Στρατής Μυριβήλης- Από την καταγγελία του πολέμου στην εξύμνηση της Μακρονήσου
Η σπουδαία προσφορά του στα ελληνικά γράμματα αμαυρώθηκε από το λυσσαλέο αντικομμουνισμό του, συχνά με ρατσιστικές εκφάνσεις.
Ο Στρατής (ή Στράτης) Μυριβήλης σφράγισε με την παρουσία του στα ελληνικά γράμματα το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, αφήνοντανς μυθιστορήματα ιδιαίτερα αγαπητά ως τις μέρες μας. Από την άλλη, η πολυτάραχη ιδεολογική του πορεία τον οδήγησε από την καταγγελία του Α’ Παγκοσμίου πολέμου στο Έργο του “Η Ζωή εν Τάφω” στην ένθερμη υποστήριξη του μεταξικού καθεστώτος, αλλά και των εμφυλιακών μοναρχοφασιστικών κυβερνήσεων, με αποκορύφωμα την εξύμνηση εκ μέρους του της Μακρονήσου. Ο Ευστράτιος Σταματόπουλος γεννήθηκε στις 30 Ιουνίου του 1892 στη Συκαμιά της υπό οθωμανική κυριαρχία Μυτιλήνης, και προερχόταν από πολύτεκνη οικογένεια. Δεν αγαπούσε το σχολείο, αλλά από μικρός λάτρευε το διάβασμα και ασπάστηκε από νωρίς το κίνημα του δημοτικισμού. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε τοπικά έντυπα, αλλά και ως δάσκαλος. Γράφτηκε στη Νομική και Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, ενώ στο ξέσπασμα του Α’ Βαλκανικού Πολέμου δηλώνει εθελοντής και τραυματίζεται στη μάχη του Κιλκίς το 1913, επιστρέφοντας στη Λέσβο που είχε πια ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος. Λαμβάνει εκ νέου μέρος στον πόλεμο υπηρετώντας στο Μακεδονικό μέτωπο, όπου και ξεκίνησε τη συγγραφή του πιο δημοφιλούς έργο του “Η Ζωή εν Τάφω”. Παντρεύεται μετά τον πόλεμο και υπηρετεί ξανά στη Μικρασιατική εκστρατεία, ενώ μετά εργάστηκε για 10 χρόνια στη εφημερίδα “Σάλπιγξ” του νησιού του, όταν και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα με την οικογένειά του.
Το 1915 δημοσιεύει τις Κόκκινες Ιστορίες, την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα, με το ψευδώνυμο Μυριβήλης, εμπνευσμένο από βουνό κοντά στο χωριό του (Μιριβίλι). Η τριλογία του πολέμου ωστόσο έμελε να γίνει το δημοφιλέστερο έργο του, καθώς μετά τη “Ζωή εν Τάφω” ακολούθησαν το 1933 και το 1949 αντίστοιχα τα βιβλία “Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια” και “Παναγιά η γοργόνα”, νέω το 1940 τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο πεζογραφίες για το “Γαλάζιο βιβλίο”. Ο έντονος αντικομμουνισμός του είναι εμφανέστερος στο δεύτερο μέρος της τριλογίας, όπου οι κομμουνιστές κατηγορούνται για την υποδαύλιση ταξικού μίσους από τον πρωταγωνιστή του βιβλίου Λεωνή Δρίβα, βετεράνο του μικρασιατικού πολέμου. Τα έργα του τον κατατάσσουν γενικά στην περίφημη “γενιά του ’30”, καθώς μοιράζεται μαζί της τις αναζητήσεις περί “ελληνικότητας”, διαφοροποιείται ωστόσο για την εμμονή του στην ηθογραφία που κυριαρχούσε στην αμέσως προηγούμενη λογοτεχνική περίοδο. Ο λυρισμός και η έντονη φυσιολατρεία επίσης χαρακτηρίζουν έντονα το ύφος του.
Βενιζελικός αρχικά, θα απογοητευτεί μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή από το Κόμμα των Φιλελευθέρων και θα στραφεί στον σοσιαλδημοκράτη Αλέξανδρο Παπαναστασίου, αναλαμβάνοντας μάλιστα για ένα διάστημα την εφημερίδα του κόμματός του “Δημοκρατία”, στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Η ήττα των βενιζελικών κομμάτων το 1932 σηματοδοτεί την οριστική στροφή του στα δεξιά κόμματα του αστικού στρατοπέδου, ενώ στη διάρκεια της δικτατορίας, παρότι το καθεστώς απαγόρευσε τα δυο μέρη της τριλογίας του πολέμου που είχαν κυκλοφορήσει ως τότε, έγινε φανατικός υποστηρικτής του Μεταξά, στον οποίο απηύθυνε επιστολές ακόμα και για προσωπικά του ζητήματα, ενώ η προσκόλλησή του ανταμείφθηκε με θέση υπαλλήλου στη Βιβλιοθήκη της Βουλής.
Στη διάρκεια του εμφυλίου ο αντικομμμουνισμός του κορυφώθηκε, με επίκεντρο την ακούραστη προπαγάνδα του υπέρ του “εθνικού σχολείου της Μακρονήσου” και τη διαβόητη ρήση του “Όλοι στη ζωή μας πρέπει να περνάμε ένα Μακρονήσι”. Υιοθέτησε συνειδητά το ρόλο του φερέφωνου των εμφυλιοπολεμικών κυβερνήσεων ως διευθυντής μάλιστα του ΕΙΡ τα κρίσμα χρόνια 1946-1950, αναπαράγοντας τα ιδεολογήματα περί “σλαβοκομμουνισμού”, το οποίο παρέπεμπε ανοιχτά σε αντίστοιχες ναζιστικές θεωρίες κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο:
«Εκείνο που δεν κατάλαβαν ακόμα ούτε οι Άγγλοι φίλοι μας, ούτε οι Αμερικάνοι, εκείνο που το μαθαίνουν σιγά-σιγά και απελπιστικά αργά με σπατάλη του ελληνικού άσματος, είναι τούτο: Πως ο σλαυϊκός κομμουνισμός δεν είναι μια κοινωνική θεωρία απλώς, ούτε ένα πολιτικοοικονομικό σύστημα. Είναι κάτι περισσότερο, κάτι φοβερότερο απ” αυτά. Είναι μια μέθοδος σατανική για την κατασκευή μιας νέας φυλής. Δεν υπάρχουν Έλληνες κομμουνιστές. Όταν κανείς γίνει συνειδητός κομμουνιστής, παύει να είναι Έλληνας», σημείωνε στη διάλεξή του “Ο κομμουνισμός και το παιδομάζωμα”.
Πρωτοστάτησε στην αποσχιστική κίνηση των “εθνικοφρόνων συγγραφέων” από την προοδευτική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, που κατέληξε στην ίδρυση της “Έθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών” στην οποία λίγο πριν το θανατό του ανακηρύχθηκε επίτιμος πρόεδρος. Κράτησε ωστόσο αποστάσεις από τη δικτατορία των συνταγματαρών, καθώς εξουσιοδότησε το γιο του με τη δημοσιοποίηση επιστολής στην οποία ζητούσε να μην περιληφθεί έργο του στην “Ανθολογία Ελληνικού Διηγήματος” που σχεδίαζε η χούντα. Έφυγε από τη ζωή στον Ευαγγελισμό στις 19 Ιούλη 1969.