Αντικατάσταση του γερμανικού εθνικού ύμνου με ποίημα του Μπρεχτ προτείνει ο “συριζαίος” πρωθυπουργός της Θουριγγίας
Στόχος του να πείσει τους συμπολίτες του που έζησαν στη ΓΛΔ ή την αναπολούν, να νιώσουν επιτέλους «ισότιμοι» Γερμανοί και να ασπαστούν ως θετικό τετελεσμένο την καπιταλιστική παλινόρθωση.
O γερμανικός εθνικός ύμνος έχει μια ιδιαιτερότητα σε σχέση με τους περισσότερους του κόσμου, καθώς τραγουδιέται μόνο η τρίτη στροφή. Αυτό συμβαίνει καθώς οι δύο αρχικές, και κυρίως η πρώτη στροφή, θεωρούνται εθνικιστικές και συνδεόμενες με τη σκοτεινότερη εποχή της γερμανικής ιστορίας, το ναζισμό. Ο πλέον αμφιλεγόμενος στίχος είναι φυσικά το «Deutschland, Deutschland ueber alles» (Γερμανία πάνω απ’ όλα), παρότι ο ποιητής του «Τραγουδιού της Γερμανίας» (Deutschlandlied) Αύγουστος Ερρίκος Χόφμαν φον Φάλερσλεμπεν το 1841 που έγραφε το ποίημα είχε κατά νου την ενοποίηση των γερμανικών κρατιδίων ως υπέρτατο αγαθό, κι όχι την ανωτερότητα του γερμανικού έθνους έναντι όλων των υπολοίπων. Ο λόγος για την κακή φήμη των αρχικών στροφών, οφείλεται κυρίως στη χρήση τους από το Χίτλερ και την κουστωδία του, που εισήλθαν στο στάδιο κατά τους Ολυμπιακούς αγώνες του Βερολίνου το 1936 υπό τη χορωδία 3000 Γερμανών να τραγουδούν τους επίμαχους στίχους. Όταν λοιπόν στην ΟΔΓ αποφασίστηκε το 1952 η εκ νέου υιοθέτηση του ύμνου (στη ΓΛΔ είχε υιοθετηθεί διαφορετικός ύμνος από το 1949, σε μουσική Χανς Άισλερ και στίχους του κομμουνιστή ποιητή και μετέπειτα υπουργού πολιτισμού της χώρας, Γιοχάνες Ρ. Μπέχερ), θεσμοθετήθηκε η χρήση αποκλειστικά της τρίτης στροφής για κάθε επίσημη περίσταση. Αν και οι άλλες στροφές δεν απαγορεύονται σε μη θεσμικές περιστάσεις, είναι μια ασφαλής ένδειξη εθνικιστικών το λιγότερο πεποιθήσεων.
Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίος ο θόρυβος που προκλήθηκε στη χώρα πριν λίγες μέρες, όταν στελέχη της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία στη Βαυαρία τραγούδησαν την πρώτη στροφή στη διάρκεια «Νοτιογερμανικής συνάντησης» με τον επικεφαλής του κόμματος στη Θουριγγία, Μπγιόρν Χόκε, ενώ στη συνέχεια φαίνεται πως τους «πρόδωσε» η τεχνολογία, αφού η μουσική σταμάτησε. Πατώντας σε αυτό το γεγονός, ο πρωθυπουργός του κρατιδίου της Θουριγγίας, Bodo Ramelow, πρότεινε σε δυο συνεντεύξεις του την αντικατάσταση του εθνικού ύμνου με ένα ποίημα του Μπρεχτ, τον «Παιδικό ύμνο» (Kinderhymne), που είχε συνθέσει ως υποψήφιο ύμνο της ΓΛΔ, αλλά απορρίφθηκε προς όφελος των στίχων του Μπέχερ. Πρόκειται για μια παραλλαγή – απάντηση στο«Τραγούδι της Γερμανίας», με ξεκάθαρα διεθνιστικό περιεχόμενο, αφού κατά τον ποιητή ο προηγούμενος ύμνος είχε αλλοιωθεί οριστικά από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη σύνδεσή του με το Χίτλερ. Όπως επισημαίνει εξάλλου ο ίδιος ο Ramelow, δεν είναι ακριβώς πρωτότυπη η ιδέα του, αλλά ουσιαστικά επαναφορά της πρότασης του Λόταρ ντε Μαιζιέρ, χριστιανοδημοκράτη πρωθυπουργού της υπό προσάρτηση πλέον ΓΛΔ το 1990, σύμφωνα με την οποία οι συγκεκριμένοι στίχοι θα προσαρμόζονταν στην προϋπάρχουσα μελωδία του δυτικογερμανικού ύμνου, σε μουσική του Γιόζεφ Χάιντν.
Το σκεπτικό του εκλεγμένου με το αδερφό κόμμα του Σύριζα “Die Linke” πρωθυπουργού της Θουριγγίας (κρατιδίου που παλιότερα βρισκόταν στην ανατολικογερμανική επικράτεια) δε διαφέρει και τόσο πολύ από εκείνο του κεντροδεξιού Μαιζιέρ. Στόχος του να πείσει τους συμπολίτες του που έζησαν στη ΓΛΔ ή την αναπολούν, να νιώσουν επιτέλους «ισότιμοι» Γερμανοί και να ασπαστούν ως θετικό τετελεσμένο την καπιταλιστική παλινόρθωση. Ο ίδιος εξάλλου, στις τοποθετήσεις του κάνει λόγο για «δογματικό κρατικό σοσιαλισμό», αναφερόμενος στη ΓΛΔ (στην οποία ο ίδιος δεν έζησε), για τις «πρώτες ελεύθερες δημοκρατικές εκλογές» στη χώρα το 1990 και άλλα τινά παρόμοια. Το άγχος του δεν είναι τόσο να καταπολεμήσει την ακροδεξιά που καπηλεύεται τον φορτισμένο ιστορικά ύμνο, όσο το γεγονός που επικαλείται ο ίδιος ως επιχείρημα υπέρ της πρότασής του, πως «ακόμα και σήμερα, βλέπω πολλούς ανθρώπους, όχι μόνο από το κόμμα μου, να έχουν πρόβλημα να τραγουδήσουν αυτό τον ύμνο». Το πρόβλημα βέβαια το έχουν με το γερμανικό αστικό κράτος και αυτό είναι το μόνο που πραγματικά ενοχλεί τον πρωθυπουργό του κρατιδίου, που, κατά την πάγια τακτική του κόμματός του, προσπαθεί χρησιμοποιώντας επιλεκτικά στοιχεία της ΓΛΔ, συκοφαντώντας ταυτόχρονα άλλα, να ενσωματώσει πιο επιτυχημένα τους ψηφοφόρους της σε ένα αστικό εθνικό αφήγημα που δεν τους ανήκει.