Η αντιπαράθεση Κίνας-Ταϊβάν και ο παγκόσμιος ανταγωνισμός για τα μικροτσίπ – «Πρόβες πολέμου» στον Ινδο-Ειρηνικό μετά την επίσκεψη Πελόζι
Η Ταϊβάν είναι ένα από τα πολύ λίγα ζητήματα που μπορεί να οδηγήσουν την Κίνα και τις ΗΠΑ σε σύγκρουση, τονίζει ο Κινέζος πρέσβης στις ΗΠΑ, υποστηρίζοντας ότι η επίσκεψη της τρίτης σε ιεραρχία αξιωματούχου των ΗΠΑ «έσπασε» ανοιχτά τη δέσμευση της Αμερικής να μην αναπτύξει επίσημες σχέσεις με την Ταϊβάν, στο πλαίσιο της πολιτικής της «Μίας Κίνας»…
ΗΠΑ – Κίνα: Σε τροχιά σύγκρουσης στον Ινδο-Ειρηνικό μετά την επίσκεψη Πελόζι στην Ταϊβάν – Ο κινεζικός στρατός έχει περικυκλώσει το νησί, ενώ αναμένεται κλιμάκωση με «μεγάλο χρονικό ορίζοντα»
Σε νέα φάση σοβαρής κλιμάκωσης, με τον κίνδυνο να εξελιχθεί σε ανοιχτή σύγκρουση, βρίσκεται πλέον η γεωπολιτική αντιπαράθεση ΗΠΑ – Κίνας στη στρατηγικής σημασίας περιοχή Ασίας – Ειρηνικού, μετά την επίσκεψη της προέδρου της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι, και εκπροσώπων του Κογκρέσου στην Ταϊβάν.
Οι εξελίξεις αποτελούν σημείο καμπής στον επικίνδυνο ανταγωνισμό ΗΠΑ – Κίνας για την πρωτοκαθεδρία στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, που οξύνεται τα τελευταία χρόνια σε οικονομικό, τεχνολογικό και στρατιωτικό επίπεδο.
Ηταν η πρώτη επίσκεψη υψηλόβαθμου Αμερικανού αξιωματούχου εδώ και 25 χρόνια στο αυτοδιοικούμενο νησί, το οποίο η Κίνα θεωρεί κινεζική επαρχία και τα τελευταία χρόνια δηλώνει όλο και πιο εμφατικά ότι θα ενωθεί με την Κίνα.
Μεγάλη ένταση και πρόσθετη «καύσιμη ύλη» συσσωρεύεται στην περιοχή γύρω από την Ταϊβάν, με τις κινεζικές στρατιωτικές δυνάμεις να έχουν ουσιαστικά περικυκλώσει το νησί, διεξάγοντας στρατιωτικές ασκήσεις με πραγματικά πυρά, στον απόηχο της επίσκεψης Πελόζι. Την ίδια ώρα, οι ΗΠΑ εντείνουν τη στρατιωτική παρουσία τους στην ευρύτερη περιοχή της Θάλασσας των Φιλιππίνων με το αεροπλανοφόρο «Ronald Reagan», δεκάδες άλλα πλοία και χιλιάδες στρατιώτες.
Η Ταϊβάν είναι ένα από τα πολύ λίγα ζητήματα που μπορεί να οδηγήσουν την Κίνα και τις ΗΠΑ σε σύγκρουση, υπογράμμισε ο Κινέζος πρέσβης στις ΗΠΑ, υποστηρίζοντας ότι η επίσκεψη της τρίτης σε ιεραρχία αξιωματούχου των ΗΠΑ – μετά τον Πρόεδρο και την αντιπρόεδρο – «έσπασε» ανοιχτά τη δέσμευση της Αμερικής να μην αναπτύξει επίσημες σχέσεις με την Ταϊβάν, στο πλαίσιο της πολιτικής της «Μίας Κίνας».
Οι ενέργειες των ΗΠΑ «δεν μπορούν να εμποδίσουν τη διαδικασία εθνικής επανένωσης της Κίνας» με την Ταϊβάν και η «θηλιά γύρω από τον λαιμό της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν» θα σφίγγει όλο και περισσότερο, διαμήνυσε ο Κινέζος ΥΠΕΞ, Γουάνγκ Γι.
