«Τους εκεράσαμεν ημείς κι επλήρωσαν εκείνοι…» – Το φιλολογικό σαλόνι του Σουρή
“Τόσο η Μαρία Σουρή όσο και ο ποιητής ήσαν στην καθημερινή τους ζωή τόσο απλοί και απροσποίητοι, που, μα το θεό, προκαλούσαν στους αισθαντικούς ανθρώπους συγκίνησι και στους άλλους άκρα συμπάθεια. Το σπίτι αυτό από το οποίον πέρασαν χιλιάδες, ήτανε, το κατ’ εξοχήν εντευκτήριο των λογίων, ποιητών και πεζογράφων και των πνευματικών εν γένει ανθρώπων.”
Ο Γεώργιος Σουρής γεννήθηκε στις 2 του Φλεβάρη 1853 στην Ερμούπολη της Σύρου και έφυγε από τη ζωή στις 26 του Αυγούστου 1919. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια. Ο ίδιος προσπάθησε να ασχοληθεί με το εμπόριο, αλλά γρήγορα κατάλαβε την κλίση του να γράφει στίχους με μεγάλη ευκολία. Και η απόπειρά του να σπουδάσει στη Φιλοσοφική Σχολή δεν ευδοκίμησε, γεγονός που ο ίδιος σατίρισε με – τι άλλο; – στίχους του που δημοσιεύτηκαν σε αθηναϊκή εφημερίδα. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες και η δημοτικότητά του εκτοξεύτηκε όταν κυκλοφόρησε (στις 2 του Απρίλη 1883) ο «Ρωμηός», η δική του σατιρική πολιτική εφημερίδα, γραμμένη από τον ίδιο εξ ολοκλήρου με στίχους.
Εκτός από τον «Ρωμηό» ο Σουρής έγινε γνωστός για τις καθημερινές συναθροίσεις στο φιλόξενο σπίτι του, απ’ όπου πέρασαν πολλοί λογοτέχνες και διανοούμενοι, καθιστώντας το ένα από τα διασημότερα φιλολογικά-λογοτεχνικά στέκια της εποχής. Τα στοιχεία (αποσπάσματα) και οι μαρτυρίες που παραθέτουμε προέρχονται από τον εξαιρετικό τόμο του Γιάννη Παπακώστα «Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας» (εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», 1991).
Το γνωστότερο σαλόνι της εποχής ήταν το σαλόνι του Σουρή, το οποίο συνδύαζε κοινωνική ζωή και φιλολογική κίνηση. Ψυχή του ήταν η γυναίκα του Σουρή, Μαρή, και βέβαια ο ίδιος. Ο Σουρής ήταν γνωστός ήδη από τη συντροφιά του «Μη Χάνεσαι» και ως εκδότης του «Ρωμηού» απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα. Οι αναγνώστες ενθουσιάζονταν για την έξυπνη και άκακη σάτιρα, για την αυθορμησία και την ευρηματικότητα του.
Ο «Ρωμηός» στα πρώτα χρόνια της έκδοσής του (1883) δεν είχε αποκτήσει μόνιμη στέγη· αυτό συνέβη αργότερα, γύρω στα 1887, αφού πια είχε γίνει γνωστός στο ευρύτερο κοινό κι ενώ ο έκδοτης του είχε εγκατασταθεί στην οδό Πινακωτών [Χαρ. Τρικούπη], αριθ. 15. Το σπίτι αυτό, και σ’ όσα άλλα ο Σουρής έμεινε κατά τα επόμενα χρόνια, αποτέλεσε και το γραφείο, όπου συντάσσονταν το φύλλο. Έτσι «Ρωμηός» και σπίτι ταυτίστηκαν.
Ο χώρος με τον καιρό αποτέλεσε κέντρο συνάντησης λογοτεχνών και έμεινε γνωστός ως «το σαλόνι του Σουρή». Πρόκειται για το γνωστότερο σαλόνι της εποχής και εύκολα οι λόγιοι μπορούσαν να συχνάζουν εκεί. Ήταν, σε σχέση με άλλα, το δημοκρατικότερο.
«Διά να εισέλθει κανείς στο σπίτι του Σουρή», γράφει ο Νιρβάνας, «δεν ήτο ανάγκη να είναι στενός συγγενής ή παλαιός φίλος. Ο φίλος έφερνε τον φίλον και ο φίλος του φίλου ήτο φίλος και αυτός».
