Είναι λύση η απαγόρευση των Ναζί; – Το γερμανικό παράδειγμα
Η συνταγματική απαγόρευση του ναζισμού στα πλαίσια του αστικού κράτους -που στη Γερμανία συνδυάστηκε με την απαγόρευση του ΚΚ- συνιστά όχι απλώς μη αποτελεσματική λύση, αλλά στην πραγματικότητα αφήνει και σημαντικά παραθυράκια σε μορφώματα ναζιστικής ή φιλοναζιστικής υφής.
Ως συνέχεια στον προηγούμενο προβληματισμό σχετικά με τις αιτίες συντηρητικοποίησης των Γερμανών, μπορεί να γίνει μια σύντομη αναφορά στο κατά πόσο τελικώς η συνταγματική απαγόρευση του ναζισμού στα πλαίσια του αστικού κράτους (η οποία στην ΟΔΓ θυμίζουμε ότι συνδυάστηκε ταυτόχρονα με την απαγόρευση του ΚΚΓ, μη εκτεινόμενη -να σημειωθεί- ωστόσο στο ξεκάθαρα φιλοναζιστικό NPD), συνιστά όχι απλώς μη αποτελεσματική λύση, αλλά στην πραγματικότητα αφήνει και σημαντικά παραθυράκια σε μορφώματα ναζιστικής ή φιλοναζιστικής υφής.
Οι δυο πιο πρόσφατες απόπειρες ποινικοποίησης του NPD, το 2013 και το 2017 κατέπεσαν στο ομοσπονδιακό συνταγματικό δικαστήριο, αφού με βάση το σκεπτικό του προέδρου ναι μεν το κόμμα επιδίωκε αντισυνταγματικούς σκοπούς, αλλά “επί του παρόντος απουσιάζουν συγκεκριμένα στοιχεία βαρύνουσας σημασίας που να επιτρέπουν την εντύπωση ότι είναι δυνατόν οι ενέργειές τους (σ.σ. των μελών του NPD) να είναι επιτυχείς.” Για το Afd ειδικώς η ύπαρξη του NPD έχει υποστηριχθεί, κι είναι θέμα προς συζήτηση, ότι λειτουργεί ειδικά στα εδάφη της τέως ΛΔΓ ως δακτυλοδεικτούμενος “φαιός φορέας” από τον οποίο η Εναλλακτική για τη Γερμανία έχει τη δυνατότητα να διαφοροποιείται σε ό,τι αφορά τις πιο ακραίες εκφάνσεις του, κερδίζοντας έτσι περαιτέρω πόντους αστικής νομιμότητας -εξάλλου η ομοσπονδιακή υπηρεσία προστασίας του Συντάγματος ουδέποτε έκρινε σκόπιμο να ασχοληθεί με το κόμμα αυτό. Το Afd μετά την ανακοίνωση της απόφασης χαρακτήρισε τη διαδικασία “φιάσκο των αρχών” και “σπατάλη των χρημάτων των φορλογουμένων” κλείνοντας ουσιαστικά το μάτι στη βάση του νεοναζιστικού κόμματος. Το FDP, οι σχέσεις εκλεκτικής συγγένειας του οποίου με την Εναλλακτική είναι από μόνες τους ξεχωριστό ζήτημα (εξάλλου ως νεοφιλελεύθεροι ευρωσκεπτικιστές ξεκίνησαν οι δεύτεροι) και το οποίο σθεναρότερα από κάθε άλλο φορέα είχε υποστηρίξει τη μη απαγόρευση, επέχαιρε επίσης, διότι “η βλακεία δεν μπορεί να απαγορευτεί”. Όπου ως “βλακεία”, για να μην ξεχνιόμαστε, νοούνταν η ιδεολογία που οδήγησε μεταξύ άλλων στο Ολοκαύτωμα.
Σε ό,τι αφορά την Vergagenheitsbewältigung, τη διαχείριση δηλαδή του ναζιστικού παρελθόντος, θα σταθούμε μόνο στη σχετικά πιο πρόσφατη περίοδο, γιατί μια αναλυτική παρουσίαση αποτελεί κεφάλαιο από μόνη της, και μάλιστα με ξεχωριστά υποκεφάλαια για την τέως ΓΛΔ και την ΟΔΓ. Σε επίπεδο δημόσιας ιστορίας αλλά και ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας, σημείο καμπής αποτελεί σίγουρα ο περίφημος Historikerstreit, με πρωταγωνιστή τον Νόλτε και τη θέση του περί του ναζισμού ως λίγο πολύ θεμιτής ανταπάντησης στο μπολσεβικισμό, διαμάχη με διεθνείς προεκτάσεις αλλά και έμμεσους έστω επιγόνους, όπως το δικό μας “νέο ρεύμα” των Καλυβομαραντζίδηδων. Το γεγονός που σημάδεψε ωστόσο τη γερμανική δημόσια ιστορία περί ναζισμού, υπήρξε η περίφημη έκθεση της Wehrmacht (Wehrmachtausstellung) που οργανώθηκε σε δύο φάσεις απτό Ινστιτούτο κοινωνικών ερευνών του Αμβούργου στο διάστημα 1995-1999 και 2001-2004. Τότε για πρώτη φορά έγινε μέσω οπτικών και γραπτών τεκμηρίων εμφατικά γνωστή στο ευρύ, μη ακαδημαϊκό κοινό της χώρας η έκταση της εμπλοκής του απλού Γερμανού στρατιώτη στα εγκλήματα του Β’ ΠΠ, ιδίως κατά της ΕΣΣΔ, στο εβραϊκό ολοκαύτωμα και την εξόντωση των τσιγγάνων. Αμφότερες γνώρισαν τεράστια επιτυχία, εντός κι εκτός συνόρων, ανέδειξαν όμως ταυτόχρονα, για πρώτη φορά μετά τη γερμανική επανένωση, την ύπαρξη ενός μειοψηφικού, αλλά όχι αμελητέου ρεύματος αντίστασης στην αποδοχή της ευθύνης του μέσου Γερμανού για τις πολεμικές θηριωδίες.
