“Ήρθαν σαν εχθροί κι έφυγαν σα φίλοι” – Αναμνήσεις του Κόκκινου Στρατού στην τέως ΓΛΔ
Ένα μουσείο αφιερωμένο στη μεγαλύτερη σοβιετική βάση της τέως ΓΛΔ αποκαλύπτει την άγνωστη ιστορία της παρουσίας του Κόκκινου Στρατού σε γερμανικό έδαφος μετά τον πόλεμο.
Μπορεί τα σοβιετικά μνημεία στη Γερμανία να προστατεύονται υποχρεωτικά από το κράτος, βάσει διμερών συνθηκών που είχαν συναφθεί με την ΕΣΣΔ στα πλαίσια της ενοποίησης των δύο γερμανικών κρατών, η μνήμη όμως της παρουσίας του Κόκκινου Στρατού μεταπολεμικά στο έδαφος της χώρας, και συγκεκριμένα στην επικράτεια της τότε ΓΛΔ, για ευνόητους λόγους δεν τυγχάνει της ίδιας ευνοϊκής μεταχείρισης. Το κενό αυτό της επίσημης μέριμνας προσπαθείε να καλύψει το μουσείο “Ερυθρός Αστέρας” (Roter Stern) στο Βίνσντορφ του Βραδεμβούργου, ένα χωριό περίπου 2000 κατοίκων, το οποίο εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη σοβιετική στρατιωτική βάση της ΓΛΔ, όπου ζούσαν 50.000 άνθρωποι, στρατιωτικοί με τις οικογένειές τους κυρίως, σε μια κανονική πολιτεία – στρατόπεδο.
Στην έκθεση του μουεσίου φιλοξενούνταν στρατιωτικά εξαρτήματα, στολές, καθημερινά αντικείμενα, έντυπα και άλλα τεκμήρια της μακροχρόνιας παρουσίας των Σοβιετικών στη βάση. Τα περισσότερα προέρχονται από το Βίνσντορφ, καθώς σε πολλά σπίτια είχαν αφήσει οι Ρώσοι αναμνηστικά ή αχρείαστα πια αντικείμενα. Την περισυλλογή του ανέλαβε τοπικός σύλλογος, ενώ αργότερα η έκθεση εμπλουτίστηκε χάρασε σε επαφές με βετεράνους του Κόκκινου Στρατού στη Γερμανία κι ενός σχετικού μουσείου στη Μόσχα. Ένας μάλιστα από τους τελευταίους διοικητές της βάσης δώρισε τη στολή παρέλασης στο μουσείο, το οποίο βασίζεται αποκλειστικά σε ιδιωτική χρηματοδότηση, χωρίς καμία κρατική επιχορήγηση, σε αντίθεση με την αφειδώλευτη χρηματοδότηση που απολαμβάνουν άλλα μουσεία, αντικομμουνιστικής θεματολογίας.
Οι επισκέπτες προέρχονται τόσο από την τέως ΓΛΔ, όσο και από τη δυτική Γερμανία, ζητώντας με ειλικρινή απορία να μάθουν πώς ζούσαν και τι σχέσεις είχαν οι στρατιώτες με τους ντόπιους, έτοιμοι να ακούσουν ιστορίες τρόμου και καταπίεσης, που διαψεύδονται από τα γεγονότα και το μουσείο.
Ο ρωσικός πλέον στρατός αποχώρησε από το Βίνσντορφ στις 12 Ιούνη 1994, με μια μεγάλη αποχαιρετιστήρια παρέλαση ενώπιον 5000 θεατών, που μεταδόθηκε ζωντανά από τύπο και τηλεόραση, επιβεβαιώνοντας το σύνθημα “Ήρθαν ως εχθροί και έφυγαν ως φίλοι”. Φέτος διοργανώθηκαν στην πόλη εκδηλώσεις μνήμης για τα 25 χρόνια από την αποχώρηση.
Τα αισθήματα των ντόπιων ήταν ανάμεικτα. Κάποιοι είχαν χαρεί, όχι μόνο για πολιτικούς λόγους, αλλά κι επειδή το Βίνσντορφ την εποχή που λειτουργούσε η βάση ήταν κάτι σαν “απαγορευμένη πόλη”, με σημαντικούς περιορισμούς στην προσβασιμότητά της, για λόγους ασφαλείας. Άλλοι είχαν στενοχωρηθεί, λόγω των φιλιών που είχαν δημιουργήσει με οικογένειες των στρατιωτικών, αλλά κι επειδή 1000 άνθρωποι εργάζονταν ως πολιτικό προσωπικό στη βάση, ενώ οι πολλοί επαγγελματίες της πόλης εφοδίαζαν με αγαθά τη βάση. Όπως ένας τσαγκάρης, τον οποίο συνήθιζαν οι παραγγελιοδότες του να ποτίζουν με άφθονη βότκα με αποτέλεσμα τουλάχιστον μία φορά να βάλει δυο αριστερά παπούτσια στο ίδιο κουτί.
Όσο για τους ίδιους τους κατοίκους της βάσης, η εμπειρία δεν ήταν απόλυτα ενιαία, παρά το κοινό σημείο της ανάπτυξης καλών σχέσεων με τους ντόπιους. Για τους απλούς στρατιώτες, η ζωή στο στρατόπεδο ήταν αρκετά σκληρή, ενώ από την άλλη, μεσαίοι και ανώτεροι αξιωματικοί – γεγονός που προβληματίζει γενικότερα για την ύπαρξη τέτοιων διακρίσεων στη σοβιετική κοινωνία – θυμούνται νοσταλγικά τις μέρες τους στο Βίνσντορφ, όπου έμεναν σε ευρύχωρα διαμερίσματα, και είχαν πρόσβαση σε αγαθά δυσεύρετα στην ΕΣΣΔ. Δεν είναι πάντως τυχαίο ότι αρκετές οικογένειες διατηρούν ακόμα επαφές με βετεράνους στη Ρωσία, ενώ ορισμένοι από τους τελευταίους είχαν προσπαθήσει να παραμείνουν στην ενιαία Γερμανία και μετά το κλείσιμο της βάσης.
Με πληροφορίες από: de.sputniknews.com