Ανάλογη είναι η μαρτυρία και του Μαλακάση: «Και μια φορά να έμπαινε κανείς στο σπίτι εκείνο της οδού Πινακωτών, στο ιστορικό εκείνο σπίτι, έφτανε για να νομίζη με βεβαιότητα πως θα μπορούσε να ξαναβρεθή εκεί οποτεδήποτε πάλι του εκάπνιζε».
Δυστυχώς τα δημοσιεύματα που έχουμε για το σαλόνι του Σουρή χαρακτηρίζονται για τη γενικολογία και τον ανεκδοτολογικό τους χαρακτήρα. Από παντού ωστόσο ομολογείται ότι επρόκειτο για ένα χώρο που κυριάρχησε στην πνευματική ζωή και στάθηκε κέντρο πολλών φιλολογικών συζητήσεων, οι οποίες είχαν ευεργετικά αποτελέσματα στους εκκολαπτόμενους συγγραφείς.
Στο σαλόνι του Σουρή συγκεντρώνονταν άτομα προερχόμενα από διάφορες επιστήμες και τούτο γιατί οι συζητήσεις δεν περιορίζονταν μόνο στο χώρο της φιλολογίας και της λογοτεχνίας, αλλά επεκτείνονταν και σέ θέματα της σύγχρονης κοινωνικής ζωής, πέρα από το γεγονός ότι πολύ συχνά οι θαμώνες επιδίδονταν στην χαρτοπαιξία και τον πνευματισμό.
Πολλά από τα θέματα που συζητούνταν στο σαλόνι του Σουρή, και που παρουσίαζαν γενικότερο ενδιαφέρον, προβάλλονταν και από τον «Ρωμηό», ο οποίος λίγο ως πολύ απηχούσε το πνεύμα και τη νοοτροπία των συναθροίσεων αυτών. Έγιναν βέβαια και συζητήσεις για ειδικότερα θέματα και κρίθηκαν έργα πριν ακόμη αυτά φτάσουν στο τυπογραφείο. Από διάφορα κατά καιρούς δημοσιεύματα, σήμερα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αρκετά ονόματα συγγραφέων και τα έργα που εκείνοι διάβασαν στο σαλόνι του Σουρή. Έτσι, ο Αρ. Προβελέγγιος διάβασε τη «Βουλιαγμένη πολιτεία»· ο Κωστής Παλαμάς το ποίημα «Το τραγούδι του ήλιου»· ο Άγγελος Βλάχος κομμάτια από το έργο του Χάϊνε· ο Γ. Δροσίνης αποσπάσματα από τα «Ειδύλλια»· ο Γ. Στρατήγης το ποίημα «Ματρόζος»· ο Θ. Βελλιανίτης ποιήματα από τη ρώσικη λογοτεχνία. Διάβασαν επίσης έργα τους ο Ιω. Πολέμης, ο Μπάμπης Άννινος, ο Γερ. Βώκος, ο Σπ. Δάσιος, ο Μιλτ. Μαλακάσης.
Στο σαλόνι του Σουρή σύχναζαν ακόμη ο Ν.Γ. Πολίτης, ο Ε. Κουσουλάκος, ο Αρ. Κουρτίδης, ο Ιω. Σβορώνος, ο Δημ. Κακλαμάνος, ο Ιω. Δαμβέργης, ο Σπ. Μερκούρης, ο Δημ. Κόκκος, ο Γ. Ροϊλός, ο Σπ. Μενάρδος, ο Α. Καρκαβίτσας, ο Ν. Σπανδωνής, ο Στ. Στεφάνου, ο Γ. Πώπ, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Αρμένιος ποιητής Τιγκράν Γιεράτ και αρκετοί άλλοι επώνυμοι της Αθηναϊκής κοινωνίας καθώς και οι παρεπιδημούντες ξένοι Gaston Deschamps και Η. Perneot.
