Η ακροδεξιά (βίος και) πολιτεία του Αντώνη Σαμαρά
Ακολουθεί τον προορισμό κι άλλων προκατόχων του, που είναι αναλώσιμο προσωπικό για την τάξη που υπηρετούν και καταλήγουν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, μόλις λήξει η αξία χρήσης τους
Ο Αντώνης Σαμαράς ήταν ο 13ος πρωθυπουργός της Μεταπολίτευσης και όχι ιδιαίτερα τυχερός (που εξαρτάται βέβαια και από ποια ταξική σκοπιά το βλέπεις), μολονότι του πήγαν όλα ακροδεξιά…
Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1951, τη Μεσσηνία. Ήταν ανιψιός βουλευτή της ΕΡΕ, είχε ρίζες από την οικογένεια Μπενάκη κι ήταν δισέγγονος της Πηνελόπης Δέλτα -κάτι που έδωσε πάτημα σε πολιτικούς του αντιπάλους να του αφιερώσουν τον “Τρελαντώνη” με νόημα.
Σπούδασε στις ΗΠΑ, από όπου προέρχεται και ένα γνωστό φωτογραφικό στιγμιότυπο με το Γιώργο Παπανδρέου -αν και τότε ήταν μάλλον δύσκολο να φανταστεί κανείς πως θα κυβερνούσαν αμφότεροι τη χώρα, εγκαινιάζοντας μάλιστα μια μορφή συγκυβέρνησης και “μεγάλου συνασπισμού”, που σύντομα έπαψε να είναι μεγάλος, λόγω της εκλογικής κατάρρευσής του ΠΑΣΟΚ. Την ίδια περίοδο άνοιξε με συνέταιρο και την περίφημη “πιτσαρία που έσκισε”, επιχειρηματικό επίτευγμα για το οποίο κόμπαζε δεόντως, θέλοντας να αποδείξει ότι έχει γράψει χιλιόμετρα στην πιάτσα και ξέρει πώς βγαίνει το μεροκάματο.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εκλέχτηκε βουλευτής Μεσσηνίας το 1977 κι έγινε ο νεότερος βουλευτής στα χρονικά του κοινοβουλίου, σε ηλικία μόλις 26 ετών. Θεωρήθηκε από τα αγαπημένα παιδιά του Αβέρωφ και της Λαϊκής (ακρο)δεξιάς, έγινε όμως και το δεξί χέρι του Μητσοτάκη, με τον οποίο εμφανιζόταν σχεδόν παντού, ακόμα και τη βραδιά του τελικού του Ευρωμπάσκετ, στην Αθήνα.
Αργότερα, έγινε υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, συνδέοντας το όνομά του με το Μακεδονικό ζήτημα, όπου αντιτάχθηκε σθεναρά και με.. εθνικιστική συνέπεια σε λύση που θα περιείχε σύνθετη ονομασία -με συνθετικό τη Μακεδονία. (Αυτό που ξεχνιέται βολικά βέβαια είναι πως παρόμοιες απόψεις διαπερνούσαν τότε όλο το αστικό πολιτικό φάσμα, με χαρακτηριστική περίπτωση το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου).
Σύντομα ήρθε σε ρήξη με τον πρωθυπουργό, Κ. Μητσοτάκη και υποχρεώθηκε σε παραίτηση από τη θέση του, παραμένοντας για ένα μικρό διάστημα βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας. Ήταν όμως ζήτημα χρόνου να αποσύρει την ψήφο εμπιστοσύνης του και να δώσει τη χαριστική βολή στην εύθραυστη κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας, κάτι που έγινε τελικά το φθινόπωρο του 93′. Δημιουργεί δική του πολιτική κίνηση, ρίχνοντας την κυβέρνηση Μητσοτάκη, με τον οποίο ανοίγει μια πολιτική βεντέτα, της οποίας τα τραύματα δεν επουλώθηκαν ποτέ.
Η χώρα οδηγείται σε εκλογές και ο Σαμαράς κατεβαίνει επικεφαλής της Πολιτικής Άνοιξης, που βγαίνει τρίτο κόμμα στη Βουλή, ενώ στις ευρωεκλογές του 94′ ανεβάζει θεαματικά τα ποσοστά της, πάνω από το 8%, αξιοποιώντας το κλίμα της εποχής και την εθνικιστική έξαρση. Έρχεται σε συμφωνία με το ΠΑΣΟΚ για την εκλογή του Στεφανόπουλου στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας -που εγκαινίασε μια εποχή ευρύτερης συνεννόησης των αστικών κομμάτων σε αυτό το ζήτημα- ενώ προσπάθησε δειλά-δειλά να μπει και στα Πανεπιστήμια, με τη νεολαία των Νέων Οριζόντων.
Λέγεται πως εμπνευστής του ονόματος της Πολιτικής Άνοιξης ήταν ο Οδυσσέας Ελύτης. Το πιο εντυπωσιακό όμως είναι πως παρά το σωβινιστικό και σχετικά μονοθεματικό προφίλ του κόμματος, συσπειρώνει προσωπικότητες με αριστερό (εντός ή εκτός εισαγωγικών) παρελθόν, όπως ο Λεντάκης, ο Γιώτας και ο Παναγούλης.
