“Έρχεται τσουνάμι” – Η σιωπηλή τραγωδία της πανδημίας στο υποβαθμισμένο Κουίνς της Νέας Υόρκης
Στη Νέα Υόρκη, “πρωτεύουσα” της πανδημίας σε παγκόσμιο επίπεδο, οι μειονότητες, που κατά κανόνα ανήκουν στα οικονομικά ασθενέστερα στρώματα, πλήττονται δυσανάλογα από τις συνέπειες του κορονοϊού
Ο ιός δεν κάνει κοινωνικές ή φυλετικές διακρίσεις, οι τρόποι μετάδοσής του όμως και η πιθανότητα ανάρρωσης από αυτόν έχουν σαφή ταξικά χαρακτηριστικά, όπως αποδεικνύουν ολοένα και περισσότερα στοιχεία. Ειδικότερα στη Νέα Υόρκη, “πρωτεύουσα” της πανδημίας σε παγκόσμιο επίπεδο, οι μειονότητες, που κατά κανόνα ανήκουν στα οικονομικά ασθενέστερα στρώματα, πλήττονται δυσανάλογα από τις συνέπειες του κορονοϊού. Δεν προκαλεί λοιπόν εντύπωση ότι η συνοικία Κουίνς της Νέας Υόρκης, αναδεικνύεται σε πρωταθλήτρια κρουσμάτων ανά κάτοικο μεταξύ των πέντε συνοικιών της μεγαλούπολης, με 7260 καταγεγραμμένες περιπτώσεις σε έναν πληθυσμό 600000 κατοίκων. Το πιο εύπορο Μανχάταν από την άλλη, παρότι έχει τριπλάσιο πληθυσμό, καταγράφει ως τώρα λίγο πάνω από 10000 κρούσματα.
Στο Κουίνς oι μισοί περίπου κάτοικοι έχουν γεννηθεί εκτός ΗΠΑ κι ως μετανάστες είναι πιθανότερο να ασκούν κάποιο κακοπληρωμένο επάγγελμα που τους εκθέτει περισσότερο στον ιό. Όπως ο νεπαλέζος οδηγός της Uber Ανίλ Σούμπα, που πέθανε σε νοσοκομείο της περιοχές λίγες ώρες αφότου οι γιατροί έκριναν πως θα μπορούσε να αποσωληνωθεί. Πιθανότατα είχε κολλήσει από πελάτη στην αμέσως προηγούμενη δουλειά του, ενώ συνολικά έχουν φύγει από τη ζωή ως τώρα 28 οδηγοί ταξί. Σε κοντινή γειτονιά, που κατά μια ειρωνεία ονομάζεται Κορόνα, ο 44χρονος υπάλληλος εστιατορίου Έντισον Φερέρο από την Κολομβία, ψήνεται στον πυρετό, ενώ ο συγκάτοικος του απαιτεί να φύγει από το νοικιασμένο διαμέρισμα. Λίγο πιο μακριά, η Ραζία Μπεγκάμ από το Μπανγκλαντές, φοβάται πως θα κολλήσει τον ιό, καθώς δυο από τις τρεις συγκατοίκους έχουν ήδη συμπτώματα. Χωρίς δουλειά και οι τρεις τους, τρώνε ένα γεύμα τη μέρα για να τα βγάλουν πέρα. “Πεινάμε τόσο πολύ, αλλά πιο πολύ με τρομάζει να αρρωστήσω”, λέει η 53χρονη γυναίκα, που πάσχει από υπέρταση και διαβήτη.
Οι επίσημες υγειονομικές αρχές αρνούνται να δημοσιεύσουν στοιχεία για τη φυλετική κι εθνική καταγωγή των ασθενών και ζητούν να μη βγαίνουν γενικευμένα συμπεράσματα στη βάση του ταχυδρομικού κώδικα, που είναι το σύστημα με το οποίο δίδονται στη δημοσιότητα οι επηρεαζόμενες περιοχές.
Για τους υγειονομικούς και τους τοπικούς παράγοντες είναι ωστόσο πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι η πανδημία επηρεάζει δυσανάλογα το λατινοαμερικανικό πληθυσμό της πόλης, που ανέρχεται στο 34% και αποτελεί μερίδα του λέοντος σε επαγγέλματα, όπως ανειδίκευτοι εργάτες, εργαζόμενοι σε εστιατόρια και καθαριστές.
Μεγάλη επίδραση έχει η ασθένεια και στις πολυάριθμες κοινότητα Ινδών, Κινέζων, Φιλιπιννέζων, Νεπαλέζων και μεταναστών από το Μπανγκλαντές.
Στο νοσοκομείο Ελμχερστ του Κουίνς, ένα από τα πρώτα που χτυπήθηκαν από την κρίση, δεκάδες ασθενείς συνωστίζονται στους διαδρόμους περιμένοντας για κρεβάτι, τρομαγμένοι, μόνοι, συχνά χωρίς να μπορούν να μιλήσουν στ’ αγγλικά. “Είμαστε το επίκεντρο του επίκεντρου”, λέει ο δημοτικός σύμβουλος Ντάνιελ Φρομ, λέγοντας πως έχασε πέντε φίλους του και 24 δημότες από την πανδημία. “Έχει συνταράξει όλη τη γειτονιά” λέει φορτισμένος.