Ο Γεώργιος Κ. Πωπ καταθέτει τη δική του μαρτυρία για τις συναθροίσεις στο σπίτι της οικογένειας Γ. Σουρή:
“Εις την φωτογραφίαν που δημοσιεύομεν δεν είναι βεβαίως ολόκληρον το σαλόνι του Σουρή. Λείπει μέγας αριθμός ακόμη των επισκεπτών του, είναι όμως εκείνοι από τους δημοσιογράφους τους λογίους και τους καλλιτέχνας, οι οποίοι ποτέ δεν έλειψαν, είναι και δύο άλλοι οι οποίοι πάντοτε λείπουν από τας εσπερινάς συναθροίσεις, η δεσποινίς Έλλη Σουρή και ο μικρός Κρίτων (…)
Το ανέκδοτον αυτό το παραθέτω διά να δοθή μία εικών του τρόπου καθ’ ον ο Σουρής διεξάγει τας εσπερίδας εν τω οίκω του, τη οάσει αυτή της Φιλολογίας και του κόσμου του Καλού, όπου διέρχονται ώρας υπερτάτης απολαύσεως και ξαπλωσιάς, οι καταπονούντες πνεύμα και σώμα εργάται της Τέχνης, οι εερίσκοντες εντός της αιθούσης εκείνης με τα γύρω τραπεζάκια, την ψυχροχλίαρον θερμάστραν, τους δύο καναπέδες, εν μέρος από το ίδιο οίκημά των, κάτι το οποίον αισθάνεσαι ότι είναι ιδικόν σου, σπίτι σου, δικαίωμά σου, χωρίς να σε κουράζη, δίχως να σε στενοχωρή.
Και αυτό ακριβώς είναι το ψυχολογικόν μέρος του σαλονιού του Σουρή, διότι είναι αδύνατον να μη έχη ψυχήν και το σαλόνι του ακόμη, ούτως αμέσως ανταποκρινόμενον προς τους πόθους της ψυχής αι προς τας απαιτήσεις του νου των επισκεπτών του. Ημείς οι ευτυχήσαντες να έχωμεν εδώ τας οικογένειάς μας δεν εννοούμεν ίσως καλά, καλά, τι σημαίνει σπίτι όπως του Σουρή, δεν δυνάμεθα να φθάσωμεν το μέγεθος της ευτυχίας, την οποίαν σκορπίζει εις τους άλλους επισκέπτας του, τους καταδικασθέντας να ζώσιν μακράν της οικογενειακής εστίας, εν τη διαρκεί του βίου πάλη και ούτε ίσως αυτός ο Σουρής θα εννοή ακριβώς, πόσον πολύτιμα είνε τα γεύματά του κατά τας ημέρας των επισήμων εορτών, προς τους άνευ οικογένειας συναδέλφους του. (…)
Και το σαλόνι αυτό εστέγασε τας εορτάς της δεκαετηρίδος του ποιητού και από το μπαλκονάκι του εξεφώνησαν λόγον προς πλήθη παρακολουθήσαντα άλλοτε τον Σουρήν και τους φίλους του από τον σιδηροδρομικόν σταθμόν επανερχομένους εν χορδαίς και τυμπάνοις από τα εγκαίνια… ενός ξενοδοχείου. Εις το σαλόνι του Σουρή συλλαμβάνεται ο Ρωμιός και εις το σαλόνι αυτό τον φέρει εις φως ο ποιητής, εικόνα αληθή, πραγματικήν, ολοζώντανον, πάσης κινήσεως πολιτικής και κοινωνικής. Ανοίγει δε το σαλόνι ευθύς μετά τα πρώτα φθινοπωρινά ψύχη και κλείει αμέσως μετά τας πρώτας θερινάς ημέρας, οπόταν η οικογένεια του Φασουλή μετασταθμεύει εις Φάληρον, όπου μεθίσταται και το σαλόνι, εν υπαίθρω όμως υπό τον αστεροφώτιστον ουρανόν και τον βαυκαλιστικόν ρόγχον των κυμάτων του ηρεμούντος Σαρωνικού. Τότε ο Σουρής είνε ο ευτυχέστερος των θνητών. Κοιμάται εις σπίτι ιδιόκτητον, δεν γράφει Ρωμιόν, περισυλλέγει νέας πνευματικάς δυνάμεις, μεταπίπτει δε η εργασία όλη εις τας προϋπολογιστικάς εργασίας της κυρίας Σουρή, ενώ ημείς όλοι κάθε βράδυ φεύγοντες από το Φάληρον λέγομεν ως εν επωδώ.
