«Πρωτομαγιά ξημέρωσε, τι τραγική ημέρα, έκλεγε η Καισαριανή απ’ άκρη πέρα ως πέρα…»
Μικρό οδοιπορικό στο Σικάγο του 1886, στη Θεσσαλονίκη του 1936 και στην Καισαριανή του 1944, με τα «μάτια» της Τέχνης, που ενέπνευσαν οι αγώνες και οι θυσίες του εργαζόμενου λαού
1η Μάη!
Μέρα αγώνα. Μέρα γιορτής. Μέρα τιμής των αγώνων της τάξης μας.
Μια κόκκινη γραμμή συνδέει τους αγώνες… Δεν καταγράφει απλά ημερομηνίες, παρά μόνο αυτόν τον σκληρό αγώνα που δίνουν οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου, για να «καταχτήσουνε τη γης, την οικουμένη».
Οι αγώνες των εργατών δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ασυγκίνητους και τους μεγάλους δημιουργούς. Ειδικά κάποιες Πρωτομαγιές – ορόσημα έχουν αφήσει το δικό τους αποτύπωμα στην Τέχνη. Τόσο μεγάλο, μάλιστα, και τόσο βαθύ που ξεπερνά κατά πολύ την περίοδο στην οποία αναφέρονται και εξακολουθούν να συγκινούν, να εμπνέουν, να διδάσκουν έως τις μέρες μας.
Μάης του 1886 στο Σικάγο, Μάης του 1936 στη Θεσσαλονίκη, Μάης του 1944 στην Καισαριανή… Ενα διαφορετικό οδοιπορικό σε αυτές τις τρεις ιστορικές Πρωτομαγιές μέσα από κείμενα και έργα μεγάλων δημιουργών. Οι πιο πολλοί, μάλιστα, «κατέγραψαν» τα γεγονότα εν θερμώ… Από τον μεγάλο Κουβανό ποιητή Χοσέ Μαρτί που κάλυπτε ως ανταποκριτής τα γεγονότα του Μάη του 1886, στον Γιάννη Ρίτσο που έγραψε σε τρία μερόνυχτα τον «Επιτάφιο» εμπνεόμενος από τη φωτογραφία του θρήνου της μάνας του νεκρού απεργού που δημοσιεύθηκε στον «Ριζοσπάστη», και στον Θέμο Κορνάρο, που ως κρατούμενος στο Στρατόπεδο Χαϊδαρίου ήταν «παρών» όταν οι 200 μελλοθάνατοι κομμουνιστές «νικήσαν τον εαυτό τους» κερδίζοντας «το μεγάλο παιχνίδι για τον άνθρωπο».
Σικάγο 1886, με το λάβαρο των οκτώ ωρών…
Σύντομα, η πολύβουη συγκέντρωση
θα συγκινήσει όλα τα έθνη!
Από τις μακριές και κουρασμένες ουρές
στα εργοστάσια και εργαστήρια,
απ’ όλα τα πνιγηρά σιδηρουργεία,
και από τα ανήλιαγα ορυχεία…
Ελάτε να διεκδικήσουμε…
Οχτώ ώρες ανάπαυση, οχτώ ώρες δουλειά
και οχτώ ώρες για ό,τι θέλει ο καθένας από μας!
Ζήτω η εργατιά,
που θα υψωθεί με δύναμη!
Είναι αυτή που έχει γεμίσει τον κόσμο με αφθονία,
και θα γεμίσει τον κόσμο με φως.
Συγκεντρώνει όλες τις δυνάμεις της
Και βαδίζει προς τη νίκη
με το λάβαρο των οκτώ ωρών.
Φωνάξτε, φωνάξτε στη συγκέντρωση,
μέχρι να συγκινηθεί όλος ο κόσμος.
Οχτώ ώρες ανάπαυση, οχτώ ώρες δουλειά
και οχτώ ώρες για ό,τι θέλει ο καθένας από μας…
1η Μάη 1886 και οι στίχοι από το τραγούδι του οχτάωρου βρίσκονται στα χείλη των χιλιάδων απεργών εργατών του Σικάγο…
Είναι αλήθεια ότι η οργανωμένη πάλη των Αμερικανών εργατών ενάντια στις άθλιες συνθήκες εργασίας και οι διεκδικήσεις τους για καλύτερη ζωή αλλάζουν και το τραγούδι τους. Περνά σε μια ανώτερη ποιότητα. Από «τραγούδι της δουλειάς», που έδινε ρυθμό και κρατούσε συντροφιά, μετατρέπεται σε τραγούδι διεκδίκησης. Και είναι αλήθεια ότι σε μια χώρα όπως οι ΗΠΑ, που η εργατική της τάξη αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από μετανάστες διαφόρων εθνικοτήτων, χάρη στο τραγούδι έγινε κατορθωτό να διαδοθούν πιο άμεσα και πλατιά οι διεκδικήσεις και τα αιτήματα των μεγάλων ταξικών αγώνων. «Η προκήρυξη θα διαβαστεί μια φορά, ενώ το τραγούδι θα μείνει», έλεγε ο μετανάστης, συνδικαλιστής εργάτης και ποιητής Τζο Χιλ. «Οταν τραγουδούσαν όλες οι εθνικότητες, είχαν πλέον μια κοινή γλώσσα…», έγραφε η δημοσιογράφος M. Βορς σε ανταπόκρισή της από την απεργία του Λόρενς το 1912.
Το 1886, όμως, βρίσκεται στις ΗΠΑ ο Κουβανός ποιητής και επαναστάτης Χοσέ Μαρτί. Αυτή την περίοδο έγραψε μερικά από τα σπουδαιότερα ποιήματά του, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να ενισχύσει το κίνημα ανεξαρτησίας των Κουβανών. Παράλληλα, έστελνε ανταποκρίσεις του σε λατινοαμερικάνικες εφημερίδες. Με το δικό του ύφος μεταφέρει στην εφημερίδα «La Nacion» της Αργεντινής τι συνέβη στο Σικάγο…
«Εφτασε η άνοιξη χωρίς φόβο. Χωρίς τον φόβο του κρύου, με τη δύναμη που δίνει το φως και με την ελπίδα ότι θα καλύψουν με τις αποταμιεύσεις του χειμώνα τις πρώτες πείνες, αποφάσισαν ένα εκατομμύριο εργαζόμενοι, σε όλη τη χώρα, να απαιτήσουν από τα εργοστάσια να μην ξεπερνάει η δουλειά τις 8 νόμιμες ώρες. Οποιος θέλει να ξέρει, αν αυτό που ζητούσαν ήταν δίκαιο, ας έρθει εδώ. Να τους δει να επιστρέφουν σαν κουρασμένα βόδια στα βρώμικα σπίτια τους, ενώ έχει φτάσει η νύχτα. Να τους δει να έρχονται από μακριά, τουρτουρίζοντας οι άνδρες, χλωμές και ξεχτένιστες οι γυναίκες.
Εφτασε ο Μάης. Οι εργάτες μαζικά εγκατέλειψαν τα εργοστάσια. Ομως, στο εργοστάσιο του Mc Cormick οι εργάτες δούλευαν. Η φτώχεια τούς έκανε να στρέφονται ενάντια στα αδέλφια τους. Ενα συννεφιασμένο απόγευμα, ο μαύρος δρόμος, έτσι ονομάζεται αυτός του Mc Cormick, γέμισε από εξαγριωμένους εργάτες που ύψωναν τη γροθιά τους ενάντια στον καπνό που έβγαινε από το εργοστάσιο… Χτύπησε η καμπάνα της λήξης της δουλειάς στο εργοστάσιο. Οι εργάτες ξεριζώνουν όλες τις πέτρες του δρόμου, τρέχουν προς το εργοστάσιο, σπάνε όλα τα κρύσταλλα. Πίσω τους η Αστυνομία…
– Εκείνοι, εκείνοι είναι. Αυτοί που, για το μεροκάματο μιας ημέρας, βοηθάνε να καταπιέζονται τα αδέλφια τους…
Ξερνώντας φωτιά, μέσα σε λυσσασμένο πετροβόλημα, οι αστυνομικοί αδειάζουν τα πιστόλια τους πάνω στο πλήθος, που αμύνεται με πέτρες. Οταν το πλήθος απομακρύνεται προς τις συνοικίες του, αργά το βράδυ, κρυφά οι εργάτες θάβουν 6 πτώματα. Βράζουν τα στήθη από οργή…
Από το τυπογραφείο της “Arbeiter” βγήκε η προκήρυξη που καλούσε τους εργάτες να συγκεντρωθούν στην πλατεία του Haymarket, για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στις δολοφονίες της αστυνομίας. Συγκεντρώθηκαν γύρω στους 50.000 εργάτες, με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, για να ακούσουν εκείνους που έδιναν φωνή στον πόνο τους… Ο Spies από το βήμα μίλησε για την προσβολή, με καυστική ευγλωττία και με σκοπό να δυναμώσει το φρόνημά τους για τις αναγκαίες αλλαγές… Τη στιγμή που ο Rekjen ρωτούσε, αν ήταν διατεθειμένοι να πεθάνουν πολεμώντας ενάντια στην κτηνώδη εργασία που τους επέβαλαν, έγινε γνωστό ότι έφτασε η αστυνομία…
Πέφτουν βρυχώμενοι ο ένας πάνω στον άλλο οι στρατιώτες των πρώτων γραμμών. Οι κραυγές ενός ετοιμοθάνατου ξεσχίζουν τον αέρα.
Η αστυνομία με υπεράνθρωπη προσπάθεια πηδάει πάνω από τους συγκεντρωμένους και ρίχνει χειροβομβίδες ενάντια στους εργαζόμενους που αντιστέκονται.
“Ας φύγουμε, χωρίς να ρίξουμε έναν πυροβολισμό”, λένε κάποιοι.
“Ας αντισταθούμε”, λένε άλλοι.
Μερικά λεπτά αργότερα δεν υπήρχαν στην πλατεία παρά φορεία, μπαρούτι και καπνός. Σε εισόδους και στα υπόγεια έκρυβαν για άλλη μια φορά οι εργάτες τους νεκρούς τους…».
Θεσσαλονίκη 1936, η ακατανίκητη δύναμη της εργατικής τάξης
Ο Θέμος Κορνάρος, ο κομμουνιστής δημιουργός, που με το έργο του θέλησε να γίνει «ένας από τους πρακτικογράφους των αγώνων» του λαού μας, κυκλοφόρησε εν είδει λογοτεχνικού ρεπορτάζ τη «Θεσσαλονίκη 9-11 Μάη του 1936».
Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή των ημερών πριν την κήρυξη της απεργίας:
«Σαράντα χιλιάδες καπνεργάτες δεν έχουν να δώσουνε ψωμί στις φαμίλιες τους…
Και η κυβέρνηση σ’ απάντηση ετοίμασε τα οπλοπολυβόλα, τα τανκς και τα συντάγματα… Απειλεί τη Θεσσαλονίκη με κήρυξη στρατιωτικού νόμου. Κάνει συλλήψεις αυθαίρετες, ετοιμάζει εκτοπίσεις μαζικές και καλεί τους απεργούς… να δεχτούνε το κάλπικο νόμισμα… για να μην πέσει η αξιοπρέπεια του κράτους!
Και για έναν άλλο “δευτερεύοντα” λόγο: Για να μην καταστραφεί το εθνικό προϊόν! Ο καπνός. Για να μη ζημιωθούνε οι καπνέμποροι δηλαδή…
– Κι αν δεν ακούσετε, κοιτάξετε: Τα ντουφέκια είναι γυρισμένα απάνω σας…
Η απειλή είναι γενική. Καιρός για σκέψεις δεν υπάρχει. Είναι η ώρα της αποφασιστικής δράσης. Οι καπνεργάτες αναμετρούν τις δυνάμεις τους. Σαράντα χιλιάδες πειθαρχικός, αποφασισμένος στρατός. Κάθε τέτοιος στρατιώτης και ένας σιδερένιος αρχηγός, έτοιμος να δώσει στον αγώνα και ψυχή και ζωή.
Κοντά σ’ αυτή τη σιδερένια καπνεργατική μεραρχία, είναι και τα γερά συντάγματα των ενθουσιασμένων εθελοντών, που είναι γυναίκες, παιδιά και γονιοί των απεργών…
Μοιάζουνε λιοντάρια που αρκετά κλειστήκανε στα σιδερένια κλουβιά τους».
«Οταν φανήκανε οι υφαντουργίνες ξεκοκκινισμένες, άγριες, ζητώντας εκδίκηση για το αίμα αδερφών που χύθηκε, δεν μπορεί να παρασταθεί με λόγια η εντύπωση που προξενήσανε. Οι άλλοι τις σηκώνουνε στα χέρια, αγκαλιάζονται αναμεταξύ τους, ζητωκραυγάζουνε όλοι, κι έτσι υποδέχονται τις ηρωικές κοπέλες του λαού, τις αυριανές μανάδες του λεύτερου κόσμου.
Στρατός κι αστυνομία – πεζή κι έφιππη – φρουρούνε το Διοικητήριο. Η εντολή είναι να διαλύσουνε με κάθε τρόπο τους απεργούς…
Αλλά οι φαντάροι, κατασυγκινημένοι από το θέαμα των 2.500 γυναικών που φτάσανε καταματωμένες, μα έτοιμες για νέα επίθεση, άφοβες, περήφανες, με την άγρια όψη του νικητή, δεν μπορέσανε να κρύψουνε τη συγκίνησή τους.
Πολλοί στρατιώτες μάλιστα δε νοιάζονται καθόλου κι αφήνουνε τα δάκρυα να τρέξουνε, κι άλλοι γελούνε, σα να ‘ναι δική τους η νίκη αυτή… Αλλά δεν είναι μόνο οι φαντάροι. Κι αξιωματικοί, κατώτεροι αξιωματικοί, με τα μαντίλια στο χέρι, κάνουνε αγώνα για να κρύψουνε τα βουρκωμένα μάτια τους σ’ αυτή την ώρα…
Οι χιλιάδες των απεργών ξεσπούνε σε χειροκροτήματα και σε ασταμάτητες ζητωκραυγές: “Ζήτω τ’ αδέρφια μας! Ζήτω ο στρατός!”.
Για να δοθεί ένα τέλος σ’ αυτές τις χαρακτηριστικές σκηνές και για να προληφθεί σύγκρουση χωροφυλακής και στρατιωτών, δίδεται η διαταγή να γίνει συνδυασμένη επίθεση εναντίον των εργατών… Υπολοχαγός λαβαίνει εντολή να ενισχύσει την αστυνομία με τον λόχο του. Στέκεται μια στιγμή δισταχτικός. Απότομα γυρίζει και δίδει με δυνατή φωνή ετούτη την περίεργη διαταγή στους στρατιώτες του:
– Οποιος θέλει ας ακολουθήσει!
Μπήκανε μέσα στις μάζες των εργατών και εκεί που η αστυνομία χτυπούσε με σπαθιά και πιστόλια, οι φαντάροι κι ο αξιωματικός λέγανε στους απεργούς.
– Βαράτε μας, παιδιά! Οσο μπορείτε, παιδιά, βαράτε μας!
Οι απεργοί καταλάβανε. Ούτε μια τρίχα των φαντάρων δεν πειράχτηκε. Ολοι είχανε καταλάβει πως οι στρατιώτες κι ο αξιωματικός τους ζητούσανε αφορμή να υποχωρήσουνε, για να δηλώσουνε πως δεν επαρκούνε να καταστείλουνε την εξέγερση. Δε θέλανε τα τίμια αυτά παιδιά του επαναστατημένου λαού να βάφουνε τα χέρια τους μ’ αίμα αδελφικό…».
Στα γεγονότα της Θεσσαλονίκης αναφέρεται και το «ποιητικό σύμβολο» της Πρωτομαγιάς, ο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου.
«Μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια, η μάνα μου η Μανιάτισα που ήταν εξοικειωμένη με το μοιρολόι, εικόνες βυζαντινές με τον Χριστό στα πόδια της Παναγιάς, οι στίχοι του Βάρναλη, του Σικελιανού, το δημοτικό μας τραγούδι, όλα αυτά ανακατεύτηκαν μέσα μου και ξέσπασε στην καρδιά μου το κύμα ενός πελώριου θρήνου, ενός πραγματικού Επιταφίου. Επί τρεις μέρες και νύχτες συνέχεια έγραφα, χωρίς φαΐ, χωρίς ύπνο…», θα αναφέρει χρόνια αργότερα ο ποιητής.
Σε αυτό το μοιρολόι ο αναγνώστης παρακολουθεί την εξελικτική πορεία των συναισθημάτων και τη στάση της μάνας. Από το ατομικό πένθος και τον αβάσταχτο πόνο της, στην απόγνωση και στην οργή, και από εκεί στην ταξική αφύπνιση. Εχει γίνει, πια, συλλογικό σύμβολο, καθώς σμίγει με τους συντρόφους του γιου της, ορκιζόμενη εκδίκηση.
Τι έκανες, γιε μου, εσύ κακό; Για τους δικούς σου κόπους
την πλερωμή σου ζήτησες απ’ άδικους ανθρώπους.
Δεν ήσουν ζήτουλας εσύ να πας παρακαλιώντας,
με τη γερή σου την καρδιά πήγες ορθοπατώντας…
Και να που ανασηκώθηκα· το πόδι στέκει ακόμα·
φως ιλαρό, λεβέντη μου, μ’ ανέβασε απ’ το χώμα.
Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου εσύ κοιμήσου
και γω τραβάω στ’ αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου…
Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.
Ο «Ριζοσπάστης» εξέδωσε τη συλλογή σε 10.000 αντίτυπα. Με τον «Επιτάφιο» η ελληνική ποίηση φεύγει πια από τους κλειστούς κύκλους και φτάνει σε πολύ πλατύτερες μάζες – οι υπόλοιπες ποιητικές συλλογές της περιόδου κυκλοφορούσαν σε κάποιες δεκάδες αντίτυπα.
Μετά από 20 χρόνια αναγκαστικής σιωπής, ο «Επιτάφιος» εκδίδεται για δεύτερη φορά το 1956. Εναν χρόνο αργότερα ο ποιητής στέλνει τη σύνθεση στον Μ. Θεοδωράκη, που βρισκόταν στο Παρίσι, με την παρακάτω υποσημείωση: «Το βιβλίο αυτό κάηκε στους Στύλους του Ολυμπίου Διός». Με τη μελοποίηση του «Επιταφίου» ο Μ. Θεοδωράκης κάνει την είσοδό του στον χώρο της λαϊκής μουσικής. Είναι η πρώτη φορά που η μεγάλη ποίηση βρίσκεται στα χείλη του λαού.
Ετσι γιορτάστηκε η Πρωτομαγιά στην Αθήνα, στο χρόνο 1944
Εμείς μερτικό δε ζητήσαμε. Τίποτα. Μόνον θυμηθείτε το:
Αν η ελευθερία δε βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας
εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γεια σας
(Γ. Ρίτσος, «Σκοπευτήριο Καισαριανής»)
Δεν είναι λίγοι οι δημιουργοί απ’ όλα τα είδη της Τέχνης που αφιέρωσαν μέρος του έργου τους στη θυσία των 200 κομμουνιστών στην Καισαριανή την Πρωτομαγιά του 1944. Εναν χρόνο μετά, το ΕΑΜ κυκλοφορεί καλλιτεχνικό λεύκωμα με τίτλο «Πρωτομαγιά – Θυσιαστήριο Λευτεριάς». Πάλι, το 1945 δημοσιεύεται στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» το ποίημα «Federico Garcia Lorca» του Νίκου Καββαδία, ενώ δεκαετίες αργότερα, το 2017, ο Παντελής Βούλγαρης γυρίζει «Το τελευταίο σημείωμα».
Σε αυτό το μικρό μας αφιέρωμα η βάση του οδοιπορικού μας είναι το «Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου» του Θ. Κορνάρου. Το πρώτο σχεδίασμα του βιβλίου είχε ξεκινήσει μέσα στο Στρατόπεδο πάνω σε λινατσόπανα…
Σημαντικό μέρος του βιβλίου καταπιάνεται με την εκτέλεση των 200 κομμουνιστών της Καισαριανής, αναδεικνύοντας πτυχές όπως ότι γνώριζαν για την εκτέλεση από την προηγούμενη μέρα, για το ολονύχτιο γλέντι που έστησαν, για τις μικρές αλλά τόσο σημαντικές νίκες που κατέκτησαν πριν εκτελεστούν. Επέβαλαν να στέλνουν δυνατά οι μελλοθάνατοι τα μηνύματά τους όταν άκουγαν το όνομά τους, χάρισαν τα υπάρχοντά τους στους υπόλοιπους κρατούμενους και δεν τα πήραν ως λεία οι Γερμανοί και τόσα άλλα.
«Πρόκειται να τουφεκιστούνε 200 από το θάλαμο 1. Ολος ο θάλαμος Νο 1!… Για τους Μολάους. Για τον Γερμανό στρατηγό που σκοτώθηκε στους Μολάους…
Ολα τα μάτια στρέφονται στους 260. Φρέσκοι, καλοντυμένοι, ατάραχοι χωρίς την παραμικρή νευρικότητα, παρακολουθούνε τον κατάλογο που ξεδιπλώνεται από τα χέρια του διοικητή.
Μόνο ένα χαμόγελο σκληρό, όλο σαρκασμό, στη γέννησή του απάνω, φαίνεται απλωμένο στα λιοψημένα πρόσωπα των παλληκαριών…
Μια φωνή αγνώριστη, τσακισμένη, βγαίνει απ’ το τετράγωνο στήθος του διοικητή. Λέει το πρώτο όνομα του καταλόγου.
Μια βροντερή φωνή, σαν καμπάνα χαμηλού καμπαναριού, σκεπάζει τα πάντα, αναταράζει τον αέρα, ταλαντεύεται στα φτερά της λίγο και χτυπά στ’ απέναντι βουνό, που αντιλαλεί το “Παρών!” του γερού παλληκαριού…
– Εχετε γεια! Κουράγιο κι αξιοπρέπεια παιδιά!
Ετσι μας αποχαιρετά και παίρνει τη θέση του… Ολοι τώρα και οι 260 έχουν πάρει θέση μάχης…
– Δημήτρης Ρόδης!
Η απάντηση στην κλήση τούτη δεν είναι βγαλμένη από το στήθος του ανθρώπου. Ενας ολόκληρος λαός, λες, μαίνεται και μουγκρίζει μέσα στο “παρών!” αυτό.
Δεν είναι ο γέρο Μήτσος ο καπνεργάτης, που απαντά. Οι φάμπρικες και η εργατιά της Καβάλας, η ιστορία και οι αγώνες ενός καταδιωγμένου λαού φωνάζουνε μέσ’ από το γέρικο στήθος τ’ ασπρομάλλη παππού…
– Οσοι απομείνετε πέστε στους καπνεργάτες μου πως δεν τους πρόσβαλα!…
Ποτέ σε κανένα προσκλητήριο δεν ξανάγινε αυτό: Να γυρίζει και αυτός που φεύγει και να μιλεί σε εκείνους που μένουν. Οχι μόνο να μιλήσει, αλλά μήτε να κυττάξει δεν επιτρέπεται…
Οι πεντάδες των 260 αραιώνουνε. Υπάρχει πεντάδα που δεν απομένει κανένας. Τα κενά μένουν ανοιχτά σ’ ένδειξη διαμαρτυρίας. Και σ’ ένδειξη σεβασμού γι’ αυτούς που έφυγαν».
Ξεχωριστό κομμάτι αφιερώνεται στον Ναπολέοντα Σουκατζίδη, που δεν δέχτηκε να του «χαριστεί» η ζωή. «Η φάλαγγα των μελλοθάνατων ηρώων στέκεται προσοχή, και σ’ αυτήν τη στάση, με δάκρυα και λυγμούς περηφάνειας, υποδέχεται τον Ναπολέοντα…
Παίρνει τη θέση του, σεμνός και ντροπαλός, στην τελευταία πεντάδα.
– Ναπολέων! Στην πρώτη γραμμή. Αυτή είν’ η θέση που σου πρέπει!…
Εκεί τον τοποθετούνε, για να τον βλέπουν ως την ύστερη στιγμή τους, τούτο τον ασύγκριτο εκφραστή των ονείρων και των πόθων τους, οι Ακροναυπλιώτες, που στάθηκαν το επιτελείο του Στρατοπέδου μας…».
Στο βιβλίο «Πρωτομαγιές 1886 – 1945», της Μέλπως Αξιώτη, γραμμένο το 1945 διαβάζουμε για το τι έγινε μετά την εκτέλεση… «Ο κόσμος πήρε το ξοπίσω τα καμιόνια που ‘φευγαν με τα νεκρά κορμιά. Οι άντρες βγάζανε στο πέρασμά τους τα καπέλα, οι γυναίκες τρέχανε και κουβαλούσανε και ρίχνανε λουλούδια, κι όλοι ήταν θαρούσες σαν υπνωτισμένοι απάνω απ’ τις σταγόνες το αίμα τους, που ‘τρεχε κι έπηζε, κι η γης δεν το ‘πινε, και γινόταν αυλάκια. Απάνω στο αίμα σκύβοντας και κοιτάζοντάς το, σήκωναν ύστερα πολλοί τα μάτια και τα χέρια τους ψηλά στον ουρανό. Ητανε η απόγνωση. Μέσα στο χώρο της εχτέλεσης οι εργάτες του Δήμου κουβάλησαν απ’ το δίπλα χωράφι με φτυάρια πολύ χώμα, για να ρουφήξει κι εκεί τα αίματα…
Την ίδια μέρα όλοι οι γύρω συνοικισμοί κήρυξαν γενική απεργία. Τη νύχτα γενική κινητοποίηση του πληθυσμού, φωνάξανε παρά ποτέ ηρωικά κι ασώπαστα χουνιά, κι όπου είχε στάξει το αίμα τους, και στο ντουβάρι της εχτέλεσης, από ψηλά, κρυφά – κρυφά, απ’ τους τοίχους, σκεπάστηκαν όλα παντού λουλούδια και ρίχτηκαν παντού στεφάνια. Αυτό ήταν των ζωντανών, προς τους νεκρούς αγωνιστές, το μνημόσυνο.
Ετσι γίνηκε η εχτέλεση των 200 ηρώων. Ετσι γιορτάστηκε η Πρωτομαγιά στην Αθήνα, στο χρόνο 1944».
Και όταν ήρθαν χρόνοι «δίσεκτοι», πάλι η ηρωική στάση και η θυσία των 200 δείχνει τον δρόμο.
…Κι αν πέσανε για το λαό, νικήσαν οι προδότες,
που τώρα εδώ κατάχρυσοι περνούν και μαγαρίζουν,
και τώρα πιο τους μάχονται και τους ξανασκοτώνουν!
Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους!
Απ’ τα ιερά τους κόκκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι,
θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κ’ η λεφτεριά του ανθρώπου.
Κ’ είναι χιλιάδες στην Ελλάδα όμοιοι Πανάγιοι Τάφοι.
(«Πρωτομαγιά 1944», Κώστας Βάρναλης)
Και η μνήμη παραμένει άσβεστη και σε αυτούς που έζησαν γεγονότα στα παιδικά τους χρόνια. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά των Χριστίνας και Στράτου Μαυρομμάτη, που έφτασε στην εφημερίδα μας για το πώς βίωσαν την εκτέλεση η γιαγιά τους η Βάσω και η αδερφή της Ευγενία…
«Ο κόσμος είχε ξεχυθεί στο δρόμο και φώναζε, δεν πίστευε πως θα τους εκτελέσουν. Εμείς βγάλαμε τα τσοκαράκια μας και τρέχαμε ξυπόλυτα πίσω από τα φορτηγά. Τα παλικάρια μας φώναζαν και μας πετούσαν προσωπικά τους αντικείμενα. Εμείς τους φωνάζαμε, δε θα σας ξεχάσουμε. Μη φοβάστε. Θυμάμαι ένα ποίημα που λέγαμε. Εχει μείνει μέσα μου, δεν το έχω ξεχάσει.
Πρωτομαγιά ξημέρωσε, τι τραγική ημέρα
έκλεγε η Καισαριανή απ’ άκρη πέρα ως πέρα
200 τουφεκίστηκαν, όλα ήταν παλικάρια
αφού τους ετυρράνησαν στα έρημα Χαϊδάρια
Μαύρη μου έγινε η ψυχή, αχ πόσο το θυμούμαι
και περιμένω τη στιγμή να τους εκδικηθούμε».