«Τον Εμφύλιο τον κουβαλούσα μέσα μου…» – Λευτέρης Ξανθόπουλος και Γιώργος Κακουλίδης συνομιλούν για την παιδική ηλικία και τη χαμένη αθωότητα
“Για μένα τα παιδικά μου χρόνια είναι ίσως το πολυτιμότερο περιουσιακό μου στοιχείο, το οποίο θεωρώ αναπαλλοτρίωτο και, βέβαια, μαζί με την ελληνική γλώσσα που μιλάω, η μοναδική μου πατρίδα…Τα παιδικά μου χρόνια υπήρξαν σε πολύ δύσκολες στιγμές της ζωής μου η μοναδική μου καταφυγή…”
Στη μνήμη του σημαντικού σκηνοθέτη, ποιητή και συγγραφέα Λευτέρη Ξανθόπουλου, που έφυγε σήμερα από τη ζωή, αναδημοσιεύουμε από τη στήλη του ποιητή Γιώργου Κακουλίδη στον Ριζοσπάστη μια σύντομη συνομιλία τους που έλαβε χώρα πριν από ακριβώς 20 χρόνια. Ο Λευτέρης Ξανθόπουλος είναι ανάμεσα σε άλλα ο σκηνοθέτης της βραβευμένης ταινίας «Καλή πατρίδα, σύντροφε (Beloiannisz)» (η πρώτη του ταινία), που γυρίστηκε στο χωριό «Νίκος Μπελογιάννης», στην Ουγγαρία, όπου κατέφυγαν και έζησαν μετά τον Εμφύλιο Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες. Η συνομιλία γύρω από την παιδική ηλικία και τη χαμένη αθωότητα πραγματοποιήθηκε με αφορμή το βιβλίο «Ο άγγελος των πρώτων ημερών» του Λευτέρη Ξανθόπουλου.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ: Εκτός από αυτά, είναι ακόμα ένα βιβλίο για τον πατέρα, που έχει φύγει για πάντα κι εγώ ψάχνω να τον βρω. Ολα ξεκίνησαν όταν άρχισαν να αναβλύζουν από μέσα μου περιστατικά και γεγονότα από την παιδική μου ηλικία και ιδίως από αυτή τη σημαντική σχέση με τον πατέρα μου, τον οποίο αγαπούσα πολύ και μου έλειπε.
Γ.Κ. Γιατί αυτή η καταφυγή στα παιδικά χρόνια;
Λ.Ξ. Γιατί είναι η μόνη αλήθεια που κουβαλάμε σε όλη μας τη ζωή, η μόνο βεβαιότητα. Για μένα τα παιδικά μου χρόνια είναι ίσως το πολυτιμότερο περιουσιακό μου στοιχείο, το οποίο θεωρώ αναπαλλοτρίωτο και, βέβαια, μαζί με την ελληνική γλώσσα που μιλάω, η μοναδική μου πατρίδα. Είναι η περιοχή όπου όλα μόλις αρχίζουν να διαμορφώνονται και να παίρνουν σχήμα και διαστάσεις, όταν όλα γύρω σου τα βλέπεις, τα ακούς και τα αγγίζεις για πρώτη φορά. Τα παιδικά μου χρόνια υπήρξαν σε πολύ δύσκολες στιγμές της ζωής μου η μοναδική μου καταφυγή. Μ’ αυτό το βιβλίο υπερασπίζομαι τη μνήμη, συνομιλώ με τους νεκρούς μου και διεκδικώ τα παιδικά μου χρόνια.
