Αντι-ΚΚΕ παραληρήματα και μετεκλογικές λαθροχειρίες
Το ΚΚΕ δεν δικαιούται να πανηγυρίζει επειδή το κλίμα «είναι βαρύ» από την ανατροπή του κοινοβουλευτικού συσχετισμού υπέρ των δυνάμεων της δεξιάς-ακροδεξιάς…Μόνο που η ερμηνεία αυτή του μετεκλογικού σκηνικού γίνεται με αυθαίρετες συγκολλήσεις…
Με παραληρηματικούς ρυθμούς συνεχίζεται από τα φιλο-ΣΥΡΙΖΑ ΜΜΕ η προσπάθεια να απαξιωθεί η εκλογική ενίσχυση του ΚΚΕ, αλλά και να χαραχτούν κάλπικες συντεταγμένες στον νέο χάρτη του πολιτικού συστήματος μετά τις εκλογές, που θα στηρίζουν το «αφήγημα» ότι για την εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ φταίει ο «στραβός γιαλός» του «κατακερματισμένου προοδευτικού χώρου» και όχι βέβαια ότι ο ίδιος αρμενίζει στην ίδια αντιλαϊκή ρότα με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ.
Γι’ αυτό, άλλωστε, μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόροι που στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ το 2019 και τώρα μετακινήθηκαν στη ΝΔ, ήταν αυτοί που της έδωσαν τόσο μεγάλο ποσοστό στις εκλογές, παρά την άγρια αντιλαϊκή επίθεση που εξαπέλυσε την προηγούμενη τετραετία.
Διαβάζουμε για παράδειγμα στην «ανεπίσημη» εφημερίδα του ΣΥΡΙΖΑ ότι το ΚΚΕ δεν δικαιούται να πανηγυρίζει για το ποσοστό του και ότι αυτό δεν είναι δα και κανένα σπουδαίο επίτευγμα. Το γεγονός ότι η «ΕΦΣΥΝ» και η ακροδεξιά «Δημοκρατία» χρησιμοποιούν πανομοιότυπα …αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξουν τον ίδιο ισχυρισμό, μόνο σύμπτωση δεν είναι. Τι είναι αυτό που δεν μπορούν να χωνέψουν; Οτι το ΚΚΕ «μέσα σε έναν συνολικά αρνητικό πολιτικό συσχετισμό, κατέγραψε διακριτή άνοδο σε ψήφους και ποσοστό σε σχέση με τις εκλογές του 2019», όπως αναφέρει η ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ για το εκλογικό αποτέλεσμα του Ιούνη.
Κυρίως, όμως, τους κάθεται στον λαιμό ότι η εκλογική ενίσχυση του ΚΚΕ δεν είναι συγκυριακή, αλλά «είναι δείκτης ανόδου του κύρους του Κόμματος στην εργατική τάξη και σε όλο τον λαό. Κύρος που έχει κατακτηθεί από το γεγονός ότι το Κόμμα πρωτοστάτησε σε όλα τα κρίσιμα μέτωπα της προηγούμενης περιόδου (…) Αυτή η στάση ήταν που έδωσε τη δυνατότητα σε ευρύτερες εργατικές – λαϊκές δυνάμεις σήμερα να ακουμπήσουν στο ΚΚΕ, αναγνωρίζοντας – παρά διαφορετικές απόψεις και σκέψεις που είναι φυσικό να έχουν – τη συνέπεια και σταθερότητά του στην αποκάλυψη της προσπάθειας εξαπάτησης από τον ΣΥΡΙΖΑ».
Επιβεβαίωση όλων αυτών είναι η εκλογική άνοδος του ΚΚΕ – και μάλιστα μεγάλη – σε όλες τις εργατογειτονιές και τις λαϊκές συνοικίες της Αττικής – όπου παρέμεινε και ενισχύθηκε ως τρίτη δύναμη – σε μεγαλοχώρια γύρω από τη ΛΑΡΚΟ, όπου κατοικούν πολλοί από τους εργαζομένους της, σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Θεσσαλονίκη και η Πάτρα, όπου δόθηκαν σημαντικοί αγώνες με πρωταγωνιστικό ρόλο των κομμουνιστών και βελτίωση του συσχετισμού προς όφελος των αγωνιστικών – ταξικών δυνάμεων σε σωματεία και φορείς.
