Κομμουνιστική Πρωτοβουλία Κύπρου: Στη ρότα της συρρίκνωσης δημοκρατικών δικαιωμάτων το νέο νομοσχέδιο για διαδηλώσεις στην Κύπρο

Σε τέτοιες συνθήκες, γίνεται ακόμα πιο επιτακτική ανάγκη η οργανωμένη αντίσταση και πάλη των εργαζομένων, της νεολαίας, των μαθητών, των φοιτητών, ολόκληρου του κυπριακού λαού, ενάντια σε κάθε πολιτική που επιτίθεται όλο και πιο έντονα, όλο και πιο απροκάλυπτα στα λαϊκά δικαιώματα και ελευθερίες. 

Ακολουθώντας την τάση που παρουσιάζεται διεθνώς στα αστικά κράτη, η κυβέρνηση προωθεί νομοσχέδιο για αναθεώρηση της νομοθεσίας που διέπει τη διεξαγωγή διαδηλώσεων στην Κύπρο. Το νομοσχέδιο που παρουσιάζεται με το πρόσχημα του “εκσυγχρονισμού της νομοθεσίας” και την ανάγκη να “μπει τάξη” στην ταλαιπωρία που προκαλείται από διαδηλώσεις, είναι σημαντικός κρίκος στην αλυσίδα των μέτρων της κρατικής καταστολής και του αυταρχισμού, σε μια περίοδο που η εργατική και λαϊκή αγανάκτηση είναι καζάνι που βράζει, εξαιτίας των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στην περιοχή, της ακριβείας, της φτώχειας και της επίθεσης του κεφαλαίου στα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα. 

Πολλές από τις πρόνοιές του δείχνουν τον δρόμο για επιστροφή σε εποχές επικίνδυνης συρρίκνωσης ή και πλήρους απαγόρευσης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η ελευθερία του λόγου και το δικαίωμα στη διαμαρτυρία δεν μπορούν να επαφίενται στην διακριτική ευχέρεια του εκάστοτε οργάνου επιβολής του νόμου, ούτε μπορεί να τίθενται υπό την αίρεση του τι θεωρεί κάθε αστική κυβέρνηση και οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους ως ενοχλητικό, υβριστικό ή και παράνομο ακόμα. Η λογική του «αποφασίζουμε και διατάζουμε» που υφέρπει πίσω από τις πρόνοιες του εν λόγω νομοσχεδίου είναι προάγγελος καταστολής κάθε εργατικής και λαϊκής διαμαρτυρίας και θα πρέπει να χτυπήσει καμπανάκι κινδύνου για τον λαό και την εργατική τάξη της Κύπρου. Με βάση το νομοσχέδιο:

Θεσπίζεται η υποχρέωση προηγούμενης ειδοποίησης 7 ημερών, της αρχής τοπικής διοίκησης και της αστυνομίας για τον προγραμματισμό συγκέντρωσης, η οποία ορίζεται ως συγκέντρωση 20 ή περισσότερων προσώπων, με υποχρεωτική γνωστοποίηση του ονόματος και στοιχείων επικοινωνίας του οργανωτή, τον σκοπό της διαδήλωσης, την ώρα έναρξης και λήξης, το χώρο ή δρομολόγιο που θα ακολουθηθεί, εάν θα χρησιμοποιηθούν οχήματα, εξοπλισμός, πινακίδες κτλ. Αυθόρμητες συγκεντρώσεις χωρίς ειδοποίηση είναι δήθεν επιτρεπτές όταν αφορούν, γενικά και αόριστα, «αιφνίδιο και απρόβλεπτο γεγονός».

Ενώ καθορίζεται ρητά ο χρόνος προηγούμενης ειδοποίησης για τον προγραμματισμό διαδήλωσης από τον οργανωτή, δεν ορίζεται ο χρόνος ενημέρωσης από τις αστυνομικές αρχές για το αν απαγορεύεται ή όχι μια διαδήλωση, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο να αποφασιστεί η απαγόρευση της ή η επιβολή περιορισμών στη διαδήλωση μέχρι και την τελευταία στιγμή.  

Δίνει υπερεξουσίες και διευρύνει τον κατασταλτικό ρόλο της αστυνομίας. Μπορούν να επιβληθούν αυθαίρετοι περιορισμοί από την Αστυνομία στην οργάνωση και διεξαγωγή διαδήλωσης, με κριτήριο το πόσοι εκτιμάται ότι θα συμμετάσχουν, που θα διοργανωθεί, τον “βαθμό επικινδυνότητας”, αν παρεμποδίζει δημόσιες υπηρεσίες και κυκλοφορία οχημάτων, αλλά και τι συμπεριφορά επέδειξαν οι διαδηλωτές σε άλλες συγκεντρώσεις! 