— Πότε να χειμωνιάση να πηγαίνωμεν εις του Σουρή το σπίτι!”
Τακτικός θαμώνας στο σαλόνι του Γ. Σουρή, ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης, θυμάται:
“Ο καθημερινός βίος της οικογένειας Σουρή ήτανε διαφανής και ανοιχτός σε κάθε αφελή και αθώα περιέργεια. Τόσο η Μαρία Σουρή όσο και ο ποιητής ήσαν στην καθημερινή τους ζωή τόσο απλοί και απροσποίητοι, που, μα το θεό, προκαλούσαν στους αισθαντικούς ανθρώπους συγκίνησι και στους άλλους άκρα συμπάθεια. Έπειτα η φιλοξενία των ήτανε απεριόριστη. Και μια φορά να έμπαινε κανείς στο σπίτι εκείνο της οδού Πινακωτών, στο ιστορικό εκείνο σπίτι, έφτανε για να νομίζη με βεβαιότητα πως θα μπορούσε να ξαναβρεθή εκεί οποτεδήποτε πάλι του εκάπνιζε. Ήταν αδύνατο και ο πιο οικείος του ζεύγους αυτού, να μην εύρισκε, κάθε φορά που θ’ ανέβαινε την σκάλα του σπιτιού των Σουρήδων, και δυο τρεις ξένους ανθρώπους, που να εφέρονταν προς τους οικοδεσπότας με όση οικειότητα αυτός ο ίδιος, που από τα εφτά βράδια της εβδομάδος τα πέντε ήτανε εκεί μέσα. Οπωσδήποτε το σπίτι αυτό από το οποίον πέρασαν χιλιάδες, μπορώ να πω, άνθρωποι, ήτανε, παρ’ όλα ταύτα το σπίτι, το κατ’ εξοχήν εντευκτήριο των λογίων, ποιητών και πεζογράφων και των πνευματικών εν γένει ανθρώπων. Από τους δημοσιογράφους, πολλοί κορυφαίοι το σύχναζαν κι’ από αυτούς οι πνευματωδέστεροι. Καμμιά φορά και η κ. Σουρή ακόμα δε θυμότανε περί ποίων επρόκειτο. Ο Σουρής κάποτε ρωτούσε κι’ εμάς τους άλλους, αν τούς γνωρίζαμε!
Και επειδή ήτανε κάθε βράδυ ανοιχτό, εκτός από την Πέμπτη-Παρασκευή, που ο ποιητής έγραφε το Ρωμηό της εβδομάδας, σε κάθε στιγμή οποιοσδήποτε από τους συνηθισμένους θαμώνες εμφανιζόταν, γίνονταν δεκτός με εγκάρδια υποδοχή. Αυτό γινόταν τις περισσότερες φορές.(…)
Το σαλόνι του Σουρή το καλοκαίρι μετεφέρετο στο Νέο Φάληρο. Είχε, βλέπετε, δυο στέγες, τη μια με ενοίκιο, την άλλη ιδιόκτητη. Στο σπίτι του Φαλήρου έβλεπες και τους νεοφαληριώτες. Σ’ αυτούς πρέπει να τοποθετήσωμε και τον Νιρβάνα και τον Στρατήγη, μολονότι και από το Αθηναϊκό δεν έλειπαν. Κατοικούσε όμως ο πρώτος τότε εκεί και ο άλλος στον Πειραιά.
Στον Πειραιά καθότανε και ο Πορφύρας, που σύχναζε κάμποσο κι αυτός στο Φαληριώτικο σαλόνι. Από τα δύο αυτά σαλόνια πέρασαν στο διάστημα εικοσιπέντε χρόνων και απάνω, σχεδόν όλοι όσοι εκράτησαν τότε μια πέννα και έγραψαν κάτι σε εφημερίδα ή περιοδικό, πεζά ή έμμετρα — από τούς πιο φημισμένους έως τους πιο αφανείς.
Το ίδιο πέρασαν από κει και οι περισσότεροι από όσους επιφανείς ξένους βρέθηκαν στην Αθήνα, κατ’ αυτό το διάστημα. Όλοι ήθελαν να γνωρίσουν τον καταπληκτικό εκείνον άνθρωπον, που κάθε εβδομάδα ξεφούρνιζε εκατοντάδα στίχων, χωρίς κόπο, χωρίς προσπάθεια, με κέφι πάντα, με μπρίο, με χάρι, επί τριανταπέντε και περισσότερα χρόνια.”
Ενδεικτικά της απήχησης του Γ. Σουρή και των συναθροίσεων που οργάνωνε, τα ευτράπελα που μοιράζεται με τους αναγνώστες ο λογοτέχνης Παύλος Νιρβάνας:
“Γενεαί επέρασαν, με τον τρόπο αυτόν, από το σπίτι του Σουρή. Έλληνες όλης της Ελλάδος και όλου του Ελληνισμού. Και ξένοι όλου του κόσμου. Διά τους τελευταίους, ο άνθρωπος, που εξέδιδε μόνος του μίαν εφημερίδα γραμμένην ολόκληρην εις στίχους, και διά τον οποίον έλεγαν ότι είχε κληρονομήσει το σκώμμα του παλαιού Αριστοφάνους, ήτο φαινόμενον. Και ενθυμούμαι ότι κάποιο καλοκαίρι, εις την πλαζ του Φαλήρου, τρεις Αμερικανοί, οδηγηθέντες από το γκαρσόνι του καφενείου, προσήλθον εις την τακτικήν παρέαν του Σουρή, εντελώς αυτόκλητοι. Επαρουσιάσθησαν και εζήτησαν αφελέστατα την άδειαν να παρακαθίσουν και να περιεργασθούν τον περίεργον αυτόν Έλληνα. Ο Σουρής είχεν ενοχληθή φοβερά.
— Ώχ αδελφέ! εμουρμούριζε διαρκώς. Μας χαλάσανε την παρέα. Δε θα μας αδειάσουν την γωνιά;
Οι Αμερικανοί, εννοείται, έπαιζαν βωβόν πρόσωπον, διότι κανείς, κατά σύμπτωσιν, από τους δεκαπέντε της παρέας δεν ήτο εις θέσιν να συνεννοηθή μαζί τους και οι ίδιοι δεν είχαν διερμηνέα. Οπωσδήποτε κάποια συνεννόησις έγινε διά σχημάτων και, διά το επίσημον του γεγονότος, προσεκομίσθησαν και δεκαπέντε παγωτά, άγνωστον από ποιον παραγγελθέντα. Όταν απεχώρησαν οι ξένοι και εζητήθη ο λογαριασμός, διά να πληρωθή ρεφενηδόν, το γκαρσόνι ανήγγειλεν ότι όλα ήσαν πληρωμένα! Είχαν πληρώσει οι Αμερικανοί, μαζί μ’ ένα γενναίον φιλοδώρημα διά το ευτυχές γκαρσόνι, το οποίον τους είχε προσφέρει την εκδούλευσιν αυτήν. Ο Ρωμηός του επομένου Σαββάτου περιέγραφεν εν εκτάσει την σκηνήν. Και ετελείωσεν:
Τους εκεράσαμεν ημείς κι επλήρωσαν εκείνοι…
Εννοείται, ότι οι περίεργοι αυτοί ξένοι δεν έλειπαν, κατά καιρούς, και από το ιστορικόν πλέον σπίτι του Σουρή. Ένας άλλος Αμερικανός κάποτε, Κύριος οίδε πώς, πληροφορηθείς, ότι το σπίτι του ποιητού ήτο ανοικτόν δι’ όλον τον κόσμον, κατέφθασε μίαν ωραίαν πρωίαν μετά των αποσκευών του, εκδηλών την επιθυμίαν να κατοικήσει ολίγας ημέρας εις το ποιητικόν ξενοδοχείον. Και η κ. Σουρή εκοπίασε πολύ να τον πείσει, ότι το σπίτι της δεν διέθετε δυστυχώς δωμάτια και υπηρεσίαν, έστω και δι’ ένα πλούσιον Αμερικανόν, όπως αυτός. Η λεζάντ του σπιτιού του Σουρή είχε φθάσει μέχρι του Νέου Κόσμου.
Δεν θα έφθαναν τόμοι ολόκληροι διά την ανεκδοτικήν ιστορίαν του σπιτιού αυτού.”