Η φτώχεια, ο συνωστισμός σε λίγα τετραγωνικά και η κυβερνητική αδιαφορία άφησαν εκτεθειμένους τους κατοίκους της συνοικίας στον ιό. “Δε νομίζω ότι η πόλη ενημέρωσε για το επίπεδο του κινδύνου”, λέει η Κλάουντια Ζαμόρα από τοπική μεταναστευτική κοινότητα. Όπως αναφέρει, αξιωματούχοι των υπηρεσιών υγείας του δήμου είχαν μοιράσει φυλλάδια στις αρχές Μαρτίου με συμβουλές πλυσίματος χεριών, αλλά δεν είχαν συνεργεία και πολύγλωσσες αφίσες που θα έκαναν τον κόσμο να συνειδητοποιήσει την έκταση του προβλήματος.
Ο 39χρονος οικοδόμος Άνχελ, μετανάστης χωρίς χαρτιά από το Εκουαδόρ, δούλευε σε οικοδομή του Μανχάταν ώσπου αρρώστησε. Στο νοσοκομείο Έλμχερστ τον έδιωξαν γιατί τα συμπτώματά του θεωρήθηκαν μη απειλητικά, αναγκάζοντάς τον να γυρίσει στο διαμέρισμα που μοιράζεται με 3 ακόμα εργάτες.
“Δεν έχω κανέναν να με βοηθήσει”, λέει ο άντρας. Η αρμόδια υπηρεσία υγείας της πόλης υποστηρίζει ότι ενημέρωσε επαρκώς τους μετανάστες στις πόλεις με διαφημιστικά σε πολλές γλώσσες στο μετρό και την τηλεόραση.
“Είναι αδύνατον να απομονωθείς όταν όλοι βρίσκονται στο ίδιο διαμέρισμα”, λέει ο Ρόνι Μπαρσόλα, που δουλεύει ντελίβερι και φοβάται για την υγεία τη δική του, της μητέρας και της αδελφής του, που έχουν αρρωστήσει αλλά δεν μπορούν να κάνουν το τεστ.
“Φόβος είναι το μόνο που νιώθουμε”, λέει η 38χρονη Πατρίσια Ριβέρα από το Μεξικό, που μετέφερε τη μητέρα της με δύσπνοια στο νοσοκομείο. Γυρίζοντας σπίτι, βρήκε μερικές προστατευτικές μάσκες από αυτές που δόθηκαν στο γιο της που δουλεύει σε οικοδομή και τις μοίρασε στα μέλη της οικογένειάς της, ανάμεσά τους ένας 70χρονος θείος.
Άλλοι μετανάστες έχουν αναρρώσει, αλλά τώρα κινδυνεύουν να μείνουν άστεγοι. “Νόμιζα πως θα πεθάνω και δε θα ξαναδώ ποτέ την οικογένειά μου στην Κολομβία”, λέει η 33χρονη σερβιτόρα Τζοάνα Μαρίν, που πέρασε μέρες στο νοσοκομείο. Όταν συνήλθε, η σπιτονοικοκυρά της αρνήθηκε να την αφήσει να μείνει στο σπίτι. Κατέφυγε σε μια θεία που τώρα την πιέζει να φύγει. Δημοτικοί σύμβουλοι πιέζουν να δοθούν τα άδεια ξενοδοχεία ως εναλλακτική δυνατότητα στέγασης για όσους βγαίνουν από τα νοσοκομεία ή για ασθενείς με ήπια συμπτώματα που δε θέλουν να κολλήσουν άλλους στην οικογένειά τους.
Τα οικονομικά προβλήματα είναι τεράστια στην περιοχή, δεδομένου μάλιστα ότι οι μετανάστες χωρίς χαρτιά δε λαμβάνουν καμία κρατική βοήθεια. Τα τοπικά συσσίτια, που μέχρι πρότινος εξυπηρετούσαν κυρίως μονογονεϊκές οικογένειες, πλέον δέχονται κατά τα 2/3 επισκέψεις από άντρες που προσπαθούν να θρέψουν τις οικογένειές τους. “Έρχεται τσουνάμι” λέει ο Πέδρο Ροντρίγκες, διευθυντής ενός από τα συσσίτια στο Κουίνς.
Οι κάτοικοι προσπαθούν να αλληλοβοηθηθούν όσο μπορούν, άλλοι όμως δεν μπορούν να βγουν από τα σπίτια τους λόγω ασθένειας. Η Μπεγκάμ περνάει τη μέρα της καθαρίζοντας την τουαλέτα του σπιτιού, μένοντας μακριά από τις άρρωστες συγκατοίκους της. Ο νοικοκύρης ζητά το νοίκι του Απριλίου και απειλεί με έξωση.
Μόνη παρηγοριά της το κοράνι δίπλα στο κρεβάτι της.
“Προσεύχομαι κάθε μέρα. Προσεύχομαι να φύγει ο κορονοϊός από την Αμερική”.
Στη μεγαλύτερη καπιταλιστική οικονομία του πλανήτη, το μόνο φάρμακο για εκατομμύρια φτωχούς παραμένει το όπιο των λαών.
Με πληροφορίες από The New York Times μέσω Chicago Tribune