Η Κίνα «θα υπερασπιστεί σθεναρά την κυριαρχία και την εδαφική της ακεραιότητα, χωρίς να αφήνει περιθώρια για την ανεξαρτησία της Ταϊβάν ή για εξωτερική ανάμειξη», ήταν το μήνυμα του κινεζικού υπουργείου Αμυνας.
Παίρνοντας τη σκυτάλη της κλιμάκωσης από τις ΗΠΑ, η Κίνα ξεκίνησε την Πέμπτη τις μεγαλύτερες στρατιωτικές ασκήσεις που έχουν διεξαχθεί ποτέ, σε έξι ζώνες γύρω από την Ταϊβάν και μάλιστα με πραγματικά πυρά, περικυκλώνοντας το νησί από θάλασσα και αέρα. Οι ασκήσεις αναμένεται να διαρκέσουν μέχρι την Κυριακή.
Σύμφωνα με το υπουργείο Αμυνας της Ταϊβάν, εκτοξεύτηκαν από μεριάς της Κίνας 11 βαλλιστικοί πύραυλοι «Dongfeng» σε ύδατα γύρω από τα βορειοανατολικά και νοτιοδυτικά του νησιού, ενώ δεκάδες κινεζικά μαχητικά αεροσκάφη εισέρχονται καθημερινά στη ζώνη αναγνώρισης αεράμυνας της Ταϊβάν περνώντας τη διάμεση γραμμή των Στενών, σύμφωνα με την ίδια πηγή.
Κινεζικοί πύραυλοι πέταξαν για πρώτη φορά πάνω από την Ταϊβάν, μετέδωσαν κινεζικά ΜΜΕ, χωρίς να επιβεβαιωθεί η πληροφορία από καμία πλευρά. Συνολικά 68 μαχητικά αεροσκάφη της Κίνας και 13 πολεμικά πλοία διεξήγαγαν επιχειρήσεις στο Στενό της Ταϊβάν και ορισμένα παραβίασαν σκοπίμως τη μέση γραμμή, η οποία χωρίζει την ηπειρωτική Κίνα από την Ταϊβάν, σύμφωνα με το υπουργείο Αμυνας της Ταϊβάν.
Επίσης το κινεζικό ΥΠΕΞ ανακοίνωσε κυρώσεις σε βάρος της Ν. Πελόζι, αλλά και ότι διακόπτει τις διμερείς συναντήσεις μεταξύ υψηλόβαθμων στρατιωτικών αξιωματικών των ΗΠΑ και της Κίνας και τη συνεργασία στο πλαίσιο ενός μηχανισμού θαλάσσιας ασφάλειας μεταξύ ΗΠΑ – Κίνας. Επιπλέον αναστέλλονται οκτώ μηχανισμοί συνεργασίας ΗΠΑ – Κίνας σε θέματα όπως το κλίμα, η αντιμετώπιση του εγκλήματος, οι μετανάστες, η διακίνηση ναρκωτικών κ.ά.
Στο μεταξύ, η αμερικανική κυβέρνηση ανέβαλε μία δοκιμαστική εκτόξευση ενός διηπειρωτικού βαλλιστικού πυραύλου «Minuteman III», εν μέσω των κινεζικών στρατιωτικών ασκήσεων, ως μια κίνηση «μείωσης των κινδύνων από λανθασμένους υπολογισμούς και παρερμηνείες», ισχυρίστηκε ο Τζον Κίρμπι, εκπρόσωπος Τύπου για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ.
Ωστόσο, το αεροπλανοφόρο «USS Reagan», που βρίσκεται στη Θάλασσα των Φιλιππίνων, «θα παρακολουθεί» τις εξελίξεις στην περιοχή της Ταϊβάν, συνέχισε ο Κίρμπι.
«Οι αναλυτές τονίζουν ότι υπάρχουν πολλές επιλογές στο τραπέζι για την Κίνα, ώστε να επιταχύνει τη διαδικασία επανένωσης με την Ταϊβάν», γράφει η κινεζική εφημερίδα «Global Times» και «προειδοποιεί»:
«Εκτός από στρατιωτικές ασκήσεις, οι επιλογές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν πλήγματα στρατιωτικών στόχων της Ταϊβάν, όπως έκανε ο PLA (σ.σ. ο κινεζικός στρατός) στην προηγούμενη κρίση στα Στενά της Ταϊβάν, προωθώντας νέα νομοθεσία για εθνική επανένωση, αποστολή στρατιωτικών αεροσκαφών και πλοίων που θα εισέλθουν στον “εναέριο χώρο” και τα “χωρικά ύδατα” του νησιού, τερματίζοντας τη σιωπηρή κατάπαυση του πυρός με τον στρατό της Ταϊβάν».
