Εξάρτηση από το κέρδος – Πρόστιμο 572 εκ. δολαρίων στη Johnson&Johnson για τη διάδοση οπιούχων στην Οκλαχόμα
Σύμφωνα με το δικαστή της κομητείας του Κλίβλαντ, Θαντ Μπάλκμαν, η εταιρεία «επιδόθηκε σε ψεύτικο και παραπλανητικό μάρκετινγκ τόσο των φαρμάκων τους όσο και των οπιούχων εν γένει
Η σύνδεση φαρμακευτικών εταιρειών και της διάδοσης ναρκωτικών ουσιών δεν είναι ακριβώς καινούριο φαινόμενο, καθώς είναι αρκετά γνωστό ότι το ίδιο το όνομα της ηρωίνης και η εμπορευματοποίησης (αν και όχι η εφεύρεση της αυτή καθεαυτή, που είχε συμβεί λίγα χρόνια νωρίτερα από Βρετανό χημικό) προέρχονται από το γερμανικό κολοσσό του φαρμάκου, τη Bayer. Μάλιστα από τα τέλη του 19ου αι. ως τις αρχές του 20ου αι. πωλούνταν χωρίς συνταγογράφηση, ως μια “μη εξαρτησιογόνα” εναλλακτική στη μορφίνη, που ως δημοφιλέστατο παυσίπονο εκείνη την εποχή είχε προκαλέσει ήδη το πρώτο σημαντικό κύμα εξαρτήσεων, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ.
Η Bayer δεν κλήθηκε ποτέ να λογοδοτήσει για τη συμβολή της στην έξαρση της τοξικομανίας μεταξύ ανυποψίαστων ασθενών, που χρησιμοποιούσαν το «αθώο» σκεύασμα της εταιρείας. Το ίδιο συμβαίνει εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες στις ΗΠΑ, όπου η χρήση συνταγογραφούμενων και μη οπιοειδών (με την πρώτη να είναι συχνά αλληλένδετη με τη δεύτερη) έχει λάβει τέτοιες διαστάσεις που εδώ και χρόνια γίνεται ανοιχτά λόγος για «κρίση οπιούχων» σε ολόκληρη τη χώρα. Η ασυδοσία των φαρμακευτικών στην προώθηση οπιούχων σκευασμάτων ήταν απόλυτη, τουλάχιστον μέχρι τη χθεσινή απόφαση δικαστηρίου στην Οκλαχόμα, που επέβαλε πρόστιμο 572 εκ. δολαρίων στον πολυεθνικό κολοσό Johnson&Johnson για το ρόλο της εταιρείας στο ιδιαίτερα οξυμένο πρόβλημα της χρήσης οπιοειδών στην πολιτεία.
Σύμφωνα με το δικαστή της κομητείας του Κλίβλαντ, Θαντ Μπάλκμαν, η εταιρεία «επιδόθηκε σε ψεύτικο και παραπλανητικό μάρκετινγκ τόσο των φαρμάκων τους όσο και των οπιούχων εν γένει και ο νόμος ξεκαθαρίζει πως μια τέτοια συμπεριφορά είναι υπεραρκετή ως πράξη η παράλειψη που στοιχειοθετεί το πρώτο στοιχείο του νόμου περί δημόσιας όχλησης της Οκλαχόμα».
Η εταιρεία ετοιμάζεται να ασκήσει έφεση, αρνούμενη ότι προκάλεσε κρίση οπιούχων στην Οκλαχόμα, εκφράζοντας παράλληλα «βαθιά συμπόνια για όσους επηρεάστηκαν» από αυτή.
Η Οκλαχόμα είναι μια από τις 12 πολιτείες που έχουν μηνύσει φαρμακευτικές για την εξάπλωση των οπιούχων στην επικράτειά τους, και η συγκεκριμένη υπόθεση ήταν η πρώτη που εκδικάστηκε. Το φθινόπωρο αναμένεται να ξεκινήσει δίκη σε ομοσπονδιακό επίπεδο, με πάνω από 2000 υποθέσεις από όλη τη χώρα εναντίον φαρμακευτικών με την ίδια κατηγορία. Η καταδίκη της Johnson&Johnson έρχεται μετά από οικονομικούς συμβιβασμούς ύψους 270 και 85 εκ. δολαρίων αντίστοιχα, που έγιναν μεταξύ πολιτείας και δυο ακόμα φαρμακευτικών, της Purdue, κατασκευάστριας του δημοφιλούς οπιούχου OxyContin και της Teva Pharmaceuticals, μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες κατασκευής γενόσημων φαρμάκων στον κόσμο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πολιτεία της Οκλαχόμα ζητούσε μια πολύ μεγαλύτερη αποζημίωση, ύψους 17,2 δις, για την κρίση οπιούχων που προκάλεσε η εταιρεία στην πολιτεία, αφήνοντας πίσω της 6000 νεκρούς και προκαλώντας τεράστιο ψυχολογικό, κοινωνικό και οικονομικό κόστος στις τοπικές κοινότητες.
Το πρόβλημα δεν αφορά φυσικά μόνο την Οκλαχόμα, καθώς υπολογίζεται πως καθημερινά πάνω από 130 άνθρωποι στις ΗΠΑ χάνουν τη ζωή τους από υπερβολική δόση οπιούχων, 70.000 μόνο μέσα στο 2017. Για το λόγο αυτό, αν και το πρόστιμο είναι σαφώς μικρό για τα δεδομένα μιας εταιρείας όπως η Johnson&Johnson, με πολλά πεδία δραστηριότητας (σε κάποια από τα οποία έχει επίσης νομικά προβλήματα,, παρόμοιες δικαστικές αποφάσεις σε βάρος εταιρειών με μεγαλύτερη εμπλοκή στη συγκεκριμένη αγορά προσδοκάται ότι θα λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης για τη «συμμόρφωσή» τους στο μέλλον. Είναι σαφές βέβαια ότι τέτοιου είδους διαχειριστικού χαρακτήρα «λύσεις» δεν μπορούν να ξεριζώσουν το πρόβλημα των ναρκωτικών, ούτε φυσικά την ακόρεστη δίψα των εταιρειών για κέρδος, σε βάρος της δημόσιας υγείας.
Με πληροφορίες από cnn.com