4000 ευρώ επιστροφή σύνταξης ζητούν από γιο αντιστασιακού οι γερμανικές αρχές
Γιος πρόσφατα εκλιπόντος λιποτάκτη της Βέρμαχτ καλείται να επιστρέψει το ποσό καθώς το γερμανικό δημόσιο δεν “είχε ενημερωθεί εγκαίρως” για τη μεταφορά του πατέρα του σε γηροκομείο, που σύμφωνα με τη νομοθεσία σηματοδοτεί την περικοπή της σύνταξης στο μισό, αφού “καλύπτονται οι κύριες δαπάνες” των τροφίμων.
Μια δυσάρεστη έκπληξη περίμενε το γιο του λιποτάκτη της Βέρμαχτ -κι ως εκ τούτου θύμα του ναζισμού- Λούντβιχ Μπάουμαν, ο οποίος έφυγε από τη ζωή τον περασμένο Ιούλη. Ο Αντρέ Μπάουμαν ενημερώθηκε πως πρέπει να επιστρέψει 4000 ευρώ στο γερμανικό κράτος από τις συντάξεις που λάμβανε ο πατέρας του ως θύμα των ναζί. Ο λόγος; Ότι ζούσε τα τελευταία χρόνια σε γηροκομείο, όπου “λάμβανε πλήρη κάλυψη των αναγκών του”, κατά την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Πράγματι ο γερμανικός νόμος προβλέπει ότι σε περίπτωση εισαγωγής σε γηροκομείο ή άλλο ίδρυμα, η σύνταξη των θυμάτων περικόπτεται περίπου στο μισό, εν προκειμένω τα 660 ευρώ που λάμβανε ο Μπάουμαν από το 1993 ανερχόταν πλέον στα 352 ευρώ το μήνα. Το γεγονός ωστόσο πως ο ίδιος ή οι οικείοι του “καθυστέρησαν” να ενημερώσουν τις αρχές για τη μεταφροά στο γηροκομείο, ισοδυναμεί σύμφωνα με το γερμανικό δημόσιο με παράνομη είσπραξη χρημάτων, τα οποία τώρα και απαιτεί πίσω, και μάλιστα απολύτως νομότυπα.
Παρά τις διαμαρτυρίες βουλευτών της “Die Linke”, εκπρόσωπος του σοσιαλδημοκράτη υπουργού οικονομικών Όλαφ Σολτς δήλωσε στον τύπο ότι ο άγνωστος ως τώρα νόμος για την περικοπή των συντάξεων θα μείνει ως έχει καθώς “Δεν προβλέπεται κάποια αλλαγή”. Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι πως ο Σολτς ως δήμαρχος Αμβούργου τότε είχε εγκαινιάσει το 2015 μνημείο προς τιμήν Λιποτακτών της Βέρμαχτ στον ποταμό Έλβα, παρουσία του ίδιου του Λούντβιχ Μπάουμαν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι για το έτος 2017 η γερμανική κυβέρνηση διέθεσε 733,532, 13 ευρώ για συντάξεις θυμάτων και αποζημιώσεις σε θύματα κι απογόνους των προγραμμάτων ευθανασίας και αναγκαστικών στειρώσεων, (η τελευταία κατηγορία μάλιστα άργησε πολύ να αρχίσει να λαμβάνει οποιουδήποτε είδους αποζημίωση από το γερμανικό κράτος, ενώ μέχρι και σήμερα δεν υπάρχει πλήρης ισοτιμία τους με άλλα θύματα ναζιστικών διώξεων), με το μέσο όρο της δαπάνης ανά μήνα να ανέρχεται στο όχι ακριβώς γενναιόδωρο ποσό των 600 ευρώ μηνιαίως.
Είναι ενδεικτικό για την αντιμετώπιση των θυμάτων του ναζισμού ακόμα και σήμερα πως η γερμανική κυβέρνηση δε διαθέτει κανένα απολύτως στοιχείο για τον αριθμό των εν ζωή θυμάτων εντός κι εκτός Γερμανίας που ζουν σε συνθήκες φτώχειας και χρήζουν υποστήριξης, ακριβώς διότι δεν υπήρξε ποτέ κανένα ενδιαφέρον από πλευράς της για το ζήτημα. Εξοργιστική είναι και η αντιμετώπιση των Τσιγγάνων θυμάτων του ολοκαυτώματος, ιδίως όταν δε διαθέτουν τη γερμανική υπηκοότητα. Για εκείνους προβλέφθηκε μόνο ένα εφάπαξ ποσό μάξιμουμ 2556 ευρώ, το οποίο δε χορηγείται σε όσους έχουν λάβει οποιουδήποτε είδους άλλη ενίσχυση στο παρελθόν. Έτσι αποκλείστηκαν πολλοί Τσιγγάνοι από χώρες της τέως ΕΣΣΔ που είχαν πάρει στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ένα πενιχρό εφάπαξ επίδομα 400 δολαρίων από τη γερμανική κυβέρνηση.
Η πολιτική αυτή έρχεται σε κραυγαλέα αντίφαση με την αντιμετώπιση που είχαν συγγενείς ναζιστών στην μεταπολεμική ΟΔΓ, αλλά ακόμα και οι ίδιοι, πχ. μέλη των Ες-Ες στα στρατόπεδα του θανάτου, αξιωματικοί της αστυνομίας, αλλά και ηγετικά στελέχη των ναζί, όπως ο καταδικασμένος από το δικαστήριο της Νυρεμβέργης Καρλ Ντένιτς, που είχε διοριστεί από τον ίδιο διάδοχος του Χίτλερ και είχε εκτίσει ποινή 10 ετών, που λάμβανε 1300 μάρκα σύνταξη. Σύνταξη έλαβε μετά από δικαστική της προσφυγή τη δεκαετία του ’50 και η χήρα του αρχιεγκληματία Χάινριχ Χάιντριχ ως το θάνατό της το 1985, ενώ ιδιαίτερη αίσθηση είχε προκαλέσει το σκεπτικό κοινωνικών υπηρεσιών της Βαυαρίας το 1974, όταν αποφάσισε να χορηγήσει, πέραν της σύνταξης χηρείας, σύνταξη “αποζημίωσης” στη χήρα του Ρόλαντ Φράισλερ, βασικού δικαστή του ναζιστικού καθεστώτος, υπεύθυνου για τους θανάτους χιλιάδων ανθρώπων, που είχε σκοτωθεί σε βομβαρδισμό λίγο πριν το τέλος του πολέμου. Η χήρα του δικαιούνταν αυτό το ποσό, καθώς, σύμφωνα με την υπηρεσία, αν είχε επιζήσει ο άντρας της μετά τον πόλεμο ¨θα ήταν σίγουρα δικηγόρος ή υψηλόβαθμος δημόσιος υπάλληλος”. Την καλύτερη τύχη φαίνεται όμως πως είχαν η κόρη και η χήρα του Γκαίρινγκ Έμμι και Έντα, που κατόρθωσαν να προσποριστούν ένα μεγάλο μέρος των τραπεζικών λογαριασμών του ναζί ηγέτη, παρά το χαρακτηρισμό του ως “βασικού ενόχου” στη δίκη της Νυρεμβέργης. Οι λογαριασμοί του, ιδιαίτερα παχυλοί χάρη και στη λεηλασία των κατεχόμενων περιοχών, δε δεσμεύτηκαν στο σύνολό τους λόγω της μη αυτόματης ισχύος της δικαστικής απόφασης σε όλα τα ομοσπονδιακά κρατίδια της Δυτικής Γερμανίας.