιθέτως, ο φυσικός λαϊκός ηγέτης τους, πρόεδρος της κοινότητας, και ο εισαγγελέας, ένας ευσυνείδητος δημόσιος λειτουργός, ένας συνειδητοποιημένος ταξικά διανοούμενος, ένας στοιχειωδώς συνεπής δημοκράτης, διακινδυνεύει τη θέση του, παίρνοντας το μέρος των εξεγερμένων κολίγων, κατακεραυνώνοντας τον υποτελή νομάρχη, με τα εξής, μεταξύ άλλων: «Η πράξη αύτη των κολίγων είναι μια θορυβώδης έστω διαμαρτυρία. Δεν είναι ούτε ανταρσία ούτε ενέργεια αναρχικών. Μία διαμαρτυρία διά την απελπιστικήν θέσιν εις την οποία έχουν περιέλθει, από την αναλγησίαν ή έστω αδιαφορίαν του κράτους και την βουλιμίαν των τσιφλικάδων, οίτινες κατέχουσι την γην και υποχρεώνουν τους δυστυχείς αυτούς, τους αναγκάζουν λέγω, να εργάζωνται κτηνωδώς χωρίς καμίαν απολαβήν».
Τα «Ελληνικά Νιάτα», ένα συγκλονιστικό, εμπνευσμένο από την Κατοχή, έργο, το οποίο διαθέτει έντονη δράση, στέρεους χαρακτήρες, θετικά πρότυπα ακόμη και για τη σημερινή νεολαία μας και τραγικά περιστατικά από την ηρωική Εθνική Αντίσταση και την ΕΠΟΝ, με γενναίους πατριώτες, αλλά και με γλοιώδεις προσκυνημένους στους ναζιστές προδότες.
Μια μάνα αγωνιά και φοβάται την ένταξη των εφήβων παιδιών στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, τη συμμετοχή τους στην Εθνική Αντίσταση. Αυτά επιχειρηματολογούν για την αναγκαιότητα να πολεμήσουν για τη λευτεριά της πατρίδας μας ενάντια στους ναζί κατακτητές:
«(…) Δεν κάνουμε πράξη άτιμη, ούτε ταπεινή, / παρότι πάντα οι άνθρωποι, στον κόσμον όλο, / το ‘χαν τιμή και δόξα κι αρετή μεγάλη, / την πιο μεγάλη απ’ όλες: λευτεριάς αγώνα. / Ολη ενωμένη η νιότη, που άδικα χαλιέται, / σηκώνεται, αρματώνεται, χτυπάει τη βία. / Τον τύραννο, όπου κι όποτε τον βρούμε, / τον πολεμάμε. Αυτό ‘ναι τώρα χρέος για όλους. / Σ’ αυτό το χρέος, αν θες αλήθεια τα παιδιά σου / να περπατούν μ’ αγέρωχο στην κοινωνία, / θα ‘πρεπε να τα σπρώξεις και να τα βοηθήσεις, / όχι να τα εμποδίζεις!».
«Η αρπαγή κι ο φόνος ασελγούν στους δρόμους / κ’ η προδοσιά με επίσημη στολή τους φέγγει».
«Να τούτο, μάνα μου, είναι που δε νοιώθεις: / Πως τώρα εμείς οι νέοι δε ζούμε μόνο για όνειρα, / τι έχουμε τις ελπίδες μας στη δύναμή μας. / Οποιος παλεύει ελπίζει, ελπίζοντας παλεύει. / Τόχουμε πάρει απόφαση και πολεμάμε. / Θα τηνε καταχτήσουμε τη λευτεριά» κ.λπ.
Ενδεχομένως, μετά την Κατοχή, να γράφτηκε και το λίαν φιλοσοφικο-πολιτικό θεατρικό έργο του «Προμηθέας ή Κωμωδία της αισιοδοξίας», το οποίο ο δραματουργός συμπεριέλαβε το 1966 στη συλλογή θεατρικών έργων του Θέατρο Β΄, εκδ. ΙΚΑΡΟΣ, Αθήνα, σ. 239 – 285.
