Ακόμα κι αν φύγεις για το γύρο του κόσμου – 500 χρόνια από τη δολοφονία του Μαγγελάνου
Ο φύλαρχος που τον σκότωσε, ονόματι Λάπου – Λάπου, σήμερα θεωρείται εθνικός ήρωας στις Φιλιππίνες, κάτι σαν πρόδρομος του αντιαποικιακού αγώνα που θα ακολουθούσε αιώνες αργότερα.
Ήταν 20 Σεπτέμβρη του 1519, όταν πέντε καραβέλες με 256 άνδρες άφηναν πίσω τους το λιμάνι του Σανλούκαρ ντε Μπαραμέδα, στην Ισπανία, με στόχο να κάνουν το γύρο της γης, επιφορτισμένοι από τους “Καθολικούς Βασιλείς” Φερδινάνδο και Ισαβέλλα. Σχεδόν τρία χρόνια αργότερα, μόνο ένα καράβι με 18 άνδρες κατάφερε να γυρίσει πίσω. Ανάμεσα στους επιζήσαντες δε βρισκόταν ο επικεφαλής της εκστρατείας, ο Πορτογάλος Φερδινάνδος Μαγγελάνος (Φερνάου ντε Μαγκαλιάες στη γλώσσα του), ο θρυλικός θαλασσοπόρος, που είχε ήδη χάσει τη ζωή του σε μια ακτή των Φιλιππίνων, στις 27 Απρίλη 1521, μισή χιλιετία πριν από σήμερα. Ο φύλαρχος που τον σκότωσε, ονόματι Λάπου – Λάπου, σήμερα θεωρείται εθνικός ήρωας στις Φιλιππίνες, κάτι σαν πρόδρομος του αντιαποικιακού αγώνα που θα ακολουθούσε αιώνες αργότερα.
Σε ό,τι αφορά ωστόσο τη διεθνή αναγνωρισιμότητα, η ιστορία γράφτηκε από τους νικητές, κι έτσι ο Λάπου – Λάπου είναι πρακτικά άγνωστος έξω από τη χώρα του, παρεκτός ενός κύκλου ειδικών ή ιστοριοδιφών της περιόδου των λεγόμενων “Ανακαλύψεων”, όρος που σήμερα είναι έντονα στιγματισμένος από το ευρωκεντρικό και αποικιακό φορτίο που κουβαλάει, με δεδομένο ότι πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, τα μέρη που “ανακάλυψαν” οι Ευρωπαίοι, με πρωτοπόρους τους Ισπανούς και τους Πορτογάλους ναυτικούς, ήταν κατοικημένα για αιώνες, αν όχι χιλιετίες.
Όλα αυτά δε μειώνουν φυσικά το θαυμασμό για τη γενναιότητα, την επινοητικότητα και την επιδεξιότητα των θαλασσοπόρων μπροστά στο άγνωστο, όσο κι αν αυτές πήγαιναν χέρι -χέρι με την απληστία, τον τυχοδιωκτισμό και συχνά το θρησκευτικό φανατισμό. Χαρακτηριστικά όχι μόνο προσωπικά, ασφαλώς, αλλά και υπαγορευμένα από τις επιδιώξεις των κρατικών σχηματισμών που έθεσαν αυτούς τους “ατρόμητους” ναυτικούς στην υπηρεσία τους, σε μια εποχή ανάδυσης του πρώιμου καπιταλισμού. Όχι τυχαία ο Καρλ Μαρξ στο “Κεφάλαιο”, χαρακτήριζε την εποχή που ακολούθησε τις “Ανακαλύψεις” ως “εμπορικό πόλεμο των ευρωπαϊκών εθνών, με θέατρο την υφήλιο”.
To χορό των εξερευνήσεων είχε ανοίξει ένα φτωχό και ασήμαντο ως τότε μεσαιωνικό βασίλειο της Ιβηρικής, η Πορτογαλία, που είχε – με εξαίρεση κάποιες νοτιότερες περιοχές – ολοκληρώσει τη δική της Reconquista (ανάκτηση εδαφών) από τους Άραβες, ήδη από το 12ο αιώνα. Oι βασιλείς της χώρας έψαχναν τρόπo να διασφαλίσουν τη θέση τους έναντι των ισχυρότερων γειτονικών τους βασιλείων, ειδικότερα δε μετά την ένωση των στεμμάτων Αραγωνίας και Καστίλλης με το γάμο του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας, που έγιναν ακόμα ισχυρότεροι μετά την οριστική εκδίωξη των Αράβων από τη χερσόνησο κατά την πτώση της Γρανάδας το 1492. Για τους Πορτογάλους μονάρχες, η μόνη φυσική διέξοδος ήταν η θάλασσα και κυρίως ο Ατλαντικός Ωκεανός.
Μετά τις πρώτες επεκτατικές περιπέτειες στις μεσογειακές ακτές του Μαρόκου, στις αρχές του 15ου αιώνα, οι Πορτογάλοι εξαπλώθηκαν στον Ατλαντικό εποικώντας τη Μαδέιρα και τις Αζόρες, ενώ μέχρι το 1498 τα πλοία τους είχαν ανοίξει έναν νέο θαλάσσιο δρόμο προς τις Ινδίες διαμέσου του νοτιότερου άκρου της Αφρικής. Η τεχνολογική και στρατιωτική υπεροχή των Πορτογάλων, μαζί με τους κατάλληλους διπλωματικούς χειρισμούς και τη χρήση βίας, απέσπασαν το εμπορικό μονοπώλιο των μπαχαρικών στον Ινδικό, φέρνοντας πλούτη άγνωστα στη χώρα και ιδίως στην αυλή της, με τον βασιλιά Μανουέλ Α’ να μετατρέπεται στον πλουσιότερο μονάρχη της Ευρώπης. Όπως είναι φυσικό, οι γείτονές του, με πρώτους τους Ισπανούς, δεν μπορούσαν να μείνουν άπραγοι μπροστά σε αυτή την εξέλιξη, oύτε ο ανταγωνισμός μπορούσε να σταματήσει με τη συνθήκη της Τορδεσίγιας (1494) μεταξύ Πορτογαλίας και Ισπανίας, που διαμοίραζε τον κόσμο – ανάμεσά τους και πολλά άγνωστα ακόμα στους Ευρωπαίους εδάφη – σε αυτό που σήμερα θα λέγαμε “ζώνες επιρροής”.
Οι Ισπανοί, έχοντας ήδη σε μεγάλο βαθμό υπερκαλύψει το χαμένο χρόνο, χάρη στην ακατάβλητη – όσο και θανατηφόρα – δράση των κονκισταδόρες, αρχικά στην Καραϊβική και αργότερα στην κεντρική και νότια Αμερική, το 1519, υπό τις διαταγές του Καρόλου E’ των Αψβούργων, έστειλαν πέντε πλοία στον τότε ακόμα αχαρτογράφητο και φυσικά “ανώνυμο” Ειρηνικό Ωκεανό. Στόχος του στόλου ήταν φυσικά να φτάσει στα πολυπόθητα νησιά των μπαχαρικών, που θεωρούνταν τότε κατά βάση οι Μολούκες, και να εξασφαλίσει όσο γινόταν τον ισπανικό έλεγχο σε αυτό. Επικεφαλής της αποστολής ήταν ένας κατώτερος ευγενής από τη Σαμπρόζα της βόρειας Πορτογαλίας, ο Φερδινάνδος Μαγγελάνος, που είχε υπηρετήσει διαδοχικά το πορτογαλικό κι έπειτα το ισπανικό στέμμα, γεγονός που κατά διαστήματα θα στοίχιζε στην υστεροφημία του στη χώρα όπου γεννήθηκε. Δεν πρέπει να ξεχνάμε φυσικά, πως εκείνη την εποχή η έννοια της πατρίδας και της εθνικής ταυτότητας, αν υποθέσουμε πως υπήρχαν, είχαν περιεχόμενο σαφώς μη άμεσα συγκρίσιμο με εκείνο των επόμενων αιώνων, κατά την σταδιακή εδραίωση του καπιταλισμού και την ανάδυση της σύγχρονης ιδέας περί έθνους στην Αμερικανική και κυρίως στη Γαλλική Επανάσταση.
Το βέβαιο είναι πως η πραγματοποίηση του γύρου της γης δεν ανήκε στους σκοπούς του ταξιδιού, αντίθετα μάλιστα ο Μαγγελάνος είχε σαφείς διαταγές να αποφύγει το “πορτογαλικό” κομμάτι της υφηλίου στη διάρκεια του ταξιδιού του. Το 1520 ο στόλος του έφτασε στον πορθμό που αργότερα πήρε το όνομα του επικεφαλής του (τα στενά του Μαγγελάνου, στην Παταγονία), όμως από αυτό το κομβικό φυσικό πέρασμα μεταξύ Ατλαντικού και Ειρηνικού κατόρθωσαν να βγουν μόνο τρία από τα πέντε πλοία, καθώς ένα ναυάγησε και ένα άλλο επέστρεψε στην Ισπανία μετά από ανταρσία του πληρώματος. Η διάσχιση του Ειρηνικού αποδείχτηκε σαφώς δυσκολότερη και πιο μακροχρόνια από ό,τι την είχε υπολογίσει ο Μαγγελάνος. Όταν στις 6 Μάρτη του 1521 η αποστολή έφτασε αρχικά στις Μαριάνες νήσους και μετά στις Φιλιππίνες, το πλήρωμα είχε περάσει μήνες εν πλω με πείνα και αρρώστιες.
Το αρχιπέλαγος στο οποίο έφτασε ο εξερευνητής ήταν επί αιώνες τμήμα ενός ελεγχόμενου από την Κίνα εμπορικού δικτύου, που περνούσε από την Ινδία και έφτανε ως την Ανατολική Αφρική. Δεν υπήρχε κεντρική εξουσία, αλλά διάφοροι τοπικοί ηγέτες, που άλλαζαν συμμαχίες ανάλογα με τον ισχυρό της στιγμής. Από τον 14ο αιώνα, Άραβες και Μαλαισιανοί έμποροι είχαν αρχίσει να διαδίδουν το Ισλάμ στα νησιά, χωρίς όμως η δράση τους να έχει ολοκληρωθεί τη στιγμή της άφιξης των ευρωπαϊκών πλοίων. Ακολουθώντας τη γνωστή και από το “Νέο Κόσμο” συνταγή της επίδειξης στρατιωτικοτεχνολογικής υπεροχής, βίας, προσεταιρισμού και προσηλυτισμού, οι νεοφερμένοι κατόρθωσαν να επιβάλλουν στον τοπικό ηγεμόνα της νήσου Cebu την υπογραφή συνθήκης συμμαχίας, στην πραγματικότητα υποταγής και προσχώρησης στο χριστιανισμό. Οι ίδιες όμως μέθοδοι συνάντησαν αποφασιστική αντίσταση στη γειτονική νήσο Μακτάν, που ενισχύθηκε μετά την απόφαση των κατακτητών να πυρπολήσουν ένα χωριό για εκφοβισμό. Οι άντρες του Μαγγελάνου αναγκάστηκαν με βαριές απώλειες να υποχωρήσουν, ενώ ο ίδιος ο Μαγγελάνος έπεσε στη μάχη, πιθανότατα από το χέρι του φυλάρχου του Μακτάν Λάπου-Λάπου προσωπικά.
Ενθαρρυμένος από την εξέλιξη αυτή, ο τοπικός ηγεμόνας του Cebu αποφάσισε να υπαναχωρήσει από τις συμφωνίες του με τους Ισπανοπορτογάλους, στήνοντάς τους μάλιστα ενέδρα, από την οποία όσοι επέζησαν αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το αρχιπέλαγος. Από τα τρία πλοία που είχαν μείνει ένα κάηκε και το πλήρωμα μοιράστηκε στα άλλα δύο. Μετά από περιπλανήσεις τα πλοία έφτασαν στις Μολούκες, όπου επιδόθηκαν σε εμπόριο μπαχαρικών.
Επεισοδιακή θα ήταν όμως και η επιστροφή, καθώς στο πλοίο Τρινιδάδ οι Πορτογάλοι επαναστάτησαν κατά των κυβερνητών του πλοίου, και μόλις τέσσερις άνδρες από το αρχικό πλήρωμα έφτασαν χρόνια αργότερα στην Ευρώπη. Το πλοίο Βικτόρια από την άλλη, υπό την ηγεσία του Βάσκου πλοιάρχου Χουάν Σεμπαστιάν Ελκάνο, αψήφησε τις βασιλικές διαταγές εισχωρώντας στην πορτογαλική ζώνη κατά την επιστροφή του προς δυσμάς, διαμέσου του Ακρωτηρίου Αγκούλιας, της νότιας εσχατιάς της Αφρικής (λίγο νοτιότερα από το πολύ πιο διάσημο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας). Εντέλει, μόλις 18 άνθρωποι έφτασαν εξουθενωμένοι στην Ισπανία στις 6 Σεπτέμβρη 1522, καθώς οι υπόλοιποι είχαν πεθάνει νωρίτερα ή βρίσκονταν σε πορτογαλική αιχμαλωσία. Το φορτίο μπαχαρικών από τις Μολούκες που έφερε το πλοίο δεν έφτασε καν για να καλυφθεί το κόστος της αποστολής.
Όσο για το δολοφονημένο αρχηγό της αποστολής, δε βρήκε άμεση μεταθανάτια αναγνώριση ούτε στην Ισπανία, καθώς οι περισσότεροι επιζήσαντες είχαν τα χειρότερα να πουν για το χαρακτήρα και τις ενέργειές του. Ως αποτέλεσμα της δυσφήμισης, η χήρα του Μαγελλάνου, Μπεατρίς, έχασε τη σύνταξή της και τέθηκε μάλιστα μαζί με το γιο της σε κατ’ οίκον περιορισμό. Το γεγονός πως πολλοί από όσους επέστρεψαν, ανάμεσά τους και ο Ελκάνο, είχαν συμμετάσχει σε ανταρσία κατά του Μαγγελάνου, προφανώς δε βοηθούσε τη φήμη του εξερευνητή, που παρουσιάστηκε ως απείθαρχος προς τον Ισπανό βασιλιά, αυταρχικός στους άνδρες του και νεποτιστής προς τους συγγενείς του στο πλήρωμα, σε βάρος των Ισπανών πλοιάρχων.
Από τους λίγους επιζήσαντες που παρέμεναν πιστοί στον αρχηγό τους, ήταν ο Iταλός Αντόνιο Πιγκαφέτα, που έκανε σκοπό της ζωής του την αποκατάσταση της μνήμης του θαλασσοπόρου. Αρχικά παρουσίασε στον ίδιο τον Κάρολο Ε’ αντίγραφο των σημειώσεων που είχε κρατήσει στη διάρκεια του ταξιδιού, κάτι που επανέλαβε και σε άλλες αυλές της Ευρώπης αργότερα, ανάμεσά τους την πορτογαλική και τη γαλλική. Επιστρέφοντας στη Βενετία, δημοσίευσε στα ιταλικά το ημερολόγιο του ταξιδιού του, γύρω στα 1524. Η “Αφήγηση του πρώτου ταξιδιού γύρω από τον κόσμο”, σήμερα θεωρείται από τους περισσότερους ερευνητές η πιο αξιόπιστη μαρτυρία για τον περίπλου της γης, διαψεύδοντας σε μεγάλο βαθμό τις κατηγορίες του Ελκάνου και των ανδρών του σε βάρος του Μαγγελάνου. Σύμφωνα με τον Πιγκαφέτα, ο Πορτογάλος εξερευνητής είχε ως κύριες αρετές:
“[…] το κουράγιο και την επιμονή, ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες, για παράδειγμα άντεχε την πείνα και την κούραση καλύτερα από όλους εμάς τους υπόλοιπους. Ήταν ένας θαυμάσιος πρακτικός ναυτικός, που καταλάβαινε τη ναυσιπλοΐα, καλύτερα από όλους τους κυβερνήτες του. Η καλύτερη απόδειξη της ιδιοφυΐας του ήταν πως έκανε τον περίπλου της γης, χωρίς κανείς να έχει προηγηθεί”.
Σε ό,τι αφορά τουλάχιστον την τελευταία φράση, η ιστορία δικαίωσε τον Πιγκαφέτα, καθώς χρειάστηκε σχεδόν μισός αιώνας ώστε να επαναλάβει άλλος ναυτικός το επίτευγμα του Μαγγελάνου, χωρίς να λείψουν απόπειρες στο ενδιάμεσο, που εγκαταλείφθηκαν ή κατέληξαν σε ολοσχερή καταστροφή.
Όσο για τις Φιλιππίνες, οι Ισπανοί κατόρθωσαν να τις προσαρτήσουν στο στέμμα το 1569, αντιμετωπίζοντας όμως συνεχείς εξεγέρσεις των κατοίκων. Το 1898 την αποικιακή σκυτάλη πήραν οι ΗΠΑ, με την – τυπική τουλάχιστον – ανεξαρτητοποίηση να έρχεται μόλις το 1946.