Την ίδια ακριβώς περίοδο, ο ΣΥΡΙΖΑ διαβεβαίωνε την κυβέρνηση ότι «θα λογαριαστούνε μετά», ψήφιζε το 50% των αντιδραστικών νομοσχεδίων της, πρότεινε υπουργούς κοινής αποδοχής σε κρίσιμους τομείς της διακυβέρνησης, για τη διατήρηση «υψηλού βαθμού» συναίνεσης, ήταν ανύπαρκτος στο κίνημα (γι’ αυτό κλαψουρίζουν μετεκλογικά ότι «δεν γειώθηκαν με την κοινωνία»), ενώ κι εκεί που διατηρεί κάποιες δυνάμεις, έβαζε πλάτη για να εφαρμοστούν οι αντιδραστικές προβλέψεις του νόμου Χατζηδάκη και να εμποδιστούν οι αγώνες που αποφάσιζαν τα συνδικάτα. Αυτή η διαχρονική πολιτική του, η απογοήτευση και η μοιρολατρία που έσπειρε ως κυβέρνηση και ως αντιπολίτευση όλα αυτά τα χρόνια, έστειλε τελικά ακόμα περισσότερους στην αγκαλιά της ΝΔ ή τους επέστρεψε στο ΠΑΣΟΚ.
Το ΚΚΕ δεν δικαιούται επίσης να πανηγυρίζει επειδή το κλίμα «είναι βαρύ» από την ανατροπή του κοινοβουλευτικού συσχετισμού υπέρ των δυνάμεων της δεξιάς – ακροδεξιάς για πρώτη φορά από το 1977, σύμφωνα με την «ΕΦΣΥΝ» (και τον αρθρογράφο της «Αυγής»). Με τέτοιες επινοήσεις προσπαθούν να «γλυκάνουν» την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, τοποθετώντας την στο κάδρο μιας συνολικότερης «υποχώρησης» της αριστεράς – κεντροαριστεράς, στην οποία κατατάσσουν επίσης το ΠΑΣΟΚ και ορισμένες «όμορες» δυνάμεις (π.χ. ΔΗΜΑΡ), που κατά καιρούς μπαινόβγαιναν στη Βουλή. Μόνο που η ερμηνεία αυτή του μετεκλογικού σκηνικού γίνεται με αυθαίρετες συγκολλήσεις και κάλπικες διαχωριστικές γραμμές, που έχουν ξοφλήσει προ πολλού…
Για παράδειγμα, το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ συγκρότησε κοινοβουλευτική πλειοψηφία με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ, ενώ μερικά χρόνια πριν, η «αριστερή» ΔΗΜΑΡ συγκυβερνούσε με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ (το οποίο τότε δεν ήταν …προοδευτικό για τον ΣΥΡΙΖΑ), όπως έκανε για ένα διάστημα και ο ΛΑ.Ο.Σ. Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση αποδεχόταν τις ψήφους των χρυσαυγιτών στη Βουλή, λέγοντας ότι «δεν έχουν χρώμα». ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και Ποτάμι ψήφισαν μαζί το 3ο και σκληρότερο μνημόνιο, έχοντας βάλει όλοι πλάτη για να εφαρμοστούν τα άλλα δυο. «Προοδευτικοί», δεξιοί και ακροδεξιοί, όλοι «ένα χαρμάνι» για να «τρέχει» ο σχεδιασμός του κεφαλαίου με μοιρασμένους ρόλους και να χειραγωγείται ο λαός, είτε με το καρότο, είτε με το μαστίγιο.
Δυο ακόμα λαθροχειρίες σ’ αυτήν την «πέτσινη» ανάλυση: Πρώτον, στις εκλογές του Ιούνη τα ακροδεξιά – φασιστικά κόμματα («Σπαρτιάτες» του Κασιδιάρη, κόμμα Βελόπουλου και θρησκόληπτο «Νίκη») πήραν μαζί 12,77%, συνολικά 665.139 ψήφους. Στις εκλογές του φθινοπώρου του 2015, που ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ για δεύτερη φορά στη διακυβέρνηση, οι φασίστες της Χρυσής Αυγής μαζί με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ, το κόμμα του φασιστοειδούς Τζήμερου και το ΕΠΑΜ είχαν πάρει 12,19%. Ενώ τον Γενάρη του ίδιου έτους, όταν είχε κατέβει στις εκλογές για τελευταία φορά και ο ακροδεξιός ΛΑ.Ο.Σ. του Καρατζαφέρη, είχε πάρει μαζί με Χρυσή Αυγή και ΑΝΕΛ 12,78%.
Ακόμα πιο πίσω, στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση του 2012, οι ΑΝΕΛ, η Χρυσή Αυγή, ο ΛΑ.Ο.Σ. και το μόρφωμα του Τζήμερου είχαν πάρει 17,6%. Ενώ τον Μάη του 2012 οι ίδιες δυνάμεις είχαν πάρει το διόλου ευκαταφρόνητο 24,14%, δηλαδή 1.526.314 ψήφους!
