Ακόμα και στειρότητα επικαλούνται έμποροι στη Γερμανία για να μην κόβουν υποχρεωτικά αποδείξεις
Από την Πρωτοχρονιά ισχύει η υποχρεωτική έκδοση αποδείξεων για όλες τις συναλλαγές, και ο εμπορικός κόσμος στη Γερμανία έχει κηρύξει πόλεμο, επικαλούμενος από την κλιματική αλλαγή μέχρι τα προβλήματα γονιμότητας που προκαλεί η επαφή με το χαρτί των αποδείξεων.
Κάτι που θα έχει παρατηρήσει κάθε ταξιδιώτης στη Γερμανία, πέραν του ότι είναι πολύ λιγότερο συχνή η χρήση καρτών, σε βαθμό που πολλά καταστήματα να μη διαθέτουν POS, καθώς αυτή δεν είναι όπως στη χώρα μας υποχρεωτική, είναι επίσης ότι σε μικρότερα κυρίως καταστήματα η απόδειξη δεν αποτελεί κανόνα. Όχι πια, ωστόσο, καθώς από χθες με τελική διορία το Σεπτέμβρη, όλα τα καταστήματα στη Γερμανία υποχρεούνται να αναπροσαρμοστούν για να εκδίδουν αποδείξεις στους πελάτες τους. Θεωρητικά, οι ταμειακές μηχανές αφήνουν ίχνη για κάθε συναλλαγή, ούτως ώστε ο εντοπισμός της συναλλαγής για φορολογικούς λόγους να είναι εφικτός και χωρίς την έκδοση απόδειξης. Μέσα στα χρόνια ωστόσο εκτιμάται από το γερμανικό υπουργείο οικονομικών ότι η σχετική φοροδιαφυγή κυμαίνεται στα 10 δις ευρώ περίπου, κυρίως από μικρότερες επιχειρήσεις.
Ο εμπορικός κόσμος της χώρας βρίσκεται σε αναβρασμό, επιστρατεύοντας μια σειρά επιχειρήματα, κάποια από τα οποία ηχούν τουλάχιστον ευφάνταστα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο ισχυρισμός ότι η καθημερινή επαφή των εργαζόμενων στα ταμεία με την ουσία Δισφαινόλη Α που περιέχεται στην επικάλυψη των αποδείξεων, μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στην υπόφυση, το γυναικείο κύκλο, αλλά και τη γονιμότητα.
Το βαρύ πυροβολικό ωστόσο στο οπλοστάσιο του Εμπορικού Επιμελητηρίου είναι η προστασία του περιβάλλοντος, επιχείρημα που συγκινεί ιδιαίτερα και τους Γερμανούς καταναλωτές, που εν πολλοίς εμφανίζονται αλληλέγγυοι στην εκτίμηση των εμπόρων περί “παράνοιας” στην έκδοση αποδείξεων για την παραμικρή συναλλαγή. Για 2 εκ. χιλιόμετρα επιπλέον μήκος χαρτιού από τις αποδείξεις κάνει λόγο εκ μέρους του επιμελητηρίου, ο Ραλφ Μπρίγκελμαν, ιδιαίτερα σε καταστήματα που πραγματοποιούν πολλές μικρές συναλλαγές, όπως οι φούρνοι και τα περίπτερα. Επιπλέον, η επικάλυψη του χαρτιού της απόδειξης καθιστά απαγορευτική την ανακύκλωσή του, ενώ, όπως υποστηρίζουν οι έμποροι, θα αυξηθούν κατά πολύ οι χρόνοι αναμονής στα ταμεία.
Ένας βασικός λόγος για τον οποίο αποτελεί αιτία πολέμου το νέο μέτρο είναι το γεγονός πως από τις υπάρχουσες ταμειακές μηχανές, ελάχιστες είναι εκείνες που μπορούν να προσαρμοστούν στο νέο σύστημα με μια απλή αναβάθμιση λογισμικού, όλες οι άλλες πρέπει να αντικατασταθούν, με κόστος που υπολογίζεται ανάμεσα σε 300 και 500 ευρώ ανά ταμείο. Σε αυτό έρχεται να προστεθεί και το κόστος των ρολών χαρτιού για τις αποδείξεις, που ανάλογα με τον αριθμό των καθημερινών συναλλαγών μπορεί να φτάσει, σε καφετέρια για παράδειγμα, και τα 60 ευρώ το μήνα.
Υπάρχουν κι εκείνοι που δηλώνουν ευθαρσώς πως στοχεύουν να κλείσουν, όπως ιδιοκτήτες νυχτερινών ψιλικατζίδικων στο Μέρινγκταμ του Βερολίνου, αφού, όπως λένε, δε θα αξίζει τον κόπο να λειτουργούν το μαγαζί τους αν πρέπει να δηλώνουν κάθε συναλλαγή τους στην εφορία. Άλλοι πάλι προσπαθούν να κινητοποιήσουν τους πελάτες του ενάντια στο μέτρο τους, όπως ένας φούρναρης που θυροκόλλησε κάλεσμα στην είσοδο του καταστήματός του, την οποία κοινοποίησε στα ΜΚΔ. Εκεί διεκτραγωδεί πως για “όλες αυτές τις αποδείξεις πρέπει να κόβεται ένα έλατο την ώρα” και καλεί τους πελάτες του να μαζέψουν τις αποδείξεις και να τις βάλουν στην ταχυδρομική θυρίδα της τοπικής τους οικονομικής υπηρεσίας, για να “ασχοληθούν κι εκείνοι με τα σκουπίδια, για τα οποία έδωσαν εντολή”. Η αντίδραση πελατών και χρηστών ΜΚΔ ήταν ενθουσιώδεις, αν κρίνει κανείς από likes και αναδημοσιεύσεις, που έφτασαν τις δεκάδες χιλιάδες μέσα σε λίγες μόνο μέρες.
Στην Ελλάδα θυμίζουμε ότι η υποχρεωτική έκδοση αποδείξεων ισχύει εδώ και χρόνια και πως οι αντιδράσεις των ήδη αφαιμασσόμενων μικρεμπόρων σίγουρα δεν έφτασαν στο σημείο να υποστηρίζουν πως θα μείνουν χωρίς απογόνους λόγω των αποδείξεων, όπως γίνεται στη “σοβαρή και οργανωμένη Ευρώπη”.