Άγαλμα του φασίστα συγγραφέα Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο στην Τεργέστη της Ιταλίας
Η απόφαση για την ανέγερση του αγάλματος ήρθε από τη δημοτική αρχή, που στηρίζεται από το κόμμα του Μπερλουσκόνι, ο τύπος του οποίου εκθείασε την πρωτοβουλία, τους φασίστες «Αδερφούς της Ιταλίας» και την ξενοφοβική Λέγκα του Βορρά
Μεγάλες αντιδράσεις στην Ιταλία, αλλά και τη γειτονική Κροατία έχει προκαλέσει η απόφαση των αρχών της συνοριακής πόλης της Τεργέστης να εγείρουν ορειχάλκινο ανδριάντα του πρωτοφασίστα εθνικιστή συγγραφέα Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσο στην πλατεία Ντέλα Μπόρσα. Για κάποιον που δεν ξέρει, η εικόνα ενός καλοντυμένου κυρίου που διαβάζει καθιστός παραπέμπει σε έναν ακόμα φιλήσυχο άνθρωπο του πνεύματος, μια ματιά όμως στο βίο και την πολιτεία του συγγραφέα (1863-1938) αποκαλύπτει μια πολύ πιο σκοτεινή ιστορική πραγματικότητα. Ο Ντ’ Ανούντσιο, τόσο μέσω του έργου του, όσο και έμπρακτα με τη δράση του, προώθησε όσο λίγοι τον ιταλικό εθνικισμό, ενώ έδρασε και ανταγωνιστικά προς το Μουσολίνι για την πρωτοκαθεδρία στο εκκολαπτόμενο φασιστικό κίνημα. Στις 12 Σεπτέμβρη 1919, μαζί με 2500 άνδρες, κατέλαβε το μεγάλο λιμάνι και βιομηχανικό κέντρο του Φιούμε, της σημερινής Ριέκα στην Κροατία, ανακηρύσσοντας την προσάρτησή της στην Ιταλία. Δυο μέρες πριν, σύμφωνα με τη συνθήκη του Αγίου Γερμανού, που καθόριζε τον εδαφικό διαμοιρασμό της πρώην Αυστροουγγαρίας μεταξύ των δυνάμεων της Αντάντ, όπου ανήκε και η Ιταλία, η χώρα ήρθε αντιμέτωπη με την άρνηση των άλλων συμμάχων να της παραδώσουν την πόλη.
Ήδη από το 1910 ο Ντ’ Ανούντσιο υπήρξε συνιδρυτής της «Εθνικής Ιταλικής Ένωσης», που εκπροσωπούσε τις επεκτατικές βλέψεις της ιταλικής μεγαλοαστικής τάξης. Εκπεφρασμένος εχθρός του κοινοβουλευτισμού και τους εργατικού κινήματος, εμφανιζόταν ως «νιτσεϊστής», προπαγανδίζοντας την ιδέα του «υπερανθρώπου» με έργα που έφεραν εύγλωττους τίτλους, όπως «Ο θρίαμβος του θανάτου». Βασικός στόχος του κόμματος ήταν η ενίσχυση των εξοπλισμών και η αποικιακή εξάπλωση της Ιταλίας, που είχε μείνει αρκετά πίσω στην κούρσα για τον έλεγχο της Αφρικής σε σχέση με άλλες δυνάμεις. Ο Ντ’ Ανούντσιο εξαρχής τάχθηκε υπέρ της εισόδου της Ιταλίας στον πόλεμο, όπως κι έγινε το 1915, ωστόσο παρότι η εμπλοκή αυτή αποδείχτηκε ιδιαίτερα επώδυνη και αιματηρή για τον ιταλικό λαό, δε στάθηκε ικανή για την ικανοποίηση των βλέψεων των Ιταλών αστών. Το φασιστικό κίνημα εξέφρασε ακριβώς αυτό το αίσθημα ματαίωσης της ιταλικής άρχουσας τάξης, μαζί βέβαια με τον φόβο απέναντι στην ολοένα και πιο δυναμικά εκφραζόμενη δυσαρέσκεια της ιταλικής εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων ευρύτερα.
Μετά την πορεία προς των μελανοχιτώνων προς της Ρώμη του 1922 και την άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία, ήταν φανερό ότι ο Ντ’ Ανούντσιο έπρεπε πια να θάψει τις πολιτικές του φιλοδοξίες, με τους οπαδούς του να προσχωρούν μαζικά στο φασιστικό κόμμα του νέου Ιταλού δικτάτορα.
Ο Μουσολίνι προσάρτησε οριστικά το Φιούμε το 1924 και στη συνέχεια απένειμε τον τίτλο του «Πρίγκηπα του Μοντενεβέζο». Μετά την ήττα της Ιταλίας στο Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, η χώρα υποχρέωθηκε να παραδώσει το Φιούμε/Ριέκα στη Γιουγκοσλαβία, με τα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών να οριστικοποιούνται μόλις το 1975, τροφοδοτώντας τον αλυτρωτισμό της ιταλικής νεοφασιστικής δεξιάς, που έβαλε ψηλά το ζήτημα της «προδοσίας του Φιούμε» στην ατζέντα της.
Η απόφαση για την ανέγερση του αγάλματος ήρθε από τη δημοτική αρχή, που στηρίζεται από το κόμμα του Μπερλουσκόνι, ο τύπος του οποίου εκθείασε την πρωτοβουλία, τους φασίστες «Αδερφούς της Ιταλίας» και την ξενοφοβική Λέγκα του Βορρά. Ο ίδιος ο δήμαρχος μάλιστα, που προέρχεται από τους «Αδελφούς της Ιταλίας», προχώρησε στα αποκαλυπτήρια παρά τις εντονότατες αντιδράσεις εντός κι εκτός Τεργέστης, χαρακτηρίζοντας το συγγραφέα ως «σπουδαίο Ιταλό».
Με πληροφορίες από jungewelt.de