Οσοι λοιπόν σήμερα χύνουν κροκοδείλια δάκρυα και στον απόηχο της συντριβής του ΣΥΡΙΖΑ φωνάζουν «λύκος στα πρόβατα», ας ανατρέξουν στη μεγάλη εικόνα μιας υπαρκτής ακροδεξιάς, που η ψήφος της άλλοτε «κρύβεται» μέσα σε «παραδοσιακά» αστικά κόμματα και άλλοτε βρίσκει έκφραση σε μορφώματα, κόμματα και αποκόμματα μίας χρήσης, με τα οποία όλες οι αστικές πολιτικές δυνάμεις χαριεντίζονται, επειδή το σύστημα τα χρησιμοποιεί ως εφεδρεία απέναντι στον λαό: Αλλοτε σαν σκιάχτρο, για να τον εγκλωβίζει στην υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας – δικτατορίας του κεφαλαίου, και άλλοτε ως δύναμη κρούσης ενάντια στους εργατικούς – λαϊκούς αγώνες. Γι’ αυτό, δεν χωράει καμία επανάπαυση και κανένας εφησυχασμός από τον λαό.
Δεύτερον, στην ίδια ακριβώς σελίδα που η «ΕΦΣΥΝ» …θρηνεί για την «ήττα» της κεντροαριστεράς από τη δεξιά – ακροδεξιά, παραθέτει στοιχεία του exit poll σύμφωνα με τα οποία όσοι δηλώνουν «κεντρώοι» ψήφισαν τον Ιούνη κατά 37,1% ΝΔ, κατά 31,7% ΠΑΣΟΚ και μόλις κατά 12,9% ΣΥΡΙΖΑ! Δηλαδή περίπου 4 στους 10 ψήφισαν τη …«νεοφιλελεύθερη» ΝΔ, επειδή την αντιλαμβάνονται ως «κεντρώο» κόμμα. Τόση αξιοπιστία έχει λοιπόν η κατάταξη των κομμάτων στον άξονα δεξιά – κέντρο – αριστερά, με την οποία η εφημερίδα επιχειρεί να αμβλύνει τις εντυπώσεις για την εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ…
Ο συσχετισμός λοιπόν πράγματι παραμένει αρνητικός για τον λαό την επομένη των εκλογών. Το κριτήριο όμως δεν είναι η εκλογική καθίζηση του σοσιαλδημοκρατικού πόλου που εξέφραζαν ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, αλλά το γεγονός ότι τα κόμματα που στηρίζουν την πολιτική των επιχειρηματικών ομίλων, της ΕΕ, του ΝΑΤΟ, συνεχίζουν να απολαμβάνουν τη μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής – λαϊκής στήριξης, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια και αποδοχή της αντιλαϊκής πολιτικής.
Στοιχείο του αρνητικού συσχετισμού είναι επίσης η δηλητηριώδης άποψη που καλλιεργεί η σοσιαλδημοκρατία, και ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ, ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, που οδηγεί τον λαό σε συμβιβασμό και συναίνεση με την αντιλαϊκή στρατηγική, βάζει τρικλοποδιές στο εργατικό – λαϊκό κίνημα. Και, βέβαια, η ενισχυμένη παρουσία στη Βουλή του ακροδεξιού και φασιστικού χώρου είναι μία ακόμα αρνητική εξέλιξη αυτών των εκλογών.
Απέναντι σε όλους αυτούς, απέναντι στην αντιλαϊκή πολιτική που κλιμακώνει με το «καλημέρα» η νέα κυβέρνηση της ΝΔ, επιδιώκοντας ευρύτερες συναινέσεις σε κρίσιμα για το κεφάλαιο ζητήματα, το ΚΚΕ κάνει από σήμερα κιόλας πράξη τη δέσμευσή του ότι θα βρεθεί στο μετερίζι μιας 100% μαχητικής εργατικής – λαϊκής αντιπολίτευσης. Οτι θα είναι η πραγματική φωνή του λαού και θα συμβάλει άμεσα να δοθεί η μάχη στους δρόμους του αγώνα και μέσα στη Βουλή, απέναντι σε κάθε αντιλαϊκό νομοσχέδιο, απέναντι στην κλιμάκωση της εμπλοκής στους ΝΑΤΟικούς σχεδιασμούς, απέναντι σε αυτόν τον συνολικά αρνητικό πολιτικό συσχετισμό. Και αυτός είναι ένας καλός λόγος για να «σκάει» από ελπίδα το χειλάκι του λαού την επομένη των εκλογών!
Αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη της Πέμπτης 29 Ιούνη 2023