Μπολσονάρο, το ανεπιθύμητο τέκνο του “προοδευτισμού”
Οι Μπολσονάρος αυτού του κόσμου είναι, ως ένα βαθμό, τέκνα της απογοήτευσης που προκαλεί ο προοδευτισμός.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι του Hoenir Sartou και γράφτηκε σε μέσο της Ουρουγουάης. Χωρίς να είναι απαραίτητα από τη δική μας σκοπιά, εξηγεί με βάση τα γεγονότα και το ποιόν των λεγόμενων “προοδευτικών” κυβερνήσεων της Βραζιλίας, τη μεγάλη απήχηση που είχε ο ακροδεξιός Μπολσονάρο στις τελευταίες εκλογές. Κι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο επιλέξαμε να το μεταφράσουμε-αποδώσουμε στα ελληνικά.
Περίπου πενήντα εκατομμύρια Βραζιλιάνοι, πρακτικά οι μισοί από όσους ψήφισαν, το έκαναν υπέρ του Ζαΐρ Μπολσονάρο, στον πρώτο γύρο των εκλογών.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να ερμηνεύσει κανείς το γεγονός. Ορισμένοι ουρουγουανοί τρομοκρατούνται. Βλέπουν τον Μπολσονάρο σαν την ενσάρκωση του κακού και φτάνουν στο σημείο να ισχυρίζονται πως η δημοκρατία (υποθέτουμε μόνο η βραζιλιάνικη) είναι σε κίνδυνο. Το ίδιο λεγόταν όταν θριάμβευσε ο Τραμπ στις ΗΠΑ. Είναι παράξενο να ακούς ότι η δημοκρατία κινδυνεύει από ένα εκλογικό αποτέλεσμα. Ίσως κάποιοι μπερδεύουν τη δημοκρατία με το θρίαμβο εκείνου που προτιμούν.
Όπως προκύπτει από την πορεία του, ο Μπολσονάρο είναι ένας αυταρχικός στο πολιτικο-θεσμικά θέματα και ένα υπερσυντηρητικός στα κοινωνικά. Μένει να μάθουμε τι θα κάνει πραγματικά στην οικονομία, έναν ουσιαστικό τομέα για κάθε κυβέρνηση και για κάθε λαό. Το προφίλ του είναι υπέρ του προστατευτισμού, τείνει να υπερασπιστεί τη βραζιλιάνικη οικονομία. Αλλά ο έμπιστος άνθρωπός του στην οικονομία είναι ο Πάουλου Γκέδες, ένας υπερφιλελεύθερος θιασώτης της ιδιωτικοποίησης και της απορρύθμισης των πάντων. Μαζί με τον Γκέδες, πολλές μορφές του χρηματιστικού συστήματος διαγκωνίζονται με τους στρατιωτικούς για θέσεις στη μελλοντική κυβέρνηση.
Πριν τις εκλογές, έγινε γνωστό ότι ο Μπολσονάρο θα ωφελούσε με κάποιον τρόπο το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Η εκδοχή αυτή διαψεύστηκε, αλλά τα ονόματα των κυβερνητικών στελεχών που ανακοινώθηκαν, μας επιτρέπουν το λιγότερο να αμφιβάλλουμε. Αναρωτιέται κανείς αν αυτή η χορεία ονομάτων είναι μια στρατηγική που συγκαλύπτει κάποιο προστατευτικό σχέδιο ή αν είναι το οριστικό τίμημα που θα πληρώσει ο Μπολσονάρο για να φτάσει στην προεδρία.
Με αυτά τα δεδομένα, είναι πιθανό ότι ο επόμενος πρόεδρος της Βραζιλίας θα είναι αυταρχικός, αντιδραστικός, μισογύνης, ομοφοβικός, ρατσιστής, βίαιος και όλες τις άλλες “ομορφιές” που του προσάπτουν και ταυτόχρονα μια βολική μαριονέτα των οικονομικών συμφερόντων. Τα γεγονότα θα δείξουν.
Γιατί ο Μπολσονάρο είναι σχεδόν έτοιμος να γίνει πρόεδρος της Βραζιλίας με τη στήριξη σχεδόν των μισών ψηφοφόρων μετά από 15 χρόνια προοδευτικών κυβερνήσεων του Κόμματος Εργασίας;
Αυτή είναι η ερώτηση που προσπαθούν σήμερα να απαντήσουν οι “υγιώς σκεπτόμενοι” αναλυτές όλου του κόσμου. Πώς ο προοδευτισμός μπορεί να δώσει αυτό το ανεπιθύμητο τέκνο;
Η πιο άμεση