Τ’αρχινισμένο σύνθημα του Γιάννη Νεγρεπόντη
“Το νερό εκεί που βράζει σαν το όριο ξεπεράσει το καπάκι θα πετάξει το πε ο Μαρξ κι έγινε πράξη”
Ευαίσθητος “σεισμογράφος” της καθημερινότητας, αλλά και αμείλικτος σατιρικός κριτής κοινωνικοπολιτικών ζητημάτων, ο Γιάννης Νεγρεπόντης άφησε πίσω του ένα πολυσχιδές έργο από το οποίο οι στίχοι τραγουδιών δεν αποτελούν παρά ένα μόνο κλάσμα. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη γραπτού λόγου, πεζά, νουβέλες, διηγήματα, ποίηματα, θεατρικά ενώ ένα μεγάλο κομμάτι του έργου του παραμένει ανέκδοτο ή είναι δυσεύρετο, καθότι εξαντλημένο.
Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1930 ως Γιάννης Ξυνοτρούλιας στη Λάρισα και σε ηλικία 8 ετών μετακομίζει στην Αθήνα λόγω μετάθεσης του πατέρα του που ήταν σιδηροδρομικός. Την ίδια χρονιά οι γονείς του συλλαμβάνονται και βασανίζονται στην Ειδική Ασφάλεια του Μανιαδάκη, λόγω των πολιτικών τους φρονημάτων. Μεγαλωμένος σε ένα τέτοιο περιβάλλον, δεν προκαλεί έκπληξη ότι ο ίδιος από νεαρή ηλικία δραστηριοποιήθηκε πολιτικά. Στα 16 του χρόνια συνελήφθη για αναγραφή αντικυβερνητικών συνθημάτων κι οδηγήθηκε στις φυλακές ανηλίκων της Κηφισιάς. Δυο χρόνια μετά δημοσιεύει στο περιοδικό “Ελληνική Δημιουργία” το διήγημα “Ώρες της Ξένης” με το ψευδώνυμο Γιάννης Νικολάου. Αν και πρωτόλειο, ήδη διακρίνεται για τη γλαφυρή περιγραφή της ψυχολογίας της πρωταγωνίστριας. Με το ίδιο ψευδώνυμο θα εκδώσει τα βιβλία “Τετράδιο” και “Γράμματα της αγάπης” στις αρχές της δεκαετίας του ’50, ωστόσο πρακτικά θα τα αποκηρύξει, καθώς δεν τα ανέφερε ποτέ έκτοτε και δεν συμπεριλαμβάνονται στην εργογραφία του.
Σπούδασε στο ιστορικό – αρχαιολογικό της Φιλοσοφικής Αθηνών αλλά καθώς δεν μπορούσε να βγάλει πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων ο δρόμος της δημόσιας εκπαίδευσης ήταν κλειστός για εκείνον. Παράλληλα φοίτησε στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών πλάι στους Δημήτρη Ροντήρη, Αιμίλιο Βεάκη και Γιάννη Σιδέρη. Το 1955 η Επιθεώρηση Τέχνης, βασικό λογοτεχνικό περιοδικό της προδικτατορικής αριστεράς, δημοσιεύει το ποίημά του “Ωδή σε ένα χαμένο εικοσάφραγκο”, δηλαδή τη χαμένη αθωότητα και παιδική ηλικία που είχαν γίνει βορά στις περιπέτειες της κατοχής και του εμφυλίου. Υπογράφει ως Τζον Νεγρεπόντης, όνομα εμπνευσμένο από το πατρώνυμο της κριτικού Ελένης Ουράνη. Η Επιθεώρηση Τέχνης ως τη δικτατορία θα εκδώσει αρκετά ακόμα ποιήματα του Νεγρεπόντη, όπως “Της Κούλας Ντάνου”, αφιερωμένου στη θρυλική αντάρτισσα από τη Λαμία, που πριν μπει στο ΔΣΕ είχε φιλοξενηθεί στο σπίτι του ποιητή στο Βύρωνα, αλλά εκτελέστηκε τελικά το 1949:
“Ηταν δεν ήταν, που ο κόκορας λάλησε / ήταν δεν ήταν καλή μου, αδελφή μου, πρωί / που σε πήραν, δεν ήταν ακόμα η αυγή… Σα να σκίστηκε η γη, σαν ο κόσμος να σάλεψε μες την τόση που υπήρχε, αδελφή μου σιγή / πολυβόλων ριπές, ό,τι κρόκιζε η αυγή”
Ως φοιτητής συμμετείχε στον Λογοτεχνικό Όμιλο Φοιτητών, που ιδρύθηκε το 1956 και αυτοδιαλύθηκε το 1961. Οργάνωνε εκδηλώσεις και διαλέξεις, κάποιες από αυτές στο σπίτι του Νεγρεπόντη, εξέδιδε περιοδικά και βιβλία, ένα από τα οποία και η πρώτη του ποιητική συλλογή, “Πρόσωπα και Χώρος” (1958). Ακολουθούν οι συλλογές “Καθημαγμένοι” (1960) και “Ιφιγένεια” (1961). Την ίδια περίοδο συγγράφει θεατρικά και διασκευές, ενώ το 1965 κυκλοφορεί η νουβέλα του “Έγκλειστοι”. Η αυξανόμενη απήχηση του Νεγρεπόντη πιστοποιείται και από έρευνα της Αυγής για την ποίηση, όπου εκπροσωπεί τη “νέα γενιά ποιητών” με το Νικηφόρο Βρεττάκο να μιλά εκ μέρους της “παλιάς φρουράς”.
Σταθμός στην πορεία του θα είναι βέβαια η γνωριμία του με το Μάνο Λοΐζο το 1965. Ο ίδιος ο συνθέτης ανέφερε για την “καρμική” γνωριμία τους: “Η δουλειά του Νεγρεπόντη με συγκίνησε γιατί βρήκα μέσα σε αυτή το πολιτικό τραγούδι. Σ’άλλες χώρες το πολιτικό τραγούδι έχει πάρει μεγάλη ανάπτυξη, όπως πχ στην Ευρώπη, αλλά και στην Αμερική. Εδώ βρίσκεται ακόμη στις αρχές του. ”
Στην ιστορική συναυλία στο θέατρο “Κεντρικόν” το 1966 θα παρουσιαστούν για πρώτη φορά τα θρυλικά τραγούδια “Τ’ακορντεόν” και “Γ’ Παγκόσμιος” μαζί με τα εξίσου εμβληματικά κομμάτια “Στρατιώτης” και “Δρόμος” σε στίχους Κωστούλας Μητροπούλου. Ο Νεγρεπόντης ανέφερε για τον “Γ’ Παγκόσμιο” ότι η ΕΔΑ, μέσω του ισχυρού άνδρα στα πολιτιστικά ζητήματα Μίμη Δεσποτίδη (ιδρυτή μεταξύ άλλων των εκδόσεων Θεμέλιο), ήθελε να παρεμποδίσει την παρουσίαση του “αντιδραστικού” κομματικού. Ο Λοΐζος τον αγνόησε λέγοντας “Δεν ξέρω εγώ ποια είναι η γραμμή του κόμματος, αλλά τον Γ’ Παγκόσμιο θα τον παρουσιάσω ο κόσμος να χαλάσει”. Αρχικά μάλιστα ο συνθέτεις το είχε γράψει σε γλυκό τόνο, αλλά με επιμονή του Νεγρεπόντη το μετέτρεψε σε εμβατηριακό άσμα, προσθέτοντας την πολύ χαρακτηριστική σάλπιγγα στην ενορχήστρωση. Επίσης ζήτησε από το Νεγρεπόντη την αφαίρεση κάποιων στίχων για να ταιριάζουν καλύτερα στο μέτρο. Ο ποιητής αρνήθηκε και το τελικό αποτέλεσμα, που συγκλόνισε το κοινό από την πρώτη στιγμή, τον δικαίωσε. Επόμενη συνεργασία τους ήταν “Τα Νέγρικα”, εμπνευσμένα από το κίνημα της χειραφέτησης των Αφροαμερικανών στις ΗΠΑ, που τότε βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Έκαναν πρεμιέρα στο Δημοτικό θέατρο Πειραιά το 1966 με το Γιώργο Ζωγράφο και τη Μαρία Φαραντούρη, ενώ δυο μέρες πριν το χουντικό πραξικόπημα παρουσιάστηκαν στην ιστορική συναυλία της ΕΦΕΕ με τη Μαρία Φαραντούρη, το Γιώργο Μούτσιο και το Διονύση Σαββόπουλο.
Ο Νεγρεπόντης συνελήφθη ανήμερα του πραξικοπήματος και οδηγήθηκε στον Ιππόδρομο, όπως και ο πατέρας του. Εξορίστηκε στη Γυάρο και στη Λέρο και μετά από τρία χρόνια που απελευθερώθηκε συνέχισε τη λογοτεχνική του παραγωγή, με την έκδοση του “Άδιον ουδέν έρωτος” αφιερωμένου στη σύντροφό του Αργυρώ και του “Φυλάττειν Θερμοπύλας” που έγραψε στην εξορία. Το 1972 κερδίζει βραβείο παραγωγής στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης η ταινία “Λυσιστράτη”, για την οποία έγραψε το σενάριο, σε σκηνοθεσία Γιώργου Ζερβουλάκου, με πρωταγωνιστές τους Κώστα Καζάκο και Τζένη Καρέζη και μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου. Ένα χρόνο μετά εκδίδει πεζά με τίτλο ” Ο Καθρέφτης και άλλες πρόζες”.
Το 1971 ο Λουκιανός Κηλαηδόνης αρχίζει να μελοποιεί τα διάσημα πια “Μικροαστικά”, περισσότερο ως “άσκηση ύφους” όπως ομολόγησε αργότερα ο ίδιος ο συνθέτης. Ο δίσκος κόπηκε στη λογοκρισία της χούντας και κυκλοφορούσε πειρατικά σε κασέτες ως την επίσημη κυκλοφορία του “κόκκινου δίσκου”, όπως ονομάστηκε χάρη και στο εξώφυλλό του, τον Οκτώβρη του 1973, επί της λεγόμενης “φιλελευθεροποίησης” του Μαρκεζίνη, λίγο πριν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Εμπλουτισμένα τα Μικροαστικά κυκλοφόρησαν ως ποιητική συλλογή αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, ενώ ανέβηκαν και ως θεατρική επιθεώρηση. Στα τέλη του ’74 κυκλοφορούν επίσης σε δίσκο για πρώτη φορά “Τα τραγούδια του δρόμου” και “Τα Νέγρικα”, όπως και τα “Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας” με τον Κηλαηδόνη και πάλι στη μουσική. Συμμετέχει επίσης με δυο κομμάτια στο δίσκο του Μ. Θεοδωράκη “Της εξορίας”, ενώ πέντε κομμάτια του για τον δίσκο του Θωμά Μπακαλάκου “Πορεία στη Νύχτα” θα κυκλοφορήσουν το 1981, 4 χρόνια αφότου το έργο είχε κοπεί στη λογοκρισία του “εθνάρχη” Καραμανλή. Εργάστηκε ως βιβλιοκριτικός στη μεταπολιτευτική Αυγή, παρόλαυτά έγραψε θεατρικά μονόπρακτα σε φεστιβάλ της ΚΝΕ.
Τα επόμενα χρόνια θα ασχοληθεί εντατικά με το θέατρο, χωρίς να παραμελήσει και άλλα είδη του λόγου, ενώ τότε ξεκινά και τη συγγραφή βιβλίων και θεατρικών για παιδιά. Το 1986 ξεκινά τη συνεργασία του με την Καθημερινή σε λογοτεχνική στήλη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση. Έχοντας αλλάξει σταδιακά το ύφος του, δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει την καλλιτεχνική του στροφή, καθώς έπεσε θύμα της επάρατης νόσου. Έφυγε από τη ζωή στις 22 Σεπτέμβρη 1991.
Με στοιχεία από τη μεταπτυχιακή εργασία του Αστέριου Υψηλού “Τα αρχινισμένο σύνθημα…” Μια πρώτη απόπειρα προσέγγισης του συγγραφικού σύμπαντος του Γιάννη Νεγρεπόντη, Θεσσαλονίκη 2008