Βίκτωρ Ουγκώ-Οι πολιτικές παλινωδίες μιας συγγραφικής ιδιοφυίας
Με τα λόγια του γαμπρού του Μαρξ, Πωλ Λαφάργκ, στον Ουγκώ η γαλλική αστική τάξη βρίσκει “έναν από τους τελειότερους και ιδιοφυέστερους εκφραστές των ενστίκτων, των παθών ακι των σκέψεών της”.
Ο Βίκτωρ Ουγκώ υπήρξε από τους καθοριστικότερους συγγραφείς και ποιητές του λογοτεχνικού κινήματος του ρομαντισμού, με επιρροή τέτοια, ώστε όπως σημείωνε ο Γάλλος κριτικός Μαλλαρμέ, “διαίρεσε όλη τη γαλλική λογοτεχνία σε δύο εποχές-πριν και μετά τον Ουγκώ”. Ο συγγραφέας κατόρθωσε να πιάσει τον παλμό της εποχής του και να αποτυπώσει μια ολοζώντανη τοιχογραφία της γαλλικής κοινωνίας, μέσα από το πρίσμα του δημοκρατικού αστού, όπως μπορεί χοντρικά να χαρακτηριστεί ο ίδιος, παρά τις πολιτικές του παλινωδίες. Με τα λόγια του γαμπρού του Μαρξ, Πωλ Λαφάργκ, στον Ουγκώ η γαλλική αστική τάξη βρίσκει “έναν από τους τελειότερους και ιδιοφυέστερους εκφραστές των ενστίκτων, των παθών ακι των σκέψεών της”.
Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1802, από τον Joseph Hugo και την Sophie Trebuchet, σ’έναν κόσμο που είχε σημαδευτεί ανεξίτηλα από τα μεθεόρτια της γαλλικής επανάστασης και τη μετεωρική άνοδο του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, που είχε καταλάβει την εξουσία τρία χρόνια νωρίτερα και δυο χρόνια μετά θα στεφόταν αυτοκράτορας της Γαλλίας. Οι γονείς του είχαν αντίθετες πολιτικές πεποιθήσεις, καθώς ο πατέρας του ήταν στρατηγός στο στρατό του Ναπολέοντα, κάτι που οδηγούσε σε συχνές μετακινήσεις της οικογένειας, ενώ η μητέρα του ήταν πιστή καθολική και αφοσιωμένη φιλοβασιλική. Τελικά οι γονείς του χώρισαν και ο μικρός Βίκτωρ και τα αδέρφια του εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι υπό την αποκλειστική επιμέλεια της Sophie. Ο Ουγκώ, που ήταν εξαιρετικά δεμένος με τη μητέρα του, σε σημείο να αναβάλει το γάμο του ως το θάνατό της, καθώς εκείνη δεν ενέκρινε την εκλεκτή του, επηρεάστηκε αρχικά από τις πολιτικές της απόψεις και ξεκίνησε τη λογοτεχνική του καριέρα ως ρομαντικός ποιητής με φιλοβασιλικές συμπάθειες. Σε αυτή του την τοποθέτηση συνέβαλε εξάλλου και το πολιτικό κλίμα της εποχής, με την οριστική ήττα του Ναπολέοντα το 1815 και την παλινόρθωση της δυναστείας των Βουρβώνων.
Οι κοινωνικές του ευαισθησίες διαφαίνονται ωστόσο και στο πρώιμο έργο του, όπως στο μυθιστόρημα “Η τελευταία μέρα ενός κατάδικου”, όπου εκφράζει τις εσωτερικές σκέψεις ενός ετοιμοθάνατου καταδικασμένου για ένα αδιευκρίνιστο έγκλημα. Το βιβλίο επηρέασε συγγραφείς όπως ο Κάρολος Ντίκενς, ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και ο Αλμπέρ Καμύ, που το ανέφερε μάλιστα ρητά ως πηγή έμπνευσης για το μυθιστόρημά του “Ο Ξένος”. Η αντίθεσή του Ουγκώ στη θανατική ποινή αποτελούσε βασικό χαρακτηριστικό της σκέψης του καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής του
Οι επαναστατικές διεργασίες της εποχής του δε μπορούσαν να αφήσουν αδιάφορο το νεαρό συγγραφέα. Συμμετείχε στην επανάσταση του Ιουλίου του 1830, που κατέληξε στην εκθρόνιση του Καρόλου Ι’ και στην εγκαθίδρυση συνταγματικής μοναρχίας υπό τον Λουδοβίκο Φίλιππο της Ορλεάνης. Το 1832, μετά το θάνατο από χολέρα του στρατηγού του Ναπολέοντα, Ζαν Μαξιμιλιάν Λαμάρκ, που είχε υπάρξει σφοδρός πολέμιος τόσο των Βουρβώνων, όσο και του Λουδοβίκου Φίλιππου, ξέσπασε εξέγερση κατά του Λουδοβίκου, που θα παρείχε τον καμβά για την φοιτητική εξέγερση που εξιστορεί ο Ουγκώ στους Άθλιους. Eκείνη την εποχή ο Ουγκώ, που αργότερα χλεύασε τις εν λόγω απόψεις, κατέγραψε στο ημερολόγιο την εξέγερση ως “τρέλες που πνίγηκαν στο αίμα”, θεωρώντας τις συνθήκες ανώριμες για την εγκαθίδρυση δημοκρατίας που προέβλεπε μολαταύτα πως θα ερχόταν μια μέρα. Ως την αρχή της επόμενης δεκαετίας, η λογοτεχνική του καριέρα θα γνώριζε τεράστια άνθιση, που ανταμείφθηκε με την εκλογή του στη Γαλλική Ακαδημία το 1841 καθώς και την επιδαψίλευση τιμών από τον ίδιο το βασιλιά, που το 1845 του απέδωσε τον τίτλο ευγενείας “pair de France”.