Γ.Κ. Αυτό είναι το πρώτο μυθιστόρημα ενός σκηνοθέτη ή ενός ποιητή;
Λ.Ξ. Αν και οι δύο αυτές ιδιότητες συνυπάρχουν εξίσου μέσα μου, πιστεύω ότι ο «Αγγελος »είναι ο πεζός λόγος ενός ποιητή. Γράφοντας αυτό το βιβλίο ήταν σα να προσδιόριζα την ποιητική μου πρώτη ύλη και τις καταβολές της. Η γλώσσα με την οποία είναι γραμμένο είναι ιδιαίτερα επεξεργασμένη και εξαιρετικής ακρίβειας, είναι δηλαδή η γλώσσα της ποίησης. Ισως αυτό να είναι το πρώτο και τελευταίο μου πεζό. Δεν πιστεύω ότι θα ακολουθήσει συνέχεια. Εγώ με την ποίηση ζω. Δεν έχω ούτε τη φιλοδοξία, ούτε την ικανότητα να κάνω τη μεγάλη σύνθεση που απαιτεί το μυθιστόρημα. Οποιαδήποτε ιστορία και να σκεφτώ, τη βλέπω σε εικόνες κι επομένως τη σκέφτομαι για ταινία.
Γ.Κ. Από την ταινία «Καλή πατρίδα, σύντροφε», που γυρίστηκε το 1985 στο χωριό των πολιτικών προσφύγων Μπελογιάννης, στην Ουγγαρία, πώς έφτασες στον «Αγγελο των πρώτων ημερών»;
Λ.Ξ. Δεν είναι μεγάλη η απόσταση. Τον Εμφύλιο τον κουβαλούσα μέσα μου, έστω και αν δεν τον έζησα προσωπικά, όμως κατάγομαι από αριστερή οικογένεια και τις διώξεις, που ακολούθησαν μετά την ήττα, τις αισθάνομαι βαθιά μέσα στην ψυχή μου. Ο πατέρας μου ήταν κυνηγημένος κομμουνιστής, που δεν μπορούσε να βρει πουθενά ησυχία και, όπως γράφω στο βιβλίο, «… μετά τον πόλεμο τα σπίτια μας ζούσανε με τους χαφιέδες στην πόρτα τους, με τους χίτες και τους δοσίλογους. Χωρίς αυτούς, ούτε ένα πιστοποιητικό ή μια απλή άδεια δεν μπορούσε άνθρωπος να βγάλει. Αυτή ήταν μια πραγματικότητα και δυστυχώς δεν μπορούσε κανείς να κάνει τίποτα, δεν μπορούσες καν να την αμφισβητήσεις. Μάλιστα, ο πιο αυθάδης και αναιδής χαφιές, ο Ηλίας της γειτονιάς, μας έφερνε στις εκλογές τα δεξιά ψηφοδέλτια με σταυρό στον υποψήφιο της αρεσκείας του, και ο πατέρας τα έπαιρνε και τα καρφίτσωνε στο καρφί του καμπινέ για να τα χρησιμοποιούμε όπως τους ταιριάζει, έτσι έλεγε…». Κατά μια έννοια, αυτόν τον αριστερό πατέρα αναζητούσα όταν έφτιαχνα την ταινία για τους πολιτικούς πρόσφυγες και στον «Αγγελο» πάλι αυτός ο ίδιος πατέρας με κυνηγάει.
Γ.Κ. Πού σταματάει η αλήθεια του βιωμένου γεγονότος και πού αρχίζει η φαντασία;
Λ.Ξ. Τα όρια είναι δυσδιάκριτα. Πολύ συχνά η φαντασία είναι κι αυτή μια μορφή μνήμης. Εξαρτάται από τη δύναμη των συσχετισμών που τους προμηθεύει η μνήμη. Οταν μιλάμε για μια προσωπική ανάμνηση, δεν τη χρεώνουμε στην ικανότητα του νου να τη συγκρατήσει, αλλά στη μυστηριώδη διορατικότητα της Μνήμης να την αποθηκεύσει και στη συνέχεια η δημιουργική φαντασία να μπορεί να τη χρησιμοποιήσει όταν συνδυαστεί με κατοπινές αναμνήσεις ή επινοήσεις.
Σημείωση: Η φωτογραφία είναι από σκηνή της ταινίας «Καλή πατρίδα, σύντροφε (Beloiannisz)»του Λευτέρη Ξανθόπουλου