Ξανά στο αντάρτικο μαχητές των FARC
Αυτή τη στιγμή, το κράτος υπολογίζει ότι οι μαχητές του νέου αντάρτικου ξεπερνούν τους 2.800 και αυξάνονται γρήγορα, θέτοντας ξανά υπό τον έλεγχό τους περιοχές όπου δρούσαν, γύρω από την πόλη Μεντεγίν.
H ιστορία δυστυχώς φαίνεται να επαναλαμβάνεται. Όταν ένα αντάρτικο παραδίδει τα όπλα, κλείνοντας μια ειρηνευτική συμφωνία, χάνει το βασικό μέσο για να ελέγχει αν τηρείται κι εφαρμόζεται αυτή η συμφωνία, έρχεται αντιμέτωπο με την εκδικητική μανία του αστικόυ κράτους και βρίσκεται σύντομα σε δύσκολη θέση, ώστε να επιστρέψει στον ένοπλο αγώνα. Αυτήν την ιστορία ζήσαμε στη χώρα μας και δυστυχώς η ίδια φαίνεται να επαναλαμβάνεται και στην Κολομβία, μετά την ειρηνευτική συμφωνία που υπογράφτηκε το 2016 στην Αβάνα και το όργιο τρομοκρατίας που ξέσπασε μετά από αυτήν, με 300 δολοφονίες αγωνιστών και άλλες 80 δολοφονίες μαχητών του FARC, που θυμίζει πολύ την κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας. Οι αντάρτες, όπως είναι λογικό, επιστρέφουν στον ένοπλο αγώνα, πρωτίστως για να γλιτώσουν τη ζωή τους και να αντισταθούν. Ακολουθεί το ρεπορτάζ που αλιεύσαμε από την εφημερίδα “Κόντρα”.
Σε ανοιχτή επιστολή προς το Κογκρέσο της Κολομβίας, που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες της χώρας, τα πρώην ηγετικά στελέχη των FARC Ιβάν Μάρκες και Οσκαρ Μοντέρο δηλώνουν ότι η κυβέρνηση της Κολομβίας έχει προδώσει τη συμφωνία ειρήνευσης, που συνήφθη το 2016 στην Αβάνα μεταξύ της ηγεσίας των ανταρτών και του δεξιού τότε προέδρου της Κολομβίας Χουάν Μανουέλ Σάντος. Κατηγορούν την ηγεσία των FARC ότι πίστεψε αφελώς τις υποσχέσεις της κυβέρνησης και δέχτηκε να αφοπλιστούν οι μαχητές προτού υλοποιηθεί η συμφωνία.
Η επιστολή αναφέρει ότι αμέσως μετά την παράδοση των αντάρτικων όπλων ξεκίνησε η αθέτηση της συμφωνίας από την κυβέρνηση, ενέργεια που συνιστά προδοσία και εξαπάτηση της άλλης πλευράς. Οπως παραδέχεται ο Μοντέρο, οι αντάρτες πίστεψαν αφελώς ότι η κυβέρνηση είχε την πρόθεση να υλοποιήσει τη συμφωνία, μην ακολουθώντας τις οδηγίες του δολοφονημένου από τον κολομβιανό στρατό ηγέτη των FARC, Μανουέλ Μαρουλάδα Βέλες, που έλεγε ότι τα όπλα είναι η μόνη εγγύηση που έχουν οι αντάρτες για την υλοποίηση οποιασδήποτε συμφωνίας με την κυβέρνηση. Ετσι όπως έχει εξελιχθεί η κατάσταση, η συμφωνία ειρήνευσης μοιάζει περισσότερο με παράδοση των ανταρτών άνευ όρων.
Δεν είναι η πρώτη φορά που πρώην ηγετικά στελέχη των FARC ασκούν σφοδρή κριτική στην κυβέρνηση, υποστηρίζοντας ότι έχει αθετήσει όχι μόνο τα συμφωνηθέντα όσον αφορά την κοινωνική επανένταξη των ανταρτών, αλλά και όσα αφορούν την αγροτική μεταρρύθμιση και τα μέτρα που θα βελτίωναν την κατάσταση του φτωχού αγροτικού πληθυσμού της κολομβιανής υπαίθρου, που ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας.
Οι φόβοι των ανταρτών ότι η συμφωνία ειρήνευσης έχει πλέον ουσιαστικά ακυρωθεί πύκνωσαν μετά την εκλογή του ακροδεξιού Ιβάν Ντούκε, συνεργάτη του ακραιφνούς αμερικανόφιλου και ανταρτοφάγου, πρώην προέδρου της χώρας και ενορχηστρωτή της εκστρατείας ενάντια στην συμφωνία ειρήνευσης, Αλβάρο Ουρίμπε.
Ο επικεφαλής της διαδικασίας ειρήνευσης στη χώρα, Μιγκέλ Σεμπάλος, δήλωσε ότι ο Ντούκε σκοπεύει να αναθεωρήσει τη συμφωνία προς το χειρότερο για τους αντάρτες, ενώ αν έστω και τμήμα της πρώην ηγεσίας έρθει σε επαφή ή περάσει με τις αντάρτικες ομάδες των FARC που έχουν συσταθεί εκ νέου στα βουνά της Κολομβίας, τότε αυτομάτως η συμφωνία καθίσταται άκυρη και ο στρατός θα επιστρέψει στις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον τους.
Ο Μοντέρο, ο Μάρκες και άλλα ηγετικά στελέχη των ανταρτών έχουν εξαφανιστεί από τον περασμένο Ιούλη και πολλά κυβερνητικά στελέχη εικάζουν ότι έχουν περάσει με τις αντάρτικες ομάδες εντείνοντας το έργο ανασύστασης του ένοπλου σκέλους τους, εγκαταλείποντας την πολιτική διαδικασία και τις θέσεις τους στη Γερουσία (ο Μάρκες είχε εκλεγεί γερουσιαστής, αλλά αρνήθηκε να καθήσει στην καρέκλα της Γερουσίας, διαμαρτυρόμενος για τη σύλληψη του Χεσούς Σάντρις, βασικού διαπραγματευτή των FARC).
Από το 2016, όταν υπογράφηκε η συμφωνία ειρήνευσης, μέχρι σήμερα, τα ακροδεξιά τάγματα θανάτου έχουν δολοφονήσει 311 αγωνιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και υπεράσπισης του περιβάλλοντος από τις πολυεθνικές που λυμαίνονται το φυσικό και ορυκτό πλούτο της χώρας, συνδικαλιστές, καθώς και περισσότερους από 80 πρώην αντάρτες. Όταν ο Ντούκε ανέλαβε την προεδρία της χώρας, δεσμεύτηκε ότι θα εντείνει τις κυβερνητικές προσπάθειες για προστασία των κοινοτήτων και των ανθρώπων που απειλούνται από τα ακροδεξιά τάγματα θανάτου, δέσμευση που κανείς δεν πιστεύει, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο το πολιτικό του στίγμα αλλά και τη στενή σχέση του με τον Ουρίμπε που αυτή τη στιγμή βρίσκεται υπό εισαγγελική έρευνα για σχέσεις με τα τάγματα θανάτου στα τέλη της δεκαετίας του ‘90. Την ίδια περίοδο, δεκάδες συμμορίες έχουν θέσει κάτω από τον έλεγχό τους την περιοχή που δρούσαν οι περίπου 10.000 μαχητές των FARC. Αυτές οι συμμορίες προέρχονται από τις Ενωμένες Δυνάμεις Αυτοάμυνας της Κολομβίας, μια ομοσπονδία παραστρατιωτικών ομάδων που έκαναν τη βρώμικη δουλειά ενάντια στους αντάρτες, που το κολομβιανό κράτος δεν μπορούσε να κάνει.
Αντάρτικες ομάδες των FARC, που είτε είχαν διαφωνήσει εξαρχής με την απόφαση της ηγεσίας τους να συνάψει συμφωνία ειρήνευσης και αφοπλισμού τους με το κολομβιανό κράτος, είτε είδαν ότι το κράτος δε σκόπευε να τηρήσει τις δεσμεύσεις του απέναντί τους και πως η μοναδική του στόχευση ήταν να τους αφοπλίσει, οπλίστηκαν ξανά και επέστρεψαν στη ζούγκλα συνεχίζοντας το αντάρτικο. Αυτή τη στιγμή, το κράτος υπολογίζει ότι οι μαχητές του νέου αντάρτικου ξεπερνούν τους 2.800 και αυξάνονται γρήγορα, θέτοντας ξανά υπό τον έλεγχό τους περιοχές όπου δρούσαν, γύρω από την πόλη Μεντεγίν. Κεντρική διοίκηση δεν έχει συγκροτηθεί ακόμα και έτσι το αντάρτικο οργανώνεται σε αυτόνομους πυρήνες με χαλαρή δικτύωση μεταξύ των διαφόρων ομάδων, προς το παρόν.