Από τη Χιροσίμα στη Σούδα

Η Σούδα, το σύμπλεγμα αεροπορικών και ναυτικών εγκαταστάσεων που ολοένα και μεγαλώνει εκεί, δεν υπηρετεί ούτε την ειρήνη, ούτε τη «νομιμότητα», ούτε τον πολιτισμό, ούτε τις αξίες της ανθρωπότητας. Τον πόλεμο εξυπηρετεί στην πλέον εγκληματική μορφή του.

Η ομιλία στη χτεσινή εκδήλωση που διοργάνωσε η Επιτροπή Ειρήνης Χανίων,  με αφορμή τα 72 χρόνια από την πυρηνική επίθεση σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι.

Σήμερα είναι 4 Αυγούστου. Είναι μια επετειακή ημερομηνία. Σαν σήμερα στα 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς, παλαιός συντηρητικός πολιτικός και εκλεκτός της βασιλικής αυλής έγινε δικτάτορας, με την εντολή του βασιλιά Γεωργίου του Β’ και την έγκριση των δύο ισχυρών αστικών κομμάτων της τότε ελληνικής Βουλής, των Λαϊκών και των Φιλελεύθερων. Ο δικτάτορας διακήρυξε αμέσως ότι ανέλαβε τις έκτακτες εξουσίες για να διατηρήσει την ειρήνη στη χώρα, για να μη γίνει η Ελλάδα δεύτερη Ισπανία. Λίγες ημέρες νωρίτερα στην Ισπανία οι στρατηγοί είχαν προχωρήσει σε πραξικόπημα ενάντια στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου και, με τη άμεση βοήθεια της ναζιστικής Γερμανίας, της φασιστικής Ιταλίας αλλά και των ισχυρών μονοπωλιακών ομίλων της εποχής (αμερικανικών κυρίως), ξεκινούσαν το αιματοκύλισμα του ισπανικού λαού.  

Ο Μεταξάς, προσαρμόζοντας τα γεγονότα στα συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού που τον οδήγησε στην εξουσία, διακήρυξε ότι η μεγαλύτερη απειλή για την ειρήνη προέρχεται από τους αγώνες των λαών, των εργαζόμενων, της εργατικής τάξης. Η πολιτική έκφραση των τελευταίων, το κομμουνιστικό κίνημα, έπρεπε να συντριβεί για να βασιλέψει η ειρήνη και να έρθει η πολυυποσχεμένη στον καπιταλισμό –και συνεχώς ανεύρετη- ευημερία των λαών. Και για να εξασφαλίσει την ειρήνη, όπως έλεγε, άρχισε να μιμείται τις ναζιστικές πρακτικές και τελετουργίες, ίδρυσε τον Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό όπως ο Χίτλερ ίδρυσε το Τρίτο Ράϊχ, έντυσε τη νεολαία με στολές φασιστικές, έμαθε τον κόσμο να χαιρετά με τον τρόπο που χαιρετούσαν στο Βερολίνο και τη Ρώμη, έκλεισε πολύ κόσμο στις φυλακές, έστειλε περισσότερους στις εξορίες, μόλυνε κάθε γωνιά της χώρας με χαφιέδες και «πρόθυμους», έδινε ρετσινόλαδο σε όσους αντιμιλούσαν στο καθεστώς του. Στο όνομα της ειρήνης όλα αυτά με πρότυπο τον Φράνκο, τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ.  Σε μια χώρα που ανήκε στην Αγγλία έγιναν όλα αυτά (Πορτογαλία του Σαλαζάρ το ίδιο) και για αυτό και μόνο το λόγο ο δικτάτορας δεν προσυπέγραψε το Σύμφωνο Αντικομιντέρν, τη συμμαχία Γερμανίας, Ιαπωνίας, Ιταλίας, ενάντια στον κομμουνισμό και τη Σοβιετική Ένωση. Ενάντια στον ελληνικό λαό ήθελε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου να χρησιμοποιήσει αυτά τα όπλα, όχι στην γεωπολιτική σκακιέρα που οι ισχυροί όριζαν.

Αυτού του είδους την ειρήνη αντιλαμβανόταν τότε ο ελληνικός καπιταλισμός, η άρχουσα τάξη της χώρας και αυτού του είδους η ειρήνη οδήγησε στον δεύτερο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο τρία περίπου χρόνια αργότερα. Ίσως εβδομήντα, ίσως ογδόντα εκατομμύρια νεκρούς προκάλεσε αυτός ο πόλεμος….

***

Τις τελευταίες ημέρες του παγκόσμιου πολέμου, ημέρες του Αυγούστου επίσης, στις 6 και στις 9 του μήνα, στα 1945, ένα άλλο γεγονός πέρασε στο ημερολόγιο των επετείων που πολλά έχουν να μας πουν και να μας διδάξουν. Η αμερικανική αεροπορία χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το πιο καταστροφικό –ως τώρα, ας μην προδικάζουμε το μέλλον- όπλο που γνώρισε η ιστορία της ανθρωπότητας: Την ατομική βόμβα. Το όπλο αυτό, εξαιτίας της τρομερής καταστροφικής του δύναμης δεν στρεφόταν ενάντια σε στρατούς, μέτωπα και συγκροτημένους στόλους. Ενάντια σε πόλεις στρεφόταν, σε κατοικίες ανθρώπων που δεν ήταν στρατιώτες, με σκοπό διακηρυγμένο να τις εξαφανίσει από τον χάρτη, τις πόλεις και όσους κατοικούσαν σε αυτές.

Στη Χιροσίμα πέθαναν, εξαερώθηκαν ή κάηκαν, περίπου 100 με 130.000 άνθρωποι. Στο Ναγκασάκι κάτι ανάμεσα στις 40 και τις 80.000. Οι μισοί ακαριαία, οι υπόλοιποι βασανιστικά τις επόμενες ημέρες και μήνες. Οι πόλεις που είχαν επιλεγεί ως στόχοι ήταν πόλεις βιομηχανικές μας λένε στην επίσημη ιστορία οι απολογητές των ιμπεριαλιστικών εγκλημάτων. Το καλοκαίρι όμως του 1945 η ιαπωνική βιομηχανία είχε από καιρό σταματήσει να στηρίζει την πολεμική προσπάθεια της χώρας καθώς έλειπαν και καύσιμα και πρώτες ύλες. Ήταν όμως πόλεις εργατικές –αυτό δεν μας το λένε οι επίσημες καταγραφές- και οι εργάτες αυτοί ήταν ο στόχος των ατομικών όπλων.

Επρόκειτο για τη συνέχιση μιας δόκιμης στρατηγικής με νέα μέσα και όπλα. Από την αρχή του Β’ παγκοσμίου πολέμου η έννοια του στρατηγικού πολέμου, του στρατηγικού βομβαρδισμού, είχε ως κύριο στόχο πόλεις και τους ανθρώπους που κατοικούσαν σε αυτές. Η Βαρσοβία, το Βελιγράδι, το Λονδίνο, το Κόβεντρι βρίσκονταν μακριά από τα μέτωπα του πολέμου, αυτές τις πόλεις έσπευσε να κατακαύσει η γερμανική αεροπορία τις πρώτες ώρες του «αστραπιαίου της πολέμου, του Μπλιτζ. Καθώς προχωρούσε ο πόλεμος η στρατηγική αυτή γνώριζε νέες δόξες και επίπεδα. Στα 1943 37.000 άτομα κάηκαν στις εργατικές συνοικίες του Αμβούργου. Τα εργοστάσια του Μέσσερσμιτ στην ίδια πόλη (σε αυτά εδράζεται ένα τμήμα της ΑΙΡΜΠΑΣ σήμερα) δεν θίχτηκαν. Η Κολωνία και οι πόλεις του Ρουρ ισοπεδώθηκαν μαζί με τους κατοίκους τους, τα εργοστάσια του Κρουπ και της Ραϊνμέταλ δεν καταστράφηκαν (από αυτούς αγοράζουν όπλα οι πάντες σήμερα). Το Τόκυο πυρπολήθηκε μεθοδικά μαζί με τους κατοίκους του (100.000 κάηκαν μέσα σε λίγες ώρες στον βομβαρδισμό της 9 με 10 Μαρτίου 1945). Τα ναυπηγεία στην ακτή δεν βομβαρδίστηκαν…

Οι λεγόμενοι στρατηγικοί βομβαρδισμοί δεν είχαν σχέση με την πορεία και την έκβαση του πολέμου. Η μόνη από τις εμπόλεμες δυνάμεις που δεν υιοθέτησε και δεν εφάρμοσε αυτή τη στρατηγική, η Σοβιετική Ένωση, ήταν τελικά εκείνη η δύναμη που συνέτριψε τον Ναζισμό, τον Άξονα, τη Νέα Ευρώπη τους και την αντικομμουνιστική σταυροφορία τους. Αντίθετα και παρά τις θυσίες που η ίδια κατέβαλε στο βωμό της αντιφασιστικής νίκης η Σοβιετική Ένωση καταδίκασε από τη πρώτη στιγμή τους στρατηγικούς βομβαρδισμούς ειδικά όταν αυτοί ξεπερνούσαν κάθε μέτρο παραλογισμού και αγριότητας –στη Δρέσδη, στη Χιροσίμα, στο Ναγκασάκι.

Για τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς, όπως για τους Γερμανούς ναζί στην αρχή του πολέμου, ο στόχος ήταν άλλος, καμία σχέση με τη νίκη επί του εχθρού.  Πολύ απλά φοβόντουσαν τυχόν επανάληψη στο τέλος του δεύτερου μεγάλου ιμπεριαλιστικού πολέμου την επανάληψη του σκηνικού του πρώτου, το ξέσπασμα δηλαδή εργατικών επαναστάσεων στο καθημαγμένο από τον πόλεμο τοπίο. Δεν ήθελαν με τίποτα να δουν να επαναλαμβάνεται το 1917, το 1918, το 1919, το 1921. Επρόκειτο για έναν παράλληλο πόλεμο. Η επίθεση ενάντια στις λαϊκές συνοικίες και τα πυκνοκατοικημένα κέντρα των πόλεων αποσάρθρωνε τις κοινωνικές σχέσεις, διέλυε τις κοινωνικές οργανωτικές δομές, τις πολιτικές ανάμεσά τους, υποκαθιστούσε την πολιτική σκέψη με τον τρόμο και το ζωώδες ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Απέβλεπε στη δημιουργία μιας κοινωνικής μαύρης τρύπας μέσα από την οποία καμία επανάσταση δεν θα μπορούσε να προκύψει.

Οι λεγόμενοι στρατηγικοί βομβαρδισμοί αποδείχθηκαν πολύ πετυχημένο δόγμα. Οπωσδήποτε δεν έκριναν την έκβαση του παγκόσμιου πολέμου, αυτό το έκριναν οι στρατιώτες στα πεδία των μαχών και οι δυνάμεις της Αντίστασης στις κατακτημένες ή υποταγμένες χώρες. Πέτυχαν όμως να αναχαιτήσουν, να αποτρέψουν τις επαναστάσεις, κίνδυνος πολλαπλά διαγραφόμενος μέσα στον φονικό και καταστροφικό παραλογισμό του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Χάρη και σε αυτούς ο καπιταλισμός επιβίωσε του εγκλήματος, του σφαγείου που οι ανταγωνισμοί του είχαν προκαλέσει.

Η επιτυχία προκάλεσε τη γενίκευση. Τα στρατηγικά όπλα, οι πυρηνικές κεφαλές και οι φορείς τους έγιναν το βασικό συστατικό των οπλοστασίων των μεγάλων δυνάμεων στην διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Το ότι επρόκειτο για «όπλα μαζικής –και τυφλής- καταστροφής», θεωρήθηκε πλεονέκτημα και όχι πρόβλημα στον προσδιορισμό των πολιτικών στόχων του πολέμου. Για πολλά χρόνια, ο πόλεμος έμεινε «ψυχρός» και η ανθρωπότητα γλύτωσε τον εφιάλτη του πυρηνικού ολοκαυτώματος χάρη στην αναγκαστική ισορροπία του τρόμου. Η ταχύτητα με την οποία το σοσιαλιστικό στρατόπεδο απέκτησε τέτοιας μορφής όπλα διαμόρφωσε μια ειδική κατάσταση. Το ισχυρό σοσιαλιστικό στρατόπεδο, τα κινήματα ειρήνης που πήραν εντυπωσιακές διαστάσεις σε πολλές ιμπεριαλιστικές χώρες και ο φόβος αμοιβαίας καταστροφής εμπόδιζε αυτήν την στρατηγική να εκδηλωθεί στην πλήρη, την ολοκληρωτική της διάσταση. Η ειρήνη κρατήθηκε με τα δόντια και με πολύμορφους αγώνες των λαών.

