“Χωρίς εσένα γρανάζι δε γυρνά…” – Τι συνθηματάρα βγάλατε, ρε φίλε;
Η ιστορία ενός συνθήματος, που σφράγισε τη δεκαετία που τελειώνει.
Μπορείτε αλήθεια να σκεφτείτε άλλο, που να είναι καλύτερο από αυτό;
Άνοιξη του 2010. Ο αγώνας φουντώνει, οι απεργίες διαδέχονται η μία την άλλη, κάθε συγκέντρωση είναι μεγαλύτερη από την προηγούμενη. Ο Ρίζος κυκλοφορεί με χάρτες που δείχνουν γεμάτη Σταδίου και Πανεπιστημίου. Όταν η κεφαλή της πορείας έφτανε στο Σύνταγμα, η ουρά και τα τελευταία μπλοκ ήταν ακόμα…
Ο κόσμος κατεβαίνει ξανά στον δρόμο, θυμάται πώς είναι να διεκδικείς, να μην περπατάς με σκυμμένο κεφάλι. Και ένα σύνθημα έρχεται να σφραγίσει αυτή την αφύπνιση, τον ξεσηκωμό, να του βάλει τίτλο και χρώμα. Να δώσει φωνή στον ενθουσιασμό, να τον αυξήσει λίγο ακόμα.
Χωρίς εσένα γρανάζι δε γυρνά
Εργάτη μπορείς χωρίς αφεντικά
Η πρώτη φορά που το άκουσες; Θυμάσαι άραγε πώς ήταν;
Πρέπει να ‘ταν στο Σπόρτινγκ, 9 του Μάη. Η ΚΝΕ τιμά την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών και κλείνει πανηγυρικά το 10ο Συνέδριό της. Έχω ένα αυτί στο ραδιοφωνάκι να μάθω πώς πάει ο τελικός, αλλά (με) κερδίζει η παράσταση του Καζάκου. Στο κλείσιμο, οι ηθοποιοί πέφτουν επί σκηνής και ακούνε το μέλλον που έρχεται: Κάτι γίνεται! Κάτι γίνεται! Κι είναι αλήθεια, κάτι αλλάζει, το νιώθεις και εσύ. Οι πλάκες κινούνται, φέρνουν τους σεισμούς που μέλλονται να έρθουν. Και η εξέδρα αρχίζει να φωνάζει:
Χωρίς εσένα γρανάζι δε γυρνά…
Γίνεσαι μικρό παιδί (ακόμα μικροί ήμασταν), σημαιοφόρος της τάξης σου, κουνάς την κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο ώσπου να σου φύγει ο ώμος και φωνάζεις μαζί τους.
Εργάτη μπορείς χωρίς αφεντικά!
Λίγες μέρες μετά την τεράστια απεργιακή συγκέντρωση της 5ης Μάη -με την προβοκάτσια της ΜΑΡΦΙΝ. Και μια βδομάδα πριν το μεγάλο, πανελλαδικό συλλαλητήριο του ΚΚΕ, όταν το κέντρο της Αθήνας βάφτηκε κόκκινο.
Σήμερα όλα μοιάζουν με όνειρο μακρινό. Πέρασε μια δεκαετία, πυκνή σε γεγονότα και διεργασίες. Αλλά δεν είναι ο χρόνος η μεγαλύτερη απόσταση. Έχουμε απομακρυνθεί από το κλίμα των ημερών, την ανάταση, το ξύπνημα από τον λήθαργο, που επέστρεψε δριμύτερος, σαν χειμερία νάρκη διαρκείας στις συνειδήσεις, μετά το σύντομο καλοκαίρι της διεκδίκησης. Λες και δεν ήμασταν εμείς, τα ίδια άτομα, στους ίδιους δρόμους. Σαν να τα έζησε άλλος στη θέση μας και τώρα τα διηγείται σα μακρινή ανάμνηση.
Μια φορά και έναν καιρό…
Αλλά εκείνη τη φορά κι εκείνο τον καιρό, καμία ανάγνωση της συγκυρίας και της συγκεκριμένης κατάστασης, δεν έμοιαζε απαισιόδοξη, και το ηθικό ήταν ψηλά σαν τις σημαίες μας. Τόσο ψηλά που ένας συναγωνιστής έκανε απεργία με κεκτημένη ταχύτητα σε μια 24ωρη της ΑΔΕΔΥ, ενώ δούλευε στον ιδιωτικό τομέα! Και φώναζε μόνος του το σύνθημα μετά την πορεία, σα να γυρνούσε απ’ το γήπεδο κι είχε νικήσει η ομάδα του στο ντέρμπι.
Χωρίίίίς… Εσένα-αααα…
Ήταν σαν την πρώτη φορά που άκουσες το αγαπημένο σου τραγούδι. Έξαψη, ενθουσιασμός, μικρά ρίγη. Ήθελες να το φωνάζεις συνέχεια μέχρι να βραχνιάσεις, να το ακούς στη λούπα, μέχρι να το βαρεθείς -και δε θα ‘ταν στα πολύ κοντά.
Κι έγινε όντως τραγούδι, δυο και τρεις φορές. Μια χρονιά στο Πέραμα, είχε συναυλία στο πλαίσιο της έκθεσης Άνθρωποι, Χρώμα + Σίδερο, όπου παρουσιάζουν τις δουλειές τους εργάτες-καλλιτέχνες, ερασιτέχνες και μη. Ανεβαίνει ένα συγκρότημα και μας τραγουδά μια πρόσφατη, δική του σύνθεση: Χωρίς εσένα/γρανάζι κανένα/ δε γυρνά…
Ανεβαίνει στο καπάκι και ο Σαρρής να παρουσιάσει το δικό του κομμάτι και “δικαιολογείται”. Κατά σύμπτωση, και το δικό μου τραγούδι έχει τον ίδιο τίτλο. Και αρχίζει να μας το τραγουδά.
Δεν ήταν σύμπτωση, Γιώργο. Δεν έτυχε, πέτυχε. Για όλους μας αυτό ήταν πηγή έμπνευσης τότε.
Και όταν ο Δημοκίδης της Lifo πήγε να πουλήσει ειρωνεία και μέτριο χιούμορ, έσπασε τα μούτρα του, και οι περισσότεροι αναγνώστες του είπαν πως το τραγούδι ήταν μια χαρά και δεν προσφέρεται για ειρωνικά σχόλια.
Μέρες μετά, θυμάμαι κάτι φίλους “αριστεριστές”, με τους οποίους δεν είχαμε πολλές γέφυρες (μεταβατικές ή μη) πολιτικής επικοινωνίας, να έρχονται και να λένε αυθόρμητα:
-Μπράβο ρε φίλε! Τι συνθηματάρα είναι αυτή;
Προφανώς δεν ήταν για μένα τα συγχαρίκια, αλλά για αυτόν που το σκέφτηκε. Λένε πως ήταν ένας σ/φος από το ΣΕΜΦΕ, άλλος μπορεί να έχει ακούσει κάποια άλλη εκδοχή, κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Όπως ακριβώς στην παραδοσιακή Λαϊκή Τέχνη, όπου ο δημιουργός μένει ανώνυμος, κομμάτι της συλλογικής Λαϊκής Μούσας. Και οι αγώνες είναι η τέχνη του λαού, το βασικό πεδίο όπου μπορεί να ξεδιπλώσει τις καλύτερες αρετές του, τη φαντασία και τη δημιουργικότητα.
Μάθε τέχνη και άστηνε, κι αν πεινάσεις πιάστηνε.
Τι περιμένουμε όμως για να πιάσουμε ξανά το νήμα, όπως τότε;
Πολύ σύντομα “οικειοποιήθηκαν” το σύνθημα διάφοροι χώροι και το φώναζαν στις δικές τους συγκεντρώσεις.
Κι αυτή ήταν η δύναμή του. Μπορούσαν όλοι να το νιώσουν δικό τους, πως τους εκφράζει. Ιδίως αφού δεν είχε κακές, απαγορευμένες λέξεις (ΚΚΕ, ΠΑΜΕ κτλ).
Η δύναμη ήταν στο περιεχόμενο και τις ιδέες που συμπύκνωνε. Ο εργάτης δεν είναι γρανάζι, βιδίτσα ενός συστήματος και μιας μηχανής που παράγει κέρδη για τα αφεντικά του. Ο εργάτης είναι αυτός που κινεί τα γρανάζια, τα νήματα της παραγωγής και της ιστορίας, αυτός που ‘χει τη δύναμη να κινήσει όλον τον κόσμο και να τον φέρει ανάποδα.
Ο εργάτης είναι αυτός που μπορεί να κάνει στην άκρη τα παράσιτα, που κερδίζουν από τον δικό του κόπο και δεν ξέρουν καν που βρίσκεται ο διακόπτης στα εργοστάσια και τα γραφεία τους. Αν χάσουμε μια μέρα τους καπιταλιστές από τη γη μας, η ανθρωπότητα δε θα έχει κανένα πρόβλημα να συνεχίσει τη ζωή της. Αν χάσει όμως τους εργαζόμενους, τους εργάτες, τους επιστήμονες, τους γιατρούς, τους δασκάλους, τους οδηγούς, τους διανομείς, τους… τους… Ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο καθαρό, όσο στην πανδημία, ποιος είναι απαραίτητος για να συνεχίσουμε τη ζωή μας και ποιος είναι παράσιτο που κερδίζει ακόμα και από τον θάνατό μας.
Μου είσαι πλέον περιττός (Γιώργο, αν έβγαζες τέτοια χαζοτράγουδα, κανείς Δημοκίδης δε θα έκανε ειρωνικά σχόλια…)
Η πραγματική δύναμη ενός συνθήματος και μιας ιδέας είναι όταν αυτό κατακτά τις μάζες και γίνεται υλική δύναμη, που αλλάζει τον κόσμο. Που δεν αλλάζει μόνο με συνθήματα, αλλά με πράξεις και σκληρό αγώνα. Και με τους εργάτες να παίρνουν την τύχη στα χέρια τους, γιατί… χωρίς αυτούς γρανάζι δε γυρνά!
Τα καλύτερα συνθήματά μας δεν τα έχουμε πει ακόμα.
Αλλά μέχρι τότε, μπορείτε να σκεφτείτε καλύτερο από αυτό;
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
Notice: Only variables should be passed by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38
4 Σχόλια
Ξέθαψα κωδικό από ακάουντ που είχα κάνει πριν καμμιά 10ριά+ χρόνια για να γράψω αυτό το σχόλιο. Σχωράτε με σύντροφοι, αλλά όταν διάβασα το παρακάτω δεν κρατήθηκα:
“Γίνεσαι μικρό παιδί (ακόμα μικροί ήμασταν)”
Τι μικρό παιδί το 10 ρε μπούμερ Σφυροδρέπανε;
Δε φανταζόμουν πως θα χρειαζόταν ποτέ διευκρίνιση αυτό.
Δέκα χρόνια μετά (από οποιαδήποτε στιγμή), σου φαίνεται πως τότε ήσουν (ακόμα) μικρός.
Το “μικρό παιδί” αναφέρεται στον ενθουσιασμό και ότι κουνούσα έξαλλα τη σημαία, όχι στο ότι ήμουν μικρό παιδί.
Ελπίζω, νέος, να άξιζε τον κόπο για να ξεθάψεις τον κωδικό.
Συγγνώμη που άργησα με την απάντηση, δεν το πολύ-έχω με αυτά! Άξιζε, νομίζω να τον ξεθάψω, γενικά τώρα που έχουμε αποξενωθεί λίγο με το λοκντάουν, βοηθάει να επικοινωνείς έστω και έτσι λίγο.
Έχουμε πιει καφέ και μπύρα στο παρελθόν παρέα, πριν καμιά 12-13ριά χρόνια και σε διαβάζω από τότε στο μπλογκ, πριν ξεκινήσεις να γράφεις στην Κατιούσα, και είπα να πετάξω μια μαλακία! 😀
Φαντάζομαι, πάντως, πως αν είσαι 90, τα 10 χρόνια πριν πάλι μεγάλος θα νιώθεις πως ήσουν.
Όταν φτάσουμε τα 90, να ξαναπιούμε έναν καφέ να το συζητήσουμε:)