Με την ανακήρυξη της δεύτερης γαλλικής δημοκρατίας, ο Ουγκώ εξελέγη μέλος της Εθνοσυνέλευσης, όπου υποστήριξε συντηρητικές θέσεις, ενώ στην εργατική επανάσταση του Ιουνίου του 1848, που γέμισε με οδοφράγματα του Παρίσι, ο Ουγκώ ψήφισε στις 24 Ιούνη την επιβολή κατάστασης πολιορκίας. Επελέγη μάλιστα μεταξύ εξήντα αντιπροσώπων της Εθνοσυνέλευσης ώστε να ενημερώσει τους εξεγερμένους για την κατάσταση πολιορκίας. Η άνοδος του ανηψιού του Ναπολέοντα, Λουδοβίκου Ναπολέοντα Βοναπάρτη, που το Δεκέμβρη αναδείχθηκε στο αξίωμα του προέδρου της Γαλλίας, οδήγησε εκ νέου σε ριζοσπαστικοποίηση του συγγραφέα. Η κριτική του στο νέο πρόεδρο κορυφώθηκε το 1849, όταν τον χαρακτήρισε σε αντιδιαστολή προς το θείο του Μεγά Ναπολέοντα, “Μικρό Ναπολέοντα”, κάτι που προκάλεσε κλείσιμο της εφημερίδας του και σύλληψη των δύο γιων του.
Στις 2 Δεκέμβρη 1851 ο Λουδοβίκος Ναπολέων προχώρησε σε πραξικόπημα, καταλαμβάνοντας στρατιωτικά την εθνοσυνέλευση. Ο Ουγκώ πρωτοστάτησε στις διαδηλώσεις ενάντια στη Ναπολέοντα, διαδηλώσεις που είχαν ως αποτέλεσμα εκατοντάδες νεκρούς, ακόμα και παιδιά, ενώ διαδόθηκε η φήμη πως ο ίδιος είχε πεθάνει. Υπό αυτό το κλίμα, ο Ουγκώ διέφυγε από το Παρίσι για το νησί Guernsey , όπου πέρασε 18 χρόνια και συνέγραψε το μεγαλύτερο μέρος των “Αθλίων”. Με κεντρικό ήρωα το Γιάννη Αγιάννη, καταδικασμένου σε πέντε αρχικά και 19 μετέπειτα λόγω προσπαθειών δραπέτευσης, χρόνια φυλακής για ένα κλεμμένα καρβέλι ψωμί, το έργο αυτό διασκευασμένο πολλές φορές επί σκηνής αλλά και στη μεγάλη οθόνη, εξακολουθεί να συγκινεί αναγνώστες και θεατές ανά την υφήλιο.
Το έργο του Ουγκώ έμπαινε κρυφά στην ηπειρωτική Γαλλία, όπου πλέον ο Λουδοβίκος Ναπολέων είχε στεφθεί αυτοκράτορας Ναπολέων Γ’. Εκείνη την εποχή (1853) εξέδωσε και την ποιητική συλλογή “Οι τιμωρίες”, αποτελούμενοι από πολιτικά ποιήματα, που έγινε πολύ δημοφιλής στο κοινό. Το 1859 ο αυτοκράτορας του παραχώρησε αμνηστία, την οποία ωστόσο αρνήθηκε να δεχτεί, λέγοντας πως “Όταν επιστρέψει η ελευθερία, το ίδιο θα κάνω κι εγώ”.
Μετά την ανατροπή του Ναπολέοντα Γ’, λόγω της προέλασης των πρωσικών στρατευμέτων το 1870, ο Ουγκώ επέστρεψε στο Παρίσι, για να εκλεγεί στη νέα Εθνοσυνέλευση του Μπορντώ το 1871. Ο θάνατος του γιου του Καρόλου στις 13 Μάρτη της ίδιας χρονιάς, συνέπεσε με την εγκαθίδρυση της Παρισινικής Κομμούνας. Ο Ουγκώ, αν κι εξέφρασε τη συμπάθεια του για τους στόχους των κομμουνάρων, δήλωσε αντίθετος στις μεθόδους τους κι αρνήθηκε να αναλάβει ενεργό ρόλο στο πρώτο αυτό πολιτικό πείραμα της εργατικής τάξης. Εγκαταστάθηκε στο Βέλγιο, όπου η ρητορική του τηρούσε ίσες αποστάσεις μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών. Η αιματηρή καταστολή της Κομμούνας τον ίδιο Μάη οδήγησε τον Ουγκώ σε υπεράσπιστη των κομμουνάρων, παρέχοντας μάλιστα καταφύγιο σε κάποιους από αυτούς στο σπίτι του στο Βέλγιο. Επιστρέφοντας στο Παρίσι (αναδείχθηκε ισόβιος γερουσιαστής το 1876) συνέχισε να στηρίζει τους καταδικασμένους κομμουνάρους, παλεύοντας για τη χορήγηση αμνηστίας, στόχος που επετεύχθη το 1879.
Το 1881 ο Ουγκώ τιμήθηκε με πανεθνικό εορτασμό, στον οποίο συμμετείχαν 600.000 άνθρωποι. Έφυγε από τη ζωή στις 22 Μαϊου 1885, ενώ στην κηδεία του συμμετείχαν 2 εκατομμύρια άνθρωποι, παρά την επιθυμία του ίδιου να υπάρξει μια λιτή τελέτη. Η σορός του τάφηκε στο Πάνθεον του Παρισιού, όπου βρίσκονται τα λείψανα σπουδαίων προσωπικοτήτων της χώρας, από διάφορους τομείς και εποχές.