Από την πλευρά του ο Τζ. Κίρμπι παραδέχτηκε ότι «οι ΗΠΑ αναμένουν αντίποινα από την Κίνα» με «πιθανά περαιτέρω βήματα τις επόμενες μέρες και ίσως σε μεγαλύτερους χρονικούς ορίζοντες», με μεγάλης κλίμακας παραβιάσεις της ζώνης αναγνώρισης αεράμυνας της Ταϊβάν.
Επιπλέον, οι ΗΠΑ αναμένουν από την Κίνα να προχωρήσει ενδεχομένως σε δημόσιες επισημάνσεις, παρόμοιες με αυτές που έκανε πρόσφατα, ότι τα Στενά της Ταϊβάν δεν είναι διεθνής πλωτή οδός.
Η αμερικανική κυβέρνηση επιδιώκει να υποβαθμίσει τη σημασία της επίσκεψης Πελόζι στην Ταϊβάν και να εμφανίσει την Κίνα ως τη μόνη υπεύθυνη για όσα θα ακολουθήσουν, υπονοώντας πως το Πεκίνο αναζητούσε μια ευκαιρία για να πιέσει ακόμη περισσότερο το νησί προς την κατεύθυνση της ενιαίας Κίνας.
Υψηλόβαθμοι Αμερικανοί αξιωματούχοι όπως ο Τζ. Κίρμπι και ο ΥΠΕΞ, Αντ. Μπλίνκεν, είπαν πως «δεν υπάρχει λόγος αυτή η επίσκεψη να αποτελέσει κίνητρο για κρίση ή σύγκρουση», επαναλαμβάνοντας τους ισχυρισμούς ότι «το ταξίδι ήταν συνεπές με τη μακροχρόνια πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Κίνας, που δεν υποστηρίζουν την ανεξαρτησία της Ταϊβάν» και «δεν παραβιάζουν την κυριαρχία της χώρας».
Οι ΗΠΑ αντιτίθενται στις όποιες μονομερείς προσπάθειες αλλαγής του status quo της Ταϊβάν – ειδικά διά της βίας – τόνισε ο Μπλίνκεν και η αμερικανική κυβέρνηση καταδικάζει την «ανεύθυνη» απόφαση της Κίνας να εκτοξεύσει πυραύλους κοντά στην Ταϊβάν. «Οι προκλητικές ενέργειες του Πεκίνου συνιστούν σημαντική κλιμάκωση στην επί σειρά ετών προσπάθειά του να αλλάξει το status quo», δήλωσε ο Κίρμπι.
Στο ίδιο πνεύμα ΝΑΤΟ και ΕΕ καταδίκασαν την επιθετική δραστηριότητα της Κίνας, λέγοντας πως δεν υπάρχει καμία δικαιολογία.
Η Ρωσία χαρακτήρισε την επίσκεψη Πελόζι «προκλητική» και τις στρατιωτικές ασκήσεις γύρω από την Ταϊβάν «κυρίαρχο δικαίωμα της Κίνας».
Στην Ταϊβάν η Ν. Πελόζι συναντήθηκε με την Πρόεδρο, Tσάι Ινγκ-γουέν, και ενώ τυπικά δεν υποστήριξε την ανεξαρτησία του νησιού, υπογράμμισε την «ακλόνητη δέσμευση της Αμερικής να υποστηρίξει τη ζωντανή δημοκρατία της Ταϊβάν», τονίζοντας ότι σήμερα αυτή η στήριξη είναι «πιο σημαντική από ποτέ», καθώς «ο κόσμος βρίσκεται αντιμέτωπος με μια επιλογή μεταξύ απολυταρχίας και δημοκρατίας».
Οι συζητήσεις με την ηγεσία της Ταϊβάν επικεντρώθηκαν εξάλλου «στην προώθηση των κοινών μας συμφερόντων, όπως η προώθηση μιας ελεύθερης και ανοιχτής περιοχής Ινδο-Ειρηνικού».