Από πλευράς αναθεωρητών, ιστορικών και δημοσιογράφων, η αντίδραση εκφράστηκε με καταγγελίες περί “ατίμωσης του Γερμανού στρατιώτη”, “εκστρατείας αέναης ενοχοποίησης του λαού” και μετάθεση ευθυνών στα SS και το Στάλιν. Σε πολιτικό επίπεδο, αντιδράσεις ποικίλης κλίμακας εκφράστηκαν, ιδίως από χριστιανοδημοκράτες σε αρκετούς δήμους και δευτερευόντως σε τοπικές κυβερνήσεις κυρίως της Βαυαρίας. Δεν έλειψαν φυσικά και οι αμιγώς ακροδεξιές και νεοναζιστικές προσπάθειες παρεμπόδισης της έκθεσης, ακόμα και με επιθέσεις, με γνωστότερη τη βομβιστική επίθεση στο σχολείο που την φιλοξενούσε στην πόλη Saarbrücken ,αλλά κι η απελευθέρωση βουτυρικού οξέως στο Ντόρτμουντ με αποτέλεσμα την προσωρινή διακοπή της, αμφότερα ευτυχώς χωρίς θύματα. Αξίζει να πούμε ότι, παρότι σε επίπεδο κεντρικής κυβέρνησης της ΟΔΓ η υποδοχή υπήρξε διαχρονικά θετική ως ενθουσιώδης, το Υπουργείο Αμύνης της χώρας έδωσε διαταγή στα μέλη της Bundeswehr να επισκέπτονται, εφόσον το επιθυμούν, την εκθεση αποκλειστικά ως ιδιώτες, ενώ αρνητικά τοποθετήθηκαν πολλές ενώσεις βετεράνων του Β’ ΠΠ.
Σε επίπεδο σχολικής ιστορίας, βασικού επίσημου μοχλού διαμόρφωσης αντιφασιστικής συνείδησης και στις δύο Γερμανιες (έστω με κάποια καθυστέρηση στην ΟΔΓ) και φυσικά στην ενιαία χώρα, ανησυχητικά είναι τα αποτελέσματα πολύ πρόσφατης έρευνας, βάση της οποίας το 41% των Γερμανών μαθητών αγνοούν τι ήταν το Άουσβιτς και το Μπίρκεναου, ποσοστό που ανέρχεται στο 53% στις ηλικίες 14-16. Αλλά και στο σύνολο του πληθυσμού, η σχετική γνώση εμφανίζει κάμψη σε διάστημα 5ετιας, από 90 σε 86% . Χαρακτηριστικό είναι εξάλλου, πως η ιστορία ως αυτοτελές μάθημα, μη διαθεματικό, διδάσκεται σε ολοένα και λιγότερα ομοσπονδιακα κρατίδια, τα οποία κατά το Σύνταγμα διαμορφώνουν αυτόνομα την εκπαιδευτική τους πολιτικη.
Υπό αυτό το πρίσμα, τα έμμεσα κανάλια δημόσιας ιστορίας, όπως βιβλία, ταινίες και σειρές που, ειδικά από τή δεκαετία του 2000 και δώθε επικεντρώνονται στη διεκτραγώδηση των παθών του γερμανικού λαού στον πόλεμο, συχνά σε αποϊδεολογικοποιημένο, αν όχι οριακά απολογητικό ύφος, καταλαμβάνουν χωρίς ουσιαστικό θεσμικό αντίπαλο, το ρόλο διαμόρφωσης της κοινής ιστορικής μνήμης.
Συνειδητά παρέλειψα εδώ αναφορές σε αυτό που θεωρείται ως τυπική έκφραση γερμανικής νοοτροπίας, δηλαδή στην παραδοσιακή πειθαρχία και νομιμοφροσύνη προς την εκάστοτε εξουσία, και πώς αυτή διαμεσολαβείται από τη δομή της μέσης γερμανικής οικογένειας και των άλλων φορέων κοινωνικοποίησης. Αφενός γιατί η εμβάθυνση προϋποθέτει ιστορική αναδρομή υπερβολικά εκτεταμένη για να γίνει εδώ έστω επιδερμικά, κι επιπλέον προϋποθέτει γνώσεις κοινωνικής και ατομικής ψυχολογία ς που δε διαθέτει η γράφουσα. Αφετέρου γιατί τα στοιχεία αυτά του εποικοδομήματος, όπως απέδειξε η συγκριτικά επιτυχημένη, όσο κράτησε, σοσιαλιστική οικοδόμηση στη ΓΛΔ, μπορούν να λειτουργήσουν, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, σε προοδευτική κατεύθυνση.
Σε κάθε περίπτωση, τόσο ο γερμανικός όσο και οι άλλοι λαοί, έχουμε την κατάρα, κατά τη γνωστή κινεζική ρήση, να ζούμε σε ενδιαφέροντες καιρούς και σε μας εναπόκειται η δυνατότητα, αλλά και το χρέος να τη μετατρέψουμε σε ευλογία.
Δύσκολες Νύχτες