Η εργασιακή μεταρρύθμιση της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Ισπανίας
Ο έπαινος των εργοδοτών είναι το τέλειο παράδειγμα του ρόλου της κυβερνώσας σοσιαλδημοκρατίας. Οι δύο προηγούμενες εργασιακές μεταρρυθμίσεις αντιμετωπίστηκαν από το συνδικαλιστικό κίνημα με μεγάλες γενικές απεργίες. Σήμερα, το βασικό περιεχόμενο αυτών των μεταρρυθμίσεων, που συμφωνήθηκαν με την ΕΕ, εγκρίνεται με «κοινωνική ειρήνη».
Άρθρο του Ραούλ Μαρτίνες Τουρέρο, μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚ Εργαζομένων Ισπανίας, δικηγόρου εργατικών σωματείων. Αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 12-13 Φλεβάρη 2022.
Τα πολιτικά κόμματα που συγκροτούν την κυβέρνηση, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής καμπάνιας το 2019, υποσχέθηκαν να καταργήσουν το σκληρό εργασιακό νομοσχέδιο που ψήφισε το 2012 η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος (PP). Ετσι, συμπεριέλαβαν αυτή την κατάργηση στο σημείο 1.3 της συμφωνίας για τη συγκρότηση της κυβέρνησης ανάμεσα στο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ισπανίας (PSOE) και τους Unidas Podemos, δηλαδή τον συνασπισμό στον οποίο εκτός από τους Podemos συμμετέχουν η Ενωμένη Αριστερά και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας.
Με το πρόσχημα της στήριξης της σταθερότητας της εργασίας και της μείωσης των υψηλών ποσοστών ανεργίας που χαρακτηρίζουν την αγορά εργασίας της Ισπανίας, οι κυβερνήσεις, τόσο του Θαπατέρο (PSOE) όσο και του Μαριάνο Ραχόι (PP), το 2010 και το 2012 αντίστοιχα, ψήφισαν νομοσχέδια για τη μείωση του κόστους απόλυσης των εργαζομένων.
Η εργασιακή μεταρρύθμιση του PSOE το 2010, που προωθήθηκε εν μέσω σφοδρής καπιταλιστικής κρίσης, παρέτεινε τη σύμβαση για την ενθάρρυνση των αορίστου χρόνου προσλήψεων, η αποζημίωση των οποίων καθορίστηκε σε 33 ημερομίσθια ανά έτος προϋπηρεσίας, σε αντίθεση με τα 45 ημερομίσθια ανά έτος προϋπηρεσίας, που ήταν ο κανόνας μέχρι τότε. Παράλληλα, διευρύνθηκαν οι δυνατότητες των επιχειρήσεων να απολύουν, ατομικά και συλλογικά, μέσω «αντικειμενικών» απολύσεων, για οικονομικούς, τεχνικούς, οργανωτικούς ή παραγωγικούς λόγους. Σε αυτή την περίπτωση, η αποζημίωση που πρέπει να λάβει ο εργαζόμενος είναι 20 μέρες ανά έτος δουλειάς. Οι μισθοί υπερημερίας, δηλαδή οι μισθοί που δεν έλαβε ο εργαζόμενος σε περίπτωση αθέμιτης απόλυσης, οι οποίοι προστίθενται στην αποζημίωση απόλυσης, άρχισαν επίσης να αμφισβητούνται.
Η εργασιακή μεταρρύθμιση του 2012, που ψηφίστηκε στην τελική φάση της προηγούμενης καπιταλιστικής κρίσης, αποτέλεσε ένα σκληρό χτύπημα για τα εργατικά δικαιώματα. Εμβαθύνοντας στην ίδια κατεύθυνση με το προηγούμενο νομοσχέδιο, γενικεύτηκε η αποζημίωση των 33 ημερομισθίων ανά έτος προϋπηρεσίας στις άδικες απολύσεις, καταργώντας τους μισθούς υπερημερίας, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες η απόλυση χαρακτηρίστηκε ως άκυρη ή στις οποίες, ως άδικη, η επιχείρηση επέλεξε να επαναφέρει τον εργαζόμενο στην εργασία του. Επιπλέον, διευρύνθηκαν οι δυνατότητες «αντικειμενικής» απόλυσης (20 ημερομίσθια ανά έτος προϋπηρεσίας) και καταργήθηκε η ανάγκη διοικητικής άδειας στις ομαδικές απολύσεις και στις μορφές Μόνιμης ή Προσωρινής Διαθεσιμότητας και Μερικής Ανεργίας (ERTES), διευκολύνοντας τους εργοδότες να αναστέλλουν τις συμβάσεις εργασίας, να μειώνουν τις ώρες εργασίας ή να τροποποιούν τους όρους εργασίας των εργαζομένων κατά βούληση. Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις επλήγησαν επίσης, επιτρέποντας στις επιχειρήσεις να σταματήσουν να εφαρμόζουν τις συλλογικές συμβάσεις και περιορίζοντας την αποτελεσματικότητά τους σε ένα έτος μετά την καταγγελία τους από ένα από τα μέρη.
Προαπαιτούμενο της ΕΕ – Μεγαλύτερα περιθώρια ευελιξίας στην εργοδοσία
Η τρέχουσα εργασιακή μεταρρύθμιση αποτελεί μέρος της συμφωνίας που επιτεύχθηκε μεταξύ της κυβέρνησης και της ΕΕ και περιλαμβάνεται στο σημείο 23 του «Σχεδίου Ανάκαμψης, Μετασχηματισμού και Ανθεκτικότητας», το οποίο υπέβαλε η Ισπανία για να αποκτήσει πρόσβαση στα νέα χρηματοδοτικά μέσα του ταμείου του Σχεδίου Ανάκαμψης της ΕΕ.
Οπως έχει καταγγείλει το Κόμμα μας, το Κομμουνιστικό Κόμμα Εργαζομένων Ισπανίας (PCTE), μαζί με σημαντικά τμήματα του συνδικαλιστικού κινήματος με ταξική συνείδηση και πολλούς νομικούς, η μεταρρύθμιση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση την κατάργηση των προηγούμενων εργασιακών μεταρρυθμίσεων. Επιπλέον, η ουσία της νέας μεταρρύθμισης είναι, ακριβώς, να παραχωρήσει μεγαλύτερα περιθώρια ευελιξίας στα αφεντικά να απασχολούν κατά παραγγελία το εργατικό δυναμικό που χρειάζονται κάθε στιγμή.
Πρόκειται για μια μεταρρύθμιση που συνεχίζει στη λογική της λεγόμενης «ευελφάλειας», που επινόησε η ΕΕ. Οπως έχει αποδειχθεί, οι προηγούμενες μεταρρυθμίσεις στα Εργασιακά εμβάθυναν τη λεγόμενη «εξωτερική ευελιξία», επιτρέποντας «ευέλικτες» προσλήψεις και φτηνές απολύσεις. Καμία από αυτές τις πτυχές δεν αναιρείται από τη σημερινή μεταρρύθμιση, η οποία, επιβεβαιώνοντας το θεμελιώδες περιεχόμενο των προηγούμενων μεταρρυθμίσεων, επικεντρώνεται στην ενίσχυση της «εσωτερικής ευελιξίας», διευκολύνοντας τα ERTES, ώστε οι επιχειρήσεις να μπορούν να προσαρμόζουν τους όρους υπό τους οποίους απασχολούν το εργατικό δυναμικό τους ανά πάσα στιγμή.
Το κύριο επιχείρημα των υποστηρικτών της μεταρρύθμισης είναι ότι η εσωτερική ευελιξία αποτελεί εναλλακτική λύση στις απολύσεις. Η αλήθεια είναι ότι οι εταιρείες διατηρούν τις ίδιες δυνατότητες απόλυσης, αλλά διαθέτουν επίσης σημαντικούς μηχανισμούς για να μεταβάλλουν τις συνθήκες εργασίας των εργαζομένων σχεδόν κατά βούληση. Στην πραγματικότητα, η εργασιακή μεταρρύθμιση, με βάση την εμπειρία της διαχείρισης κατά τη διάρκεια της πανδημίας, εγκρίνει τον λεγόμενο Μηχανισμό RED, ο οποίος, ενόψει γενικών οικονομικών ή κλαδικών κρίσεων, θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να γενικεύσει τις Προσωρινές Απολύσεις, επιδοτώντας τις εργοδοτικές εισφορές Κοινωνικής Ασφάλισης με δημόσιο χρήμα, σε ένα σαφές παράδειγμα μεταφοράς εισοδήματος από την εργασία στο κεφάλαιο.
Ενα άλλο από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν κατά κόρον οι σοσιαλδημοκράτες για την υπεράσπιση της μεταρρύθμισής τους είναι η κατάργηση της σύμβασης έργου ή της σύμβασης για συγκεκριμένη υπηρεσία. Υποστηρίζουν ότι, με αυτόν τον τρόπο, θα επιτευχθεί σταθερότητα στις προσλήψεις. Η αλήθεια είναι ότι η σύμβαση έργου καταργείται, αλλά η ίδια η μεταρρύθμιση ενισχύει άλλες επισφαλείς συμβάσεις, όπως η σύμβαση διαλείπουσας απασχόλησης, στην οποία ο εργαζόμενος εναλλάσσει περιόδους εργασίας και ανεργίας, ή η σύμβαση ορισμένου χρόνου. Επιπλέον, δεδομένου του κόστους των απολύσεων και της μεγάλης κινητικότητας στην ισπανική αγορά εργασίας, η ίδια η σύμβαση αορίστου χρόνου, πλήρους ή μερικής απασχόλησης, έχει μετατραπεί σε επισφαλή σύμβαση.
Επικυρώνεται η ουσία των προηγούμενων αντεργατικών μεταρρυθμίσεων
Η εργασιακή μεταρρύθμιση έχει την άπλετη στήριξη της ισπανικής εργοδοτικής ένωσης (CEOE) και των δύο μεγαλύτερων συνδικαλιστικών συνομοσπονδιών (CCOO και UGT). Με τη σειρά της, έχει λάβει τη ρητή υποστήριξη σημαντικών καπιταλιστών όπως η Αννα Πατρίθια Μποτίν (πρόεδρος της τράπεζας Banco Santander) ή η FAES, το «think tank» του πρώην Προέδρου Χοσέ Μαρία Αθνάρ (Λαϊκό Κόμμα). Ελαβε τα εύσημα της ΕΕ και εγκρίθηκε στο ισπανικό κοινοβούλιο με την υποστήριξη του υπερ-φιλελεύθερου κόμματος «Πολίτες» (Ciudadanos) και της καταλανικής εθνικιστικής δεξιάς (PDeCat), πλειοψηφώντας κατά μία μόνο ψήφο με το κατάλληλο «λάθος» κατά την ψηφοφορία ενός βουλευτή του Λαϊκού Κόμματος, στηρίζοντας την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που έδωσε την προεδρία της κυβέρνησης στον Πέδρο Σάντσεθ (PSOE).
Τόσο το PSOE όσο και οι Unidas Podemos, καθώς και οι δύο συνομοσπονδίες που υπέγραψαν τη μεταρρύθμιση, επικυρώνουν την ουσία των προηγούμενων εργασιακών μεταρρυθμίσεων.
Ενα παράδειγμα μπορεί να καταδείξει τι σήμαιναν οι μεταρρυθμίσεις του 2010, του 2012 και του 2022. Σε περίπτωση απόλυσης εργαζόμενου με προϋπηρεσία 1 έτους και μεικτό μισθό 1.500 ευρώ μηνιαίως, πριν από το 2010 και σε περίπτωση που η απόλυση χαρακτηριζόταν δικαστικά ως άδικη εντός 6 μηνών, ο εργαζόμενος λάμβανε αποζημίωση 2.404 ευρώ (45 μέρες ανά έτος προϋπηρεσίας) και μισθούς υπερημερίας 6.000 ευρώ. Η απόλυση κόστιζε στην εταιρεία συνολικά 8.404 ευρώ. Σήμερα, μετά τις διαδοχικές εργασιακές μεταρρυθμίσεις, ο ίδιος εργαζόμενος θα λάβει μόνο 1.763,01 ευρώ (33 μέρες ανά έτος προϋπηρεσίας) σε περίπτωση άδικης απόλυσης και 1.068,49 ευρώ (20 μέρες ανά έτος προϋπηρεσίας) σε περίπτωση «αντικειμενικής» απόλυσης. Αυτό επικυρώνει η νέα μεταρρύθμιση.
Αποκαλυπτικοί έπαινοι από την εργοδοσία
Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι επιτεύχθηκε ευρεία συμφωνία με τις οργανώσεις των εργοδοτών ή το γεγονός ότι απέσπασαν την υποστήριξη των φιλελεύθερων και δεξιών κομμάτων στο κοινοβούλιο.
Μάλιστα, λίγα λεπτά μετά την έγκριση της μεταρρύθμισης, η Ισπανική Συνομοσπονδία Επιχειρηματικών Οργανώσεων (CEOE) δημοσίευσε στα κοινωνικά της δίκτυα τα εξής: «Η CEOE εκτιμά θετικά την επικύρωση της εργασιακής μεταρρύθμισης, σεβόμενη τον κοινωνικό διάλογο και τη συμφωνία μεταξύ εργοδοτών και συνδικάτων. Η συμφωνία παρέχει σταθερότητα, εγγυάται την κοινωνική ειρήνη και εδραιώνει τα βασικά στοιχεία της μεταρρύθμισης του 2012. Φέρνει εμπιστοσύνη και βεβαιότητα στη χώρα».
Ο έπαινος των εργοδοτών είναι το τέλειο παράδειγμα του ρόλου της κυβερνώσας σοσιαλδημοκρατίας. Οι δύο προηγούμενες εργασιακές μεταρρυθμίσεις αντιμετωπίστηκαν από το συνδικαλιστικό κίνημα με μεγάλες γενικές απεργίες. Σήμερα, το βασικό περιεχόμενο αυτών των μεταρρυθμίσεων, που συμφωνήθηκαν με την ΕΕ, εγκρίνεται με «κοινωνική ειρήνη».
Διανοίγεται τώρα μια περίοδος, κατά την οποία η πολιτικοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος και η καταπολέμηση της σοσιαλδημοκρατικής ηγεμονίας στο εργατικό κίνημα είναι πιο αναγκαία από ποτέ. Η πρακτική θα δώσει και θα αφαιρέσει λόγους. Επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά ότι το αστικό κράτος μπορεί να κυβερνηθεί μόνο υπέρ του κεφαλαίου.
Σ’ αυτές τις συνθήκες, το ΚΚ Εργαζομένων Ισπανίας συνεχίζει τη δράση του για τη διαφώτιση της εργατικής τάξης και την οργάνωση της ταξικής πάλης, δυναμώνει την αντιπαράθεση με την αντιλαϊκή πολιτική της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης και των άλλων αστικών κομμάτων, συγκεντρώνει δυνάμεις και δείχνει τον δρόμο της ανατροπής του καπιταλισμού, της επικαιρότητας του σοσιαλισμού.
Φωτογραφία: Από κινητοποίηση του ΚΚ Εργαζομένων Ισπανίας στη Μαδρίτη κατά την ψήφιση της εργασιακής μεταρρύθμισης