***

Η παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση και στα σοσιαλιστικά κράτη ανέτρεψε το σκηνικό του Ψυχρού Πολέμου και διαμόρφωσε ένα νέο, μέσα στο οποίο ζούμε σήμερα. Οι ισχυρές δυνάμεις του καπιταλιστικού κόσμου έσπευσαν, απελευθερωμένες πλέον από την απειλή του ισχυρού αντιπάλου, να επαναφέρουν την στρατηγική των φονικών βομβαρδισμών στο οπλοστάσιο της κυριαρχίας τους. Ατιμώρητοι πλέον εξαπολύουν από αέρος επιχειρήσεις τύπου «Σοκ και Δέος» ενάντια σε όσους –ανταγωνιστές, λαούς, κράτη, κυβερνήσεις- βάζουν στο στόχαστρό τους. Πρόκειται για ένα μονοπώλιο επίδειξης ισχύος και «φονικής δυνατότητας» μέσα από το οποίο επιχειρούν να διαμορφώσουν τον κόσμο όπως τα συμφέροντα των ισχυρών μονοπωλίων επιθυμούν.  Και τον κάνουν με τον τρόπο που γίνονται αυτά στην ιστορία – με αίμα, φωτιά και θάνατο, με πόλεμο δηλαδή  

Σε αυτό το σκηνικό, για να έρθουμε κοντά στις δικές μας υποθέσεις, εντάσσεται και η επιθετική βάση της Σούδας – εδώ δίπλα μας. Δεν φτιάχτηκε για να υπηρετήσει την όποια υπόθεση της ειρήνης, για να εξασφαλίσει την ασφάλεια ή την ελευθερία των λαών. Αυτά είναι λόγια ρητορικά, κίβδηλα και συνήθως κρύβουν πολύ περισσότερα απ’ όσα εκφράζουν. Την πραγματικότητα κρύβουν κάτω από τα ωραιοπρεπή πέπλα του ψευδώνυμου.

Η στρατηγική σημασία του λιμανιού της Σούδας και οι δυνατότητες που πρόσφερε το Ακρωτήρι, δεν είχαν περάσει απαρατήρητες ούτε σε παλαιότερες εποχές. Για πολύ καιρό τα εποφθαλμιούσε η Αγγλία – κυρίαρχη τότε της Μεσογείου. Δεν είναι τυχαίο ότι τις πρώτες κιόλας ημέρες από την είσοδο της Ελλάδας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Βρετανία έσπευσε να αναλάβει με δικές της δυνάμεις την άμυνα της Κρήτης και ότι βρετανικά στρατεύματα έσπευσαν αμέσως να εγκατασταθούν στη Σούδα και στο Ακρωτήρι (από τις 2 Νοεμβρίου 1940). Ούτε ο Μεταξάς, ούτε ο Γεώργιος, ούτε ο Παπάγος, ούτε οι τοπικοί άρχοντες φάνηκαν να έχουν αντίρρηση με αυτή την παραχώρηση κυριαρχίας. Ήταν σχεδόν δεδομένο ότι η Σούδα, η Κρήτη προορίζονται να εξυπηρετήσουν πρώτα τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των ισχυρών και κατόπιν μόνο τα αντίστοιχα της Ελλάδας ή του νησιού – πόσο μάλλον του λαού της.

Μετά τον πόλεμο το ενδιαφέρον για την Κρήτη παρέμενε κυρίως αγγλικό χωρίς όμως η τραυματισμένη από τον πόλεμο αποικιακή αυτοκρατορία να μπορεί να κάνει τίποτε περισσότερο από του να συνδράμει τοπικούς παράγοντες που στα δύσκολα χρόνια του πολέμου είχαν στρατευθεί με τα συμφέροντα της Βρετανίας. Η τελευταία είχε εξάλλου ακόμα βάσεις ισχυρές στη Μεσόγειο, στην Αλεξάνδρεια, στο Σουέζ, στη Μάλτα, στο Γιβραλτάρ, στην Κύπρο, θα ήταν περιττή πολυτέλεια να αποκτήσει μια ακόμα. Οι Αμερικανοί ήταν οι νέοι ενδιαφερόμενοι. Από το 1945 οι πρώτες αποστολές τους με οικονομικό ανθρωπιστικό ενδιαφέρον είχαν εμφανιστεί στο νησί. Οι πρώτες μελέτες ανοικοδόμησης και ανάπτυξης αμερικανικές ήταν. Η αποχώρηση της Βρετανίας από την Ελλάδα το φθινόπωρο του 1946 –μη μπορώντας να αντέξει το κόστος στήριξης του κυβερνητικού στρατοπέδου στον εμφύλιο πόλεμο που μόλις ξεκινούσε, έδωσε στους Αμερικανούς την ευκαιρία που περίμεναν. Ως τότε η υπερατλαντική δύναμη, παρά την ισχυρή ναυτική δύναμη που διέθετε, δεν είχε μόνιμη βάση στη Μεσόγειο και η Κρήτη ίσως μπορούσε να λύσει το πρόβλημα αυτό.

Το αμερικανικό ενδιαφέρον για μια ισχυρή ναυτική και αεροπορική βάση στο Ακρωτήρι-Σούδα εκδηλώθηκε στις πρώτες επαφές με την ελληνική πλευρά που κατέληξαν στις ελληνο-αμερικανικές συμφωνίες του 1947. Στο τέλος του Εμφυλίου οι κυβερνήσεις της Αθήνας είχαν ήδη αποδεχθεί τα αμερικανικά αιτήματα. Η υπόθεση δεν εξελίχθηκε γρήγορα καθώς η Βρετανία εξακολουθούσε θεωρητικά να είναι η υπεύθυνη για τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή δύναμη και οι ΗΠΑ δεν ήθελαν να δημιουργήσουν προβλήματα στην στενή τους σύμμαχο. Η είσοδος της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ στα 1952 απελευθέρωσε τις διαδικασίες και οι εργασίες για διαμόρφωση ενός συμπλέγματος βάσεων και «διευκολύνσεων» ξεκίνησαν σχεδόν αμέσως. Η διαμόρφωση ενός τεράστιου επιθετικού στρατιωτικού συμπλέγματος ξεκίνησε χωρίς ποτέ από τότε να σταματήσει να διευρύνεται και να ενισχύεται.

Μετά από τις αστειότητες της δεκαετίας 1981-1990 περί εκδίωξης ή τελικά «ελληνοποίησης» των βάσεων, επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ, Το θεσμικό πλαίσιο της αμερικανικής και νατοϊκής παρουσίας διαμορφώθηκε με την Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συμφωνίας του 1990 –με πρωθυπουργό τον Μητσοτάκη και υπουργό εξωτερικών τον Σαμαρά. Έκτοτε συμπληρώνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα με νέες συμφωνίες κάθε μορφής που διευρύνουν συνεχώς την αμερικανική και νατοϊκή δικαιοδοσία πάνω στην περιοχή και στις εγκαταστάσεις των βάσεων. Όλες οι αστικές κυβερνήσεις πρόσθεσαν, με διάφορα προσχήματα, νέες δεσμεύσεις ως προς τις «συμμαχικές υποχρεώσεις» στην περιοχή των Χανίων. Οι νέες διαπραγματεύσεις που βρίσκονται σήμερα σε εξέλιξη μεταξύ της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και της αμερικανικής πλευράς υπόσχονται να παραχωρήσουν πρόσθετα δικαιώματα στους μεγάλους φίλους και συμμάχους της αστικής τάξης στη χώρα μας. Το βάρος πλέον έχει μεταφερθεί στην ανάπτυξη των εγκαταστάσεων της ναυτικής βάσης όπου η περίφημη τεράστια προβλήτα Κ-14 είναι η μόνη στη Μεσόγειο που μπορεί να εξυπηρετήσει αεροπλανοφόρα των 100.000 τόνων και πυρηνικά υποβρύχια. Νέες εγκαταστάσεις για μη-επανδρωμένα εναέρια μέσα εμπλουτίζουν τις δυνατότητες του συμπλέγματος. Η μόνιμη εγκατάσταση στρατοπέδου «ειδικών δυνάμεων» έχει προστεθεί στα αιτήματα των ΗΠΑ.

***

Όλες οι συζητήσεις για το ζήτημα των βάσεων διακρίνονται για την πληθωρική παρουσία ωραίων λέξεων: ειρήνη, ασφάλεια, σταθερότητα, έχουν ακουστεί χιλιάδες φορές στον επίσημο λόγο για τις βάσεις. Κάτω από αυτές τις λέξεις κρύβεται ο επιθετικός πόλεμος, η «προβολή ισχύος» όπως επίσημα ονομάζεται. Πρόκειται για το «δικαίωμα» των ισχυρών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων να στρέφουν το οπλοστάσιό τους ενάντια σε όποιον γίνεται ανεπιθύμητος στο καπιταλιστικό σύστημα. Στην υπηρεσία αυτού του δικαιώματος η Σούδα έχει προσφέρει τα πάντα.

Τον καιρό του Ψυχρού Πολέμου ήταν το κέντρο διακίνησης πυραύλων και όπλων, βασικός κόμβος στην πολιτική «περίσχεσης» της Σοβιετικής Ένωσης και των συμμάχων της. Υπήρξε το ασφαλές καταφύγιο των αεροσκαφών του τότε 6ου Αμερικανικού Στόλου όποτε κάτι δεν πήγαινε καλά στις «ειρηνευτικές» του (πάντα οι ωραίες λέξεις) επιχειρήσεις. Στα 1958 στήριξε την επίθεση στο Λίβανο και τα πραξικοπήματα στη Μέση Ανατολή, στα 1967 και στα 1973 υπήρξε βασικό σημείο στήριξης και ανεφοδιασμού του Ισραήλ στους πολέμους του εναντίον των Αράβων. Στα 1974 όταν για μια και μόνη φορά η ελληνική πολεμική αεροπορία χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει τη βάση του Ακρωτηρίου για να στηρίξει με τα τότε καινούργια αεροπλάνα F-4E την άμυνα της Κύπρου ενάντια στην τουρκική εισβολή, τότε, πολύ παράδοξο αυτό, τίποτε δεν φάνηκε να λειτουργεί στη περίφημη βάση. Τα ανταλλακτικά χάθηκαν, ο οπλισμός χάθηκε, ίσως και τα καύσιμα, τα βοηθήματα έπαψαν να λειτουργούν. Τα ελληνικά μαχητικά ποτέ δεν πέταξαν για την Κύπρο. Είναι απορίας άξιο πως οι μετέπειτα αστοί πολιτικοί της Ελλάδας κατάφεραν να «ξεχάσουν» σε τόσο απόλυτο βαθμό τα όσα έγιναν στο όχι και τόσο μακρινό 1974.

Το σύμπλεγμα του Ακρωτηρίου-Σούδας γνώριζε νέα επίπεδα «δόξας» μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Υπήρξε –τον ρόλο αυτόν τον διευρύνει και σήμερα- ένα από τα βασικά εργαλεία για την βίαιη προσαρμογή της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής στη «νέα τάξη πραγμάτων» μετά το 1991. Από το σημείο αυτό ξεκίνησε η άμεση εμπλοκή του επιθετικού συμπλέγματος σε μια διαδοχή αιματηρών μακρόχρονων πολέμων. Ο κατάλογος είναι ήδη ατελείωτος και ολοένα και διευρύνεται με νέα θύματα, νέους λαούς και χώρες στα γρανάζια του ιμπεριαλιστικού πολέμου: Λίβανος, Αφγανιστάν, Ιράκ, Λιβύη, Συρία, Υεμένη, Σομαλία, νέες εστίες σε Τυνησία, Αίγυπτο, Σουδάν, υποσαχάρια Αφρική, για να μείνουμε στις κοντινές σε εμάς περιπτώσεις. Υπολογίζεται ότι από το 2001 ως σήμερα στους ακήρυχτους και ατελείωτους αυτούς πολέμους έχουν χάσει τη ζωή τους δύο εκατομμύρια άτομα και έχουν προσφυγοποιηθεί και εξαθλιωθεί πολλές δεκάδες εκατομμύρια άλλα.

Οι βάσεις της Σούδας, άλλοτε μετέχουν απευθείας στις επιθέσεις – λόγου χάρη οι βομβαρδισμοί στη Λιβύη- άλλοτε φιλοξενούν και εφοδιάζουν πλοία και αεροπλάνα που μετέχουν σε αυτές. Οι βομβαρδισμοί αυτοί είναι «στρατηγικοί βομβαρδισμοί», όπως νωρίτερα τους περιγράψαμε. Δεν έχουν στόχο τους, όπως επίσημα μας λένε κάποιους «κακούς», τίποτε φανατικούς τρομοκράτες ή τίποτε αποθήκες χημικών ή βιολογικών όπλων από εκείνες τις ανεύρετες που αποτέλεσαν το πρόσχημα για πολλές από τις επιθετικές εξορμήσεις.   Στόχο έχουν την κοινωνική συνοχή και τις πολιτικές δομές. Στις δεκάδες χιλιάδες εικόνες που έχουμε δει από τους πολέμους της Συρίας ή της Λιβύης για παράδειγμα, πολύ σπάνια βλέπουμε μια πετρελαιοπηγή, ένα αγωγό αερίου, ένα αντλιοστάσιο να καίγονται ή να βομβαρδίζονται. Αντίθετα μεγαλοπρεπείς εκρήξεις μέσα σε πόλεις μέσα σε συνοικίες όπου κατοικούν άνθρωποι, γυναίκες, γέροντες, παιδιά, παρουσιάζονται ως «αποφασιστικά πλήγματα» ενάντια στον εχθρό. Πόση υποκρισία χρειάζεται να επιστρατεύσουν οι προπαγανδιστές του ιμπεριαλισμού για να ισχυριστούν ότι τα 84.000 βλήματα –βόμβες και πυραύλους- που έριξαν στη Συρία από το 2014 ως τον περασμένο Ιούνιο οι δυνάμεις του «συνασπισμού», Ηνωμένες Πολιτείες επικεφαλής, είχαν στόχο κακούς τρομοκράτες και καθόλου δεν ευθύνονται για την τραγωδία των κατοίκων της χώρας και για την εικόνα της απίστευτης καταστροφής που έρχεται από εκεί (καταστροφή πολιτικά μελετημένη – βλέπετε ούτε η Ρωσία, ούτε το καθεστώς Άσαντ θα έχουν τα οικονομικά μέσα για την ανοικοδόμηση της κατεστραμένης χώρας – άρα ο δυτικός συνασπισμός, το αμερικανικό και ευρωπαϊκό κεφάλαιο, χάσει ή κερδίσει τον πόλεμο θα είναι αναγκαία παράμετρος στην μεταπολεμική – αν ποτέ υπάρξει- περίοδο).

Λέγεται επίσημα ότι οι «παράπλευρες απώλειες» από τους βομβαρδισμούς στη Συρία είναι 12 με 18.000 άνθρωποι. Με 84.000 βλήματα σε κατοικημένους τόπους ένας αριθμός 80 ως 100.000 θυμάτων είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα. Αν προσθέσουμε και όσους θανάτους αμάχων προκαλεί η ρωσική αεροπορία και οι λοιποί βομβαρδίζοντες, τότε είναι βέβαιο ότι η συντριπτική πλειονότητα των θανάτων στον πόλεμο αυτό είναι αποτέλεσμα της ανελέητης εναέριας επίθεσης που δέχεται η χώρα. Είναι άσχετη η «διευκόλυνση» (facility το λένε – δεν είναι βάση) της Σούδας με αυτό το μακελειό;

Αλήθεια αναρωτιούνται ποτέ οι αστικές κυβερνήσεις στη χώρα μας για το πόσες ανθρώπινες ζωές, ποιο ποσοστό επί των θανάτων και της καταστροφής αναλογεί στις δικές τους παρεχόμενες «διευκολύνσεις», στη δική τους συνενοχή στο έγκλημα του δολοφονικού από αέρος και θάλασσα πολέμου; Αναρωτούνται οι σημερινοί αυτοοριζόμενοι ως «αριστεροί» κυβερνήτες της χώρας πόσα από τα βλήματα που πέφτουν στη Συρία ή στη Λιβύη, πέρασαν από τη βάση της Σούδας; Έχουν ποτέ σκεφτεί με πόσους νεκρούς θα πληρωθούν οι συμφωνίες που υπόγραψαν και θα υπογράψουν;  Αξίες ανθρωπιστικές, πολιτισμό και ειρήνη μας πουλάνε στα λόγια την ώρα που σπεύδουν με χαρά να γίνουν συνένοχοι στα πιο δολοφονικά εγχειρήματα.

Μας ανήγγειλαν πριν λίγες ημέρες πάντα με χαμόγελο και ενθουσιασμό, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δέχτηκαν να εγκαταστήσουν στην Σούδα μονάδες «ειδικών δυνάμεων» -προφανώς ενόψει νέας εκστρατείας στη Λιβύη και, ίσως, αποσταθεροποίησης της Τυνησίας ή της Αιγύπτου. Το όφελος λένε, για τη χώρα μας, θα είναι πολλαπλό. Μαζί τους θα εκπαιδεύονται και οι δικές μας «ειδικές μονάδες» και θα γίνουν καλύτερες και πιο αξιόμαχες. Καλύτερες για ποιόν, για τί; Το παράδειγμα του 1974 δείχνει ότι εάν ποτέ αυτοί οι «καλύτεροι» χρειαστούν για την άμυνα της πατρίδας μας τότε θα βρεθούν χίλιοι μύριοι τρόποι για να μην πράξουν τα δέοντα. Αντίθετα εάν χρειαστούν τίποτε ανθρωπιστικές αποστολές ενάντια σε λαούς πεινασμένους, εξαθλιωμένους και κάτω από τη δολοφονική σκέπη των ουρανών, ή ακόμα ενάντια και στον δικό μας λαό, τότε θα «αξιοποιηθούν» αυτοί οι «καλύτεροι». Σε τελευταία ανάλυση η νέα πολιτική των ΗΠΑ απαιτεί να σκοτώνονται περισσότεροι «άλλοι» και λιγότεροι Αμερικανοί στους πολέμους που γίνονται και ακόμα περισσότερο στους πολέμους που ετοιμάζονται να γίνουν.

Να το έχουμε υπόψη αυτό. Να μη θεωρούμε τις λέξεις που εκφράζουν το πραγματικό, κενά περιεχομένου προπαγανδιστικά πυροτεχνήματα. Η Σούδα, το σύμπλεγμα αεροπορικών και ναυτικών εγκαταστάσεων που ολοένα και μεγαλώνει εκεί, δεν υπηρετεί ούτε την ειρήνη, ούτε τη «νομιμότητα», ούτε τον πολιτισμό, ούτε τις αξίες της ανθρωπότητας. Τον πόλεμο εξυπηρετεί στην πλέον εγκληματική μορφή του. Τον πόλεμο των ισχυρών εναντίον των αδυνάτων, τον πόλεμο των δυτικών λεγόμενων καπιταλιστικών μητροπόλεων ενάντια στους ανταγωνιστές τους.

Από τη Χιροσίμα στη Σούδα

Τίποτε δεν έχουν να κάνουν με την προάσπιση της εθνικής μας επικράτειας όλα αυτά – το αντίθετο μάλιστα. Τίποτε δεν έχουν να κάνουν με τα συμφέροντα του λαού μας, των εργαζόμενων, των ανθρώπων του μόχθου – το αντίθετο μάλιστα.

Οι λεγόμενες «παραχωρήσεις» και «διευκολύνσεις» είτε με συντηρητικό, δεξιό πρόσχημα, είτε με αριστερό –το είδαμε και αυτό- μόνο ξένα συμφέροντα εξυπηρετούν και μαζί με αυτά τις επιδιώξεις, τις προσδοκίες, τους σχεδιασμούς του ελληνικού καπιταλισμού που αγχωτικά προσπαθεί να γίνει μέρος των μεγάλων. Αν δεν πάρει μέρος στο κοινό έγκλημα πώς στο καλό θα γίνει «ισότιμος» των μεγάλων; Δυστυχώς για τον λαό μας και τη χώρα μας το μυαλό της άρχουσας τάξης μόνο μέχρι εκεί μπορεί να πάει.

Χανιά, 4 Αυγούστου 2017

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: