Θυμητάρι…
Μα αν ανασηκώσεις τούτη τη βαριά πέτρα που με σκεπάζει, αν ανασηκώσεις τα σαρακοφαγωμένα από την υγρασία ρούχα μου, θα αντικρίσεις τη λαβωμένη μου καρδιά, στεγνή και αφυδατωμένη, μα πάντα απειθάρχητη και αμεταμέλητη…
Θυμάμαι εκείνες τις ατέρμονες στιγμές που κοιταζόμασταν
στα μάτια γιομάτοι αθωότητα.
Τότε που η σιωπή μας γιόμιζε από ήχους αρμονικούς, από σαλπίσματα αισιόδοξων και εύθυμων βοριάδων, από ομοφωνίες και από λεπτεπίλεπτες, ανοιξιάτικες αποχρώσεις.
Μα ποιος θα προφέρει τον πρώτο λόγο της αγάπης αγάπη μου;
Μια έκλαμψη φωτός, μια φλόγα αληθινής ζωής, ένα αίτιο,
ένα ερέθισμα και μια ώθηση που ξεκινούσε από την ανυστερόβουλη εφηβική μας ψυχή για να ταξιδέψει ως πέρα στους αγλαούς ορίζοντες.
Εσύ έγραψες τη μαγική λέξη “ελευθερία” στο κατάλευκο κατάστιχο της καρδιάς μου και εγώ χάραξα πάνω στο ανύποπτο χώμα τις λέξεις, “ποίηση, αγάπη, συντροφικότητα και ειρήνη…”
Κι ύστερα αφουγκραστήκαμε με δέος, στη νύχτια σιγαλιά, τις μακρινές οιμωγές των πασχόντων συνανθρώπων μας.
Έτρεξε θολό το δάκρυ μας πάνω στην άγονη πέτρα που μας κύκλωσε κι οι μέρες μας γιόμισαν από πόνο, από αγωνία και από απόγνωση.
Όμως εμείς οδοιπορούσαμε αλληλέγγυοι στη γη μας, με ένα όραμα στο νου και με μια ελπίδα στην καρδιά για το επώδυνο πεπρωμένο της άγιας οικουμένης, κρατώντας, με κατάνυξη και με διάθεση προσφοράς, στις ανοιχτές παλάμες την αγάπη μας, αγάπη μου.
Σύντομα, πολύ σύντομα Φθινοπώριασε.
Το νοτισμένο χώμα κιτρίνισε από την αβάσταχτη μελαγχολία
των δέντρων, των φύλλων, των άστρων και των φεγγαριών.
Παγιδευμένος και έντρομος, μέσα στο έρεβος της αφέγγαρης νύχτας που κατέβαινε γιομάτη απειλή και φοβέρα από τα βουνά,
άπλωσα το χέρι μου ν’ αγγίξω το δικό σου, όμως εσύ δεν ήσουν πια δίπλα μου.
Το ξέρω, στη γη υπάρχουν μυριάδες παράδρομοι κι είναι πανεύκολο, για μια ασήμαντη αιτία, να χαθείς…
Περπάτησα ολομόναχος, με πέλματα γυμνά πάνω στην άγονη πέτρα, στους απόκρημνους βράχους και στην ξαναμμένη άμμο της ερημιάς μου. Κι εσύ δεν ήσουν δίπλα μου…
Μέχρι που αντάμωσα τους σταυρωτές.
Με τα σφυριά κρεμασμένα στους στιβαρούς τους ώμους, με τα τροχισμένα καρφιά κρυμμένα στο πέτσινο δισάκι τους, με τους πελεκημένους δοκούς του κέδρου και της οξιάς να στέκουν στοιβαγμένοι δίπλα τους.
Αμίλητοι και βλοσυροί έστησαν το σταυρό στο Γολγοθά μου.
Ο ήλιος έκρυψε βιαστικά το πρόσωπό του πίσω από τα μελαγχολικά σύννεφα του δειλινού.
Με ανέβασαν στο σταυρό, μια, δυο, τρείς, μυριάδες φορές, μέχρι που το αίμα μου στέρεψε.
Κι ήμουν εγώ ο κρεμασμένος στο σταυρό, ο πεντάρφανος γιος
της γης, ο ξωμάχος, ο ζευγολάτης, ο προλετάριος, ο αφορισμένος θνητός που πίστεψε βαθιά στη μυθική αλήθεια του φωτός!
Αυτός που γιόμισε χαρούμενα το κορμί του πληγές για την αγάπη σου, για την αγάπη όλου του κόσμου, αγάπη μου.
Τώρα πια,
στο καταχείμωνο, κοιμάμαι ήσυχα κάτω από την παγωμένη επιφάνεια της συντρόφισσας μάνας γης.
Μα αν ανασηκώσεις τούτη τη βαριά πέτρα που με σκεπάζει,
αν ανασηκώσεις τα σαρακοφαγωμένα από την υγρασία ρούχα μου, θα αντικρίσεις τη λαβωμένη μου καρδιά, στεγνή και αφυδατωμένη, μα πάντα απειθάρχητη και αμεταμέλητη…
Και θα ακούσεις τους ανίσχυρους χτύπους της να σου ψιθυρίζουν πάλι εκείνα τα λόγια της παλιάς, ολόλευκης σιωπής.
Κι ίσως κι εσύ, μέσα στο δυσβάστακτο πόνο σου, να ανασύρεις
από τη λήθη και να νοσταλγήσεις -έστω και για μια στιγμή- εκείνο τον αλησμόνητο καιρό, εκείνο το ξεθωριασμένο όνειρο που ζει ακόμα σε έναν απόμακρο ορίζοντα, σε εκείνο τον αμετακίνητο χρόνο που ζωγραφίζαμε με απαστράπτοντα άστρα του κόσμου την αγάπη στον ανέφελο ουρανό της ανεπισκίαστης και της αψεγάδιαστης νιότης μας…
Εικόνα: Πίνακας του Κλοντ Μονέ