Βέβαια, ο Ρώτας έγραψε και άλλα θεατρικά έργα για παιδιά (μονόπρακτα και σύντομες θεατρικές σκηνές), κατά την ίδια παραγωγική γι’ αυτόν δεκαετία (1940 – 1949), στα «χρόνια της θύελλας και της ταξικής αναμέτρησης»: «Πολεμικό ξεπροβόδισμα» (1940), «Ραφτάκι – ραφτάκι» (1943), «Η Κατοχή» (1944), «Ο ήρωας» (1944), «Μάνα» (1944), «Κότες, χήνες, πάπιες, γάλοι» (1948), «Η τράτα» (1948), «Ο θεληματάρης» (1948), για τα οποία έχω αναφερθεί σε γραπτά μου δημοσιευμένα κείμενα6.
Ιδεολογικού, εν γένει δημοκρατικού, περιεχομένου κείμενα, με περισσή φιλοσοφική και ποιητική διάθεση, έγραψε ο Ρώτας και κατά τη μετά από το 1950 περίοδο και ελάχιστα σε συνεργασία με την Βούλα Δαμιανάκου. Αναφέρω τα: «Παραμύθι της Ανέμης. Κωμωδία σε 12 σκηνές» (1953), «Κολοκοτρώνης ή Η νίλα του Δράμαλη. Ιστορικό δράμα σε εικοσιένα σκηνές» (1955 – 1956), «Καραγκιόζικα» (1956, 1978), «Ερωτόκριτος», «Ο σύζυγος τρελαίνεται» (1966), ο συλλογικός τόμος Θέατρο για παιδιά (1975) κ.ά.
Θεατρικό χαρακτήρα δεν έχουν, άραγε, και τα 47 και πλέον «Κλασικά Εικονογραφημένα» του; Ορισμένα απ’ αυτά είναι συνδημιουργία με την Βούλα Δαμιανάκου7.
Παραπομπές
1. Χειρόγραφο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, το οποίο έγραψε στο Καρλόβασι και χάρισε στην Βούλα Δαμιανάκου τον Σεπτέμβρη του 1977.
2. Για μια πρώτη γνωριμία με το θεατρικό έργο του Βασ. Ρώτα, κοίτα Θαν. Ν. Καραγιάννη, «Ο Βασίλης Ρώτας και το έργο του για παιδιά και εφήβους», εκδ. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, Αθήνα 2007, σ.σ. 659, του ίδιου, «Το Θέατρο για παιδιά ενήλικες», εκδ. Οίκος Κ. & Μ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Θεσσαλονίκη 2023, σ.σ. 772, Αφιέρωμα: «Ο θεατράνθρωπος Βασίλης Ρώτας» (επιμέλεια: Θαν. Ν. Καραγιάννης – Αριστέα Κομνηνέλλη) στο περ. «ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ», τεύχ. 38, Απρ. 2008 κ.ά.
3. Κοίτα Κυριακής Πετράκου, «Η θεατρική πορεία του Ρήγα Βελεστινλή του Βασίλη Ρώτα», περ. «ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ», τεύχ. 38, Απρ. 2008, σ. 93-95.
4. Ο Δημήτριος Καραμπερόπουλος, Διδάκτωρ Ιστορίας της Ιατρικής και πρόεδρος Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Φερών – Βελεστίνου – Ρήγα έχει κυκλοφορήσει ένα πλήθος βιβλίων του και έχει δημοσιεύσει ένα πλήθος δημοσιευμάτων του, αφού ερεύνησε ενδελεχώς και μελέτησε σφαιρικά το έργο του Ρήγα, όπου εκεί αναδεικνύεται η επαναστατική ιδεολογία του Ρήγα.
5. Παραπλανητικός υπότιτλος για την κατοχική λογοκρισία.
6. Κοίτα Θαν. Ν. Καραγιάννη, «Ο Βασίλης Ρώτας και το έργο του για παιδιά και εφήβους», ό.π.
7. Ο.π.
Aναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη, Σάββατο 25 Μάη 2024 – Κυριακή 26 Μάη 2024