100 εκατομμύρια, να το αφήσω; – Η “Εστία” μας ενημερώνει υπεύθυνα για τα “θύματα του κομμουνισμού”
Έχετε σκεφτεί ότι πολλές φορές οι “ιστορικές μελέτες” για τα “θύματα του κομμουνισμού, σταλινισμού κτλ” στη Σοβιετική Ένωση και αλλού θυμίζουν πλειοδοσίες σε δημοπρασία;
Έχετε σκεφτεί ότι πολλές φορές οι “ιστορικές μελέτες” για τα “θύματα του κομμουνισμού, σταλινισμού κτλ” στη Σοβιετική Ένωση και αλλού θυμίζουν πλειοδοσίες σε δημοπρασία;
-Είκοσι εκατομμύρια, ακούω άλλη προσφορά;
-Έχω πενήντα εκατομμύρια από τον κ. Κόνκουεστ. Άλλη προσφορά;
-Εκατό κανείς; Έχουμε 100 από την Εστία. Εκατό ένα, εκατό δύο…
Σταματήστε ό,τι κάνετε, έχουμε νικητή.
Αν αναρωτιέστε πώς μπορεί να έφτασε η Εστία αυτό το αστρονομικό νούμερο -εννιά φορές σαν τον πληθυσμό της Ελλάδας- μοιραζόμαστε μαζί σας την ίδια απορία, και σκεφτόμαστε πως ο αριθμός μπορεί να περιλαμβάνει και τα θύματα της Ναζιστικής Γερμανίας, που σκότωσαν οι άκαρδοι Σοβιετικοί. Εκτός και αν συμφωνήσουμε με το ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου, θεωρήσουμε τη Σοβιετική Ένωση συνυπεύθυνη για το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε ευθύνεται και για τους δικούς της νεκρούς, που ήταν “θύματα του κομμουνισμού”.
Στην πραγματικότητα, η Εστία συνυπολογίζει παγκόσμια -πχ και την περίπτωση της ΛΔ της Κίνας, αλλά αυτό δεν αλλάζει την πρόθεσή της, ούτε την πρόθεση στον παρα-λογισμό – συλ-λογισμό της. Η “Εστία” όμως δεν παραλογίζεται, ξέρει πολύ καλά τι γράφει και για ποιο λόγο -κι ας έχει κατακτήσει το άλλοθι της ιστορικής μεν, γραφικής δε ακροδεξιάς φυλλάδας, που έχει το ακαταλόγιστο.
Η Εστία έχει διευθυντή τον Κοττάκη, που πρεσβεύει θεωρητικά την “λαϊκή, καραμανλική δεξιά”. Η Εστία πρεσβεύει σε “αγνή και καθαρή” μορφή τον αντικομμουνισμό της αστικής τάξης, που δηλώνει υποκριτικά ευαίσθητη για τα “θύματα του ολοκληρωτισμού”, αλλά την πιάνει αλλεργία στο ενδεχόμενο να μπουν στη Γυάρο μνημεία για τους πολιτικούς κρατούμενους, που υπέφεραν στα κολαστήρια του αστικού κράτους.
Το βασικό ζήτημα δεν είναι όσα γράφει η Εστία. Αλλά ότι τις τελευταίες μέρες, όλοι οι αστοί δημοσιολόγοι μιλάνε ακριβώς σαν την Εστία, με “φρέσκο” αντικομμουνισμό της δεκαετίας του 50′.