Τα επόμενα χρόνια, ωστόσο, αρχίζει η φυσιολογική πτώση κι η σταδιακή εξαφάνιση της ΠΟΛΑΝ, που μένει οριακά εκτός Βουλής το 96′, αποτυγχάνει και στις ευρωεκλογές του 99′ να εκλέξει ευρωβουλευτή (από τους δύο που είχε) και το 2000 λαμβάνεται η απόφαση να μην κατέβει καν στις εκλογές, δείχνοντας τη στήριξή της στη Νέα Δημοκρατία (που ήταν κι ο προθάλαμος για την επιστροφή του Σαμαρά στη Ρηγίλλης). Ο Μητσοτάκης είχε πει ότι σε δέκα χρόνια δε θα θυμάται κανείς το “Μακεδονικό” και έπεσε έξω -η προφητεία του όμως θα επιβεβαιωνόταν κατά κάποιον τρόπο από την πορεία της ΠΟΛΑΝ, που δε θα μπορούσε να στηρίζει εσαεί σε αυτό την ύπαρξή της.
Η επιστροφή του Σαμαρά επισημοποιείται στις ευρωεκλογές του 04′, ενώ στα επόμενα κυβερνητικά σχήματα του Καραμανλή, ο Σαμαράς υπουργοποιείται και έχει ένα πέρασμα από το Υπουργείο Πολιτισμού, που αφήνει πίσω του φήμες και ψίθυρους για μαζικές προσλήψεις και βόλεμα πολλών ψηφοφόρων από την περιφέρειά του.
Μετά τις εκλογές του 09′, κινούνται οι διαδικασίες διαδοχής στη ΝΔ κι ο Σαμαράς βρίσκεται εκ νέου αντιμέτωπος με το Μητσοτάκη και την Μπακογιάννη που είναι η βασική του αντίπαλος. Αξιοποιεί όμως τη συμμαχία του με τον Αβραμόπουλο και τη στήριξη των ΜΜΕ στην Ντόρα -που γυρίζει μπούμερανγκ- για να κερδίσει τις εσωκομματικές εκλογές. Αργότερα θα διέγραφε την Μπακογιάννη -επειδή έσπασε τη γραμμή και υπερψήφισε το πρώτο μνημόνιο του 10′- η οποία θα επιστρέψει πριν τις δεύτερες εκλογές του 12′ και τελικά θα τον εξαναγκάσει σε παραίτηση, μετά από το αποτέλεσμα στο δημοψήφισμα του 15′.
Στο ενδιάμεσο όμως έχουν μεσολαβήσει πολλά και κρίσιμα γεγονότα. Με τη νέα δεκαετία, μπαίνουμε στην εποχή των μνημονίων. Η ΝΔ καταψηφίζει το πρώτο μνημόνιο και χτίζει αντιμνημονιακό προφίλ με το Ζάππειο Ι και ΙΙ, ζητώντας την αναδιαπραγμάτευσή του. Κάνει όμως στροφή 180 μοιρών, ψηφίζοντας το μεσοπρόθεσμο και το δεύτερο μνημόνιο, ενώ αναγκάζεται να δώσει χείρα βοηθείας στο ΠΑΣΟΚ, συγκυβερνώντας ουσιαστικά μαζί του (αν και φρόντισε να στελεχώσει τη νέα κυβέρνηση με εξωοινοβουλευτικά στελέχη, για να κρατήσει τον τίτλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης). Δεν αποφεύγει φυσικά την εκλογική φθορά κι ακολουθεί το ΠΑΣΟΚ στην εκλογική του κατάρρευση, με πιο ελεγχόμενους όρους, ωστόσο.
Στις δεύτερες εκλογές του 12′, επανασυσπειρώνει μεγάλο μέρος από τις εκλογικές της διαρροές και σχηματίζει τρικομματική κυβέρνηση συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ. Στα δυόμισι χρόνια της διακυβέρνησής του, ο Σαμαράς ξεδιπλώνει όλη την ακροδεξιά ατζέντα του, που περιλαμβάνει μια σειρά επιτεύγματα: από το κλείσιμο της ΕΡΤ και τα ΜΑΤ στη Χαλυβουργία -τον πρώτο κιόλας μήνα της κυβέρνησής του- έως το φράχτη στον Έβρο, τη στάση του στο προσφυγικό, το ξεσάλωμα και την πρακτική ατιμωρησία της Χρυσής Αυγής -που είχε επαφές με τον Μπαλτάκο και άλλους κυβερνητικούς διαύλους- στη δολοφονία του Φύσσα και την επίθεση σε εργάτες στο Πέραμα. Επίσης, πηγαίνει σπάνια έως ποτέ στη Βουλή και υιοθετεί ένα κουτσαβάκικο ύφος που προκαλεί γενικά κάκιστες εντυπώσεις -και το συναντάμε και στα γυρίσματα ενός σποτ, όπου κάνει κρίσεις σχετικά με την καλύτερη ώρα για την ερωτική πράξη…
Παρά τις μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις εκείνου του διαστήματος, η κυβέρνησή του δεν υφίσταται την ίδια κινηματική πίεση με τα προηγούμενα σχήματα και πέφτει τελικά εξαιτίας της αδυναμίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας -αφού δε συνεργαζόταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Μετά και από την επικράτηση του “ΟΧΙ” στο δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 15′, ο Σαμαράς εξαναγκάζεται σε παραίτηση, εξακολουθεί όμως να κάνει δημόσιες εμφανίσεις κατά καιρούς, επιδιώκοντας να αξιοποιήσει τη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, για να φανεί δικαιωμένος για την πολιτική του.
Σε γενικές γραμμές όμως ακολουθεί τον προορισμό κι άλλων προκατόχων του, που είναι αναλώσιμο προσωπικό για την τάξη που υπηρετούν και καταλήγουν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, μόλις λήξει η αξία χρήσης τους.