Από την πλευρά της, η Πρόεδρος της Ταϊβάν τόνισε πως η περιοχή ενισχύει τις αμυντικές της ικανότητες και θα «κρατήσει τη γραμμή άμυνας» για τις δημοκρατίες στην περιοχή.
Η Ν. Πελόζι είχε επισκεφτεί νωρίτερα Σιγκαπούρη και Μαλαισία, έκανε στάση στην Ταϊβάν, η οποία δεν είχε ανακοινωθεί, και συνέχισε την περιοδεία της σε Νότια Κορέα και Ιαπωνία.
Μάλιστα, από τη Νότια Κορέα προχώρησε σε ακόμη μια προκλητική δήλωση, λέγοντας πως η Κίνα μπορεί να εμποδίσει «ξένους ηγέτες – ή οποιονδήποτε άλλον θέλει – να ταξιδέψουν στην Ταϊβάν για να τιμήσουν την ακμάζουσα Δημοκρατία της».
Ε.Μ.
Ημιαγωγοί και εμπόριο στο επίκεντρο του ανταγωνισμού
Η Ταϊβάν έχει μεγάλη γεωπολιτική και οικονομική βαρύτητα στην ανερχόμενη περιοχή Ασίας – Ειρηνικού, όπου συγκεντρώνεται ο παγκόσμιος ανταγωνισμός, και είναι μεγάλης σημασίας στην αντιπαράθεση ΗΠΑ – Κίνας.
Στον παγκόσμιο ανταγωνισμό για ημιαγωγούς (μικροτσίπ) που χρησιμοποιούνται σε όλες τις νέες τεχνολογίες, από iPhone και λάπτοπ έως τα σύγχρονα οπλικά συστήματα, η Ταϊβάν είναι ηγετική δύναμη.
Ιδιαίτερα στους προηγμένους ημιαγωγούς, που θα τροφοδοτήσουν ένα νέο άλμα στις αναδυόμενες τεχνολογίες της κβαντικής πληροφορικής, της Τεχνητής Νοημοσύνης, της αυτόνομης οδήγησης και των 5G τηλεπικοινωνιών, ο ταϊβανέζικος όμιλος TSMC (Taiwan Semiconductor Manufacturing Company) αυτήν τη στιγμή ελέγχει το 92% της παγκόσμιας παραγωγής εξελιγμένων μικροτσίπ 10 νανομέτρων και κάτω.
Η TSMC έχει κληθεί επανειλημμένα να αντιμετωπίσει τις διαμάχες ΗΠΑ – Κίνας και επί χρόνια προσπαθούσε να διατηρεί «ισορροπίες», καθώς οι ΗΠΑ είναι μεγαλύτερος αγοραστής ημιαγωγών, αλλά η Κίνα αναπτύσσεται πολύ ταχύτερα.
Σύμφωνα όμως με το «Bloomberg», όταν η Πρόεδρος της Ταϊβάν υποδέχτηκε την Πελόζι, παρόντες στη συνάντηση ήταν τόσο ο ιδρυτής της TSMS, Μόρις Τσανγκ, όσο και ο πρόεδρος του ΔΣ, Μαρκ Λιου.
Πάντως, ενώ το Πεκίνο επέβαλε απαγόρευση εισαγωγών σε περισσότερα από 2.000 προϊόντα από την Ταϊβάν, ως αντίποινα για την επίσκεψη Πελόζι, δεν περιλαμβάνονται, φυσικά, οι ημιαγωγοί. Εκτός από την TSMC η Κίνα εισάγει μικροτσίπ και από άλλες δυο εταιρείες της Ταϊβάν (United Microelectronics Corp. και MediaTek Inc), ενώ αν και έχει επενδύσει περισσότερα από 100 δισ. δολάρια στον τομέα παραγωγής ημιαγωγών, εξακολουθεί να υπολείπεται της Ταϊβάν.
Οι ΗΠΑ εξαρτώνται επίσης από την παραγωγή της Ταϊβάν και το 2020 εισήγαγαν το 72% των μικροτσίπ που χρησιμοποιήθηκαν στις ΗΠΑ. Στο μεταξύ, η TSMC έχει αποφασίσει να ανοίξει ένα νέο εργοστάσιο στην Αριζόνα από το 2024 και το Πεκίνο θεωρείται βέβαιο ότι θα αντιδράσει.
Αν το δυναμικό αυτό στις νέες τεχνολογίες ήταν σε κινεζικό έδαφος, θα ήταν μεγάλο το πλήγμα για τις ΗΠΑ και γεωπολιτικό – οικονομικό προβάδισμα για την Κίνα. Το ίδιο ισχύει και για την Ευρώπη, καθώς οι εφοδιαστικές ανάγκες της σε ημιαγωγούς καλύπτονται κατά τουλάχιστον 50% από την Ταϊβάν, ενώ εισάγει επίσης από Κίνα και Νότια Κορέα.
Τα τελευταία χρόνια, ΗΠΑ και ΕΕ προχωρούν σε βήματα ώστε να απεξαρτηθούν από τις ασιατικές αγορές επενδύοντας δεκάδες δισ. δολάρια στην παραγωγή μικροτσίπ.
Το Στενό της Ταϊβάν είναι η κύρια διαδρομή για τα πλοία που περνούν από την Κίνα, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και την Ταϊβάν προς τα δυτικά, μεταφέροντας εμπορεύματα από ασιατικούς κόμβους εργοστασίων σε αγορές στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και όλα τα ενδιάμεσα σημεία.
Περίπου το 48% των 5.400 επιχειρησιακών πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων στον κόσμο πέρασαν από τα Στενά της Ταϊβάν τους πρώτους επτά μήνες του 2022. Το 88% των μεγαλύτερων σε χωρητικότητα πλοίων του κόσμου διήλθαν από εκεί φέτος, σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε το «Bloomberg».
Οποιεσδήποτε ενέργειες πάνω από την Ταϊβάν που επηρεάζουν το Στενό θα είναι μεγάλο πλήγμα για την παγκόσμια ναυτιλία.
Οι ΗΠΑ και οι βασικοί «σύμμαχοί» τους προτάσσουν πως μεγάλο μέρος του Στενού της Ταϊβάν αποτελεί διεθνή ύδατα και εκτελούν τακτικά «ασκήσεις ελεύθερης ναυσιπλοΐας». Ωστόσο, Κινέζοι αξιωματούχοι υποστήριξαν επανειλημμένα τους τελευταίους μήνες ότι το Στενό δεν είναι διεθνή ύδατα.
Το «status quo» και η πολιτική της «μίας Κίνας»
Σε κάθε περίπτωση, η κίνηση της Ν. Πελόζι ισοδυναμεί με περαιτέρω σκόπιμη διάβρωση του δόγματος της «μίας Κίνας», που τυπικά ακολουθεί η Ουάσιγκτον. Πριν από έναν χρόνο οι «New York Times» εκτιμούσαν ότι «η πολιτική του Μπάιντεν για την Ταϊβάν είναι, πραγματικά, βαθιά απερίσκεπτη».
Ο Τζο Μπάιντεν έγινε ο πρώτος Αμερικανός Πρόεδρος από το 1978 που φιλοξένησε τον απεσταλμένο της Ταϊβάν στην ορκωμοσία του.
Τον Απρίλη, η κυβέρνησή του ανακοίνωσε ότι χαλαρώνει τους περιορισμούς δεκαετιών στις επίσημες επαφές των ΗΠΑ με την κυβέρνηση της Ταϊβάν.
«Αυτές οι πολιτικές αυξάνουν τις πιθανότητες για έναν καταστροφικό πόλεμο. Οσο περισσότερο οι ΗΠΑ και η Ταϊβάν κλείνουν επισήμως την πόρτα για την επανένωση, τόσο πιο πιθανό είναι το Πεκίνο να επιδιώξει την επανένωση με τη βία», προειδοποιούσαν οι «New York Times».
Τη σταδιακή αλλαγή της στάσης της Ουάσιγκτον επισήμανε ο υφυπουργός Εξωτερικών της Κίνας, Σίε Φενγκ, όταν κάλεσε τον πρεσβευτή των ΗΠΑ, Ν. Μπερνς, να διαμαρτυρηθεί:
Στον ιστότοπο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ η Ταϊβάν δεν αναφέρεται ως «τμήμα της Κίνας», έχει ενταχθεί στη λεγόμενη «στρατηγική Ινδο-Ειρηνικού». Εχουν αναβαθμιστεί οι δεσμοί της Ουάσιγκτον με την Ταϊπέι, αυξήθηκαν οι πωλήσεις αμερικανικών όπλων και η υποστήριξη σε αυτονομιστικές δραστηριότητες για την «ανεξαρτησία της Ταϊβάν».
Η πολιτική της «μίας Κίνας» αναγνωρίζεται από τις περισσότερες χώρες στον κόσμο, ενώ και οι ΗΠΑ τυπικά αναγνωρίζουν ότι έχουν επίσημες διπλωματικές σχέσεις μόνο με το Πεκίνο. Παρ’ όλα αυτά διατηρούν «ισχυρές άτυπες» σχέσεις με την Ταϊβάν, κάτι που εντείνεται όσο οξύνεται ο ανταγωνισμός στην περιοχή, που αποτελεί βασική προτεραιότητα στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.
Η Ταϊβάν (όπως αυτοαποκαλείται Δημοκρατία της Κίνας), με 23,3 εκατομμύρια κατοίκους, θεωρείται για την Κίνα η 23η επαρχία της, με δική της αυτοδιοίκηση, όπως και το Χονγκ Κονγκ ή το Μακάο – που θεωρούνται ειδικές διοικητικές περιφέρειες που πέρασαν στην Κίνα από τη Βρετανία το 1997 και το 1999, αντίστοιχα – στο πλαίσιο του δόγματος «μία Κίνα, δύο συστήματα, μία χώρα». Αυτές οι περιοχές είχαν από την πρώτη στιγμή τη στήριξη του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού, κάτι που συνεχίζεται και σήμερα.
Η αντιπαράθεση Κίνας – Ταϊβάν ξεκινάει από το 1949 (και νωρίτερα από τον εμφύλιο πόλεμο), όταν μετά την επικράτηση της σοσιαλιστικής επανάστασης με ηγέτη τον Μάο ιδρύθηκε η ΛΔ της Κίνας. Το ηττημένο Εθνικιστικό Κόμμα (Κουομιτάνγκ), με ηγέτη τον εθνικιστή Τσιαν Κάι Σεκ και 2 εκατομμύρια στρατιωτικούς κυρίως, αποσύρθηκε στην Ταϊβάν, την οποία όρισε ως έδρα της κυβέρνησης της «Δημοκρατίας της Κίνας», έχοντας από την αρχή τη στήριξη του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Και οι δύο πλευρές υποστήριζαν ότι εκπροσωπούν ολόκληρη την Κίνα, και μάλιστα η Ταϊβάν είχε ως το 1987 στρατιωτικό καθεστώς.
Εκτοτε οι σχέσεις κινούνται μεταξύ όξυνσης και προσπαθειών προσέγγισης, με την Ταϊβάν να έχει δική της κυβέρνηση, εισπράττει τους φόρους της και αναπτύσσει στρατό στα σύνορά της, αλλά δεν έχει προχωρήσει επισήμως σε ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της.
Να σημειωθεί ότι ΗΠΑ και Κίνα απέκτησαν επίσημες διπλωματικές σχέσεις το 1979, διέκοψαν τις επίσημες σχέσεις τους με την Ταϊβάν και έκλεισαν την πρεσβεία τους στην Ταϊπέι. Αλλά τον ίδιο χρόνο επίσης ψήφισαν την Πράξη Σχέσεων με την Ταϊβάν, η οποία εγγυάται στήριξη στο νησί. Οι ΗΠΑ παραμένουν ως σήμερα ο σημαντικότερος σύμμαχος ασφαλείας του νησιού.
Οι ΗΠΑ διατηρούν ανεπίσημη παρουσία στην Ταϊπέι μέσω του Αμερικανικού Ινστιτούτου, ενός ιδιωτικού οργανισμού με διπλωματικές δραστηριότητες. Στις ΗΠΑ, το «Γραφείο Οικονομικής και Πολιτιστικής Εκπροσώπησης της Ταϊπέι» εκτελεί επίσης χρέη πρεσβείας.
Οι ΗΠΑ και όλο και περισσότερες χώρες διεξάγουν εκστρατεία για την εισδοχή της Ταϊβάν σε ορισμένους οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.