Οι περιορισμοί που μπορούν να επιβληθούν από την Αστυνομία αφορούν σχεδόν τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου, της διάρκειας, του χώρου, της πορείας της διαδήλωσης, την απαγόρευση διέλευσης ή εισόδου σε οποιοδήποτε δημόσιο χώρο, τη μη παρακώλυση της κυκλοφορίας και της πρόσβασης σε δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμούς κοινής ωφελείας ή νοσηλευτήρια. 

Εισάγεται η υποχρέωση στον οργανωτή να μεριμνά για την ομαλή και ειρηνική διεξαγωγής μιας διαδήλωσης και να συμμορφώνεται με τις υποδείξεις της Αστυνομίας, όποιες και αν είναι αυτές, όσο αυθαίρετες και να είναι.

Την ίδια στιγμή που ο αυταρχισμός της αστυνομίας έχει γίνει αιτία να τραυματίζονται, να τρομοκρατούνται και να συλλαμβάνονται αναίτια και απρόκλητα άτομα που συμμετέχουν σε καθ’ όλα ειρηνικές διαδηλώσεις,  το νομοσχέδιο εναποθέτει στην κρίση της αστυνομίας το πότε και για ποιο λόγο κρίνεται ότι μετατρέπεται σε βίαιη μία διαδήλωση, ώστε να δικαιολογήσει την επέμβασή της, με σκοπό τη διάλυσή της και τη σύλληψη των διαδηλωτών. Η Αστυνομία μπορεί περαιτέρω να διαλύσει μια διαδήλωση όταν αυτή πραγματοποιείται κατά παράβαση των περιορισμών που επιβλήθηκαν από την ίδια. 

Θεσπίζονται νέα διακριτά ποινικά αδικήματα για πρόσωπα τα οποία ενώ συμμετέχουν σε συγκέντρωση προβαίνουν σε πράξεις βίας ή προτρέπουν άλλα πρόσωπα σε πράξεις βίας, όπως επίσης και η μη συμμόρφωση διαδηλωτή με εντολή της αστυνομίας για αφαίρεση καλύμματος προσώπου. 

Πρόκειται λοιπόν για ένα νομοσχέδιο που εμμέσως πλην σαφώς βαφτίζει ρυθμιστή της διεξαγωγής διαδηλώσεων την αστυνομία, την ίδια αστυνομία που αφήνει στο απυρόβλητο ακροδεξιά και ξενοφοβικά στοιχεία, όσο βίαιη συμπεριφορά κι αν επιδεικνύουν, την ίδια αστυνομία που δεν διστάζει να συλλαμβάνει και να καταγγέλλει με αυθαίρετες και κατασκευασμένες κατηγορίες όσους δεν συμμορφώνονται με τις πολιτικές και τις υποδείξεις της, την ίδια αστυνομία που επιλέγει να επιδεικνύει το σκληρότερο πρόσωπό της μόνο στην περιστολή λαϊκών διεκδικήσεων.

Εάν διαδηλωτές αποφασίσουν να κλείσουν συμβολικά ένα δρόμο που συνδέεται με τα αιτήματά τους, ή αν απεργοί αποφασίσουν να κλείσουν την πρόσβαση σε Υπουργείο, μπορούμε να περιμένουμε ότι, ανάλογα με το εάν τα αιτήματα ενοχλούν περισσότερο ή λιγότερο στελέχη της εκάστοτε κυβέρνησης ή της αστυνομίας, τότε οι διαδηλώσεις θα κρίνονται παράνομες ή θα διαλύονται ή θα διεξάγονται με τον τρόπο, στον τόπο και στον χρόνο που η αστυνομία κρίνει κατάλληλο!

Οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν ότι η αντιλαϊκή οικονομική πολιτική, η επίθεση στα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα πάει χέρι-χέρι με την κρατική καταστολή και τον αυταρχισμό. Σε τέτοιες συνθήκες, γίνεται ακόμα πιο επιτακτική ανάγκη η οργανωμένη αντίσταση και πάλη των εργαζομένων, της νεολαίας, των μαθητών, των φοιτητών, ολόκληρου του κυπριακού λαού, ενάντια σε κάθε πολιτική που επιτίθεται όλο και πιο έντονα, όλο και πιο απροκάλυπτα στα λαϊκά δικαιώματα και ελευθερίες. 

Κομμουνιστική Πρωτοβουλία Κύπρου

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: