Σαρλ Μπωντλαίρ: Ποίηση, καταχρήσεις και πολιτική παραίτηση
Προκάλεσε σκάνδαλο με την προκλητική και εικονοκλαστική ποίησή του, που σήμερα θεωρείται σταθμός στη λογοτεχνία του 19ου αιώνα. Έζησε μια ζωή συνειδητά στο περιθώριο, ενώ παρά το πέρασμά του από το ριζοσπαστικό κίνημα της εποχής, σύντομα αποστρατεύτηκε αναζητώντας τη λύτρωση στο αλκοόλ και τα ψυχοτρόπα.
O Σαρλ Μπωντλαίρ, αρχετυπική μορφή “καταραμένου ποιητή” κατά πολλούς, υπήρξε για τη γαλλική ποίηση ό,τι ο Βίκτωρ Ουγκώ για το μυθιστόρημα, παρότι σε αντίθεση με το δεύτερο, η δική του παραγωγή ήταν περιορισμένη, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα ποιήματα. Πλουσιότερο ποσοτικά είναι το έργο του σε πεζό λόγο, που περιελάμβανε μια νουβέλα, δοκίμια, άρθρα, κριτικές καθώς και αξιόλογες μεταφράσεις ιδίως του Έντκαρ Άλαν Πόε.
Γεννήθηκε στις 9 Απρίλη 1821 στο Παρίσι κι έχασε τον πατέρα του σε μικρή ηλικία. Πέρασε δυστυχισμένα παιδικά χρόνια, λόγω των κακών σχέσεων με τον πατριό του. Το 1839 ξεκινά σπουδές νομικής, οι οποίες ωστόσο δεν τον ελκύουν, καθώς προτιμούσε να περνά τον καιρό του στον παρισινό υπόκοσμο, αντλώντας εμπειρίες που θα τροφοδοτήσουν την ποίησή του, με την οποία ξεκινά να ασχολείται την ίδια εποχή. Τότε είναι που κολλάει σύφιλη, γεγονός που θα τον σημαδέψει. Ο πατριός του, σε μια μάταιη απόπειρα να τον νουθετήσει, τον αναγκάζει να ταξιδέψει προς την Ινδία. Ο Μπωντλαίρ εγκατέλειψε το πλοίο και πέρασε ένα διάστημα στο Μαυρίκιο και τη Ρεουνιόν της Καραϊβικής παρέα με εξωτικές υπάρξεις, οι οποίες μαζί με τα παραδείσια τοπία των νησιών αποτελούν έκτοτε επαναλαμβανόμενο μοτίβο της ποίησής του. Στα 21 του έτη, όταν κι ενηλικιώθηκε βάσει της τότε νομοθεσίας, κληρονομεί τον πατέρα του, σπαταλώντας γρήγορα τα χρήματα στη μποέμ σκηνή της πρωτεύουσας.
Τα επόμενα χρόνια συνεχίζει την άστατη ζωή, ενώ απογοητεύεται από την περιορισμένη απήχηση του ποιητικού του έργου. Ωστόσο εκείνη την περίοδο συναναστρέφεται με σημαντικούς εκπροσώπους των γραμμάτων και της τέχνης, όπως το συγγραφέα Ονορέ ντε Μπαλζάκ, το ζωγράφιο Ευγένιο Ντελακρουά και τους συνθέτες Ρίχαρντ Βάγκνερ και Φραντς Λιστ. Το ξέσπασμα της επανάστασης του 1848 είναι για εκείνον σάλπισμα για δράση, κι έτσι ιδρύει με δυο φίλους του μια αριστερή εφημερίδα. Συμμετέχει επίσης στην αντίσταση κατά του πραξικοπήματος του Ναπολέοντα Γ’ το Δεκέμβρη του 1851, ωστόσο σύντομα απογοητεύεται από τη ριζοσπαστική δράση και αποσύρεται από την ενεργό πολιτική. Φαίνεται πως στο πέρασμα των ετών υιοθέτησε συντηρητικές και αριστοκρατικές θέσεις, ονομάζοντας ως πρότυπό του τον πατριάρχη της ευρωπαϊκής αντίδρασης, Ιωσήφ ντε Μαίστρ. Σημείωνε ακόμα πως “Δεν υπάρχει μορφή ορθολογικής και εξασφαλισμένης κυβέρνησης εκτός από την αριστοκρατία. Μια μοναρχία ή μια δημοκρατία, βασισμένες στη λαϊκή κυριαρχία, είναι εξίσου παράλογες και αδύναμες. Η απέραντη ναυτία των διαφημίσεων. Δεν υπάρχουν παρά τρεις υπάρξεις άξιες σεβασμού: ο ιερέας, ο πολεμιστής, και ο ποιητής. Να γνωρίζεις, να σκοτώνεις και να δημιουργείς. Η υπόλοιπη ανθρωπότητα μπορεί να φορολογείται και να δουλεύει σκληρά, είναι γεννημένη για το στάβλο, δηλαδή για να ασκεί αυτά που αποκαλούν επαγγέλματα”.
Το 1857 δημοσιεύεται το διασημότερο έργο του, τα “Άνθη του Κακού”, που θεωρούνται συχνά ληξιαρχική πράξη γέννησης της μοντέρνας ποίησης. Ο ίδιος και ο εκδότης καταδικάζονται για “Χυδαιότητα, βλασφημία και προσβολή της δημόσιας αιδούς και των χρηστών ηθών”, με ποινή υψηλά πρόστιμα, ενώ η λογοκρισία παρεμβαίνει στο περιεχόμενο, σβήνοντας έξι από τα ποιήματα. Τα 126 ποιήματα περιστρέφονται γύρω από τον έρωτα, το θάνατο και την ηθική ανομία, με τον ποιητή να υποστηρίζει ότι και τα χυδαία πράγματα στη ζωή αξίζουν να γίνουν ποιήματα όπως και τα ιερά. Η ποιητική συλλογή κερδίζει την προσοχή ενός μικρού, μα αφοσιωμένου κύκλου αναγνωστών, η αποτυχία όμως να αγγίξει ένα ευρύτερο κοινό στοιχίζει στον Μπωντλαίρ, που τα επόμενα χρόνια αφιερώνεται κυρίως στις μεταφράσεις του Πόε.
Την περίοδο εκείνη ξεκινά τη χρήση οπίου, και το 1860 δημοσιεύει το έργο “Τεχνητοί παράδεισοι”, που εξηγεί την επίδραση του χασίς και του οπίου από τη σκοπιά ενός εξαρτημένου. Το 1864 πήγε στο Βέλγιο, ευελπιστώντας μεταξύ άλλων να βρει εκδότη, μετά τη χρεωκοπία του προηγούμενου εκδοτικού του οίκου το 1861. Η υγεία του επιδεινώνεται, λόγω και της υπερκατανάλωσης αλκοόλ.
Μετά από εγκεφαλικό το 1866 παραλύει και περνά τα δυο τελευταία χρόνια της ζωής του σε ιδρύματα στις Βρυξέλλες και το Παρίσι, με τη συμπαράσταση της μητέρας του. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 48 ετών στις 31 Αυγούστου 1867 και τάφηκε στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς στο Παρίσι. Σημαντικό τμήμα του έργου του δημοσιεύτηκε μετά θάνατον, όταν άρχισε σταδιακά να καθιερώνεται το όνομά του στο ποιητικό στερέωμα της Γαλλίας αρχικά και αργότερα διεθνώς. Η εικόνα του καταραμένου ποιητή αποξενωμένου και μοναχικού, βουτηγμένου στις καταχρήσεις και πέρα από ηθικούς και θρησκευτικούς νόμους οφείλει πολλά στο Σαρλ Μπωντλαίρ. Η ενασχόληση με τις σκοτεινότερες πτυχές του ανθρώπου, όπως αυτές υποθάλπονται στην αστική κοινωνία, βρήκε την πρώτη της ολοκληρωμένη έκφραση στην ποίηση του Μπωντλαίρ, για να βρει πολλούς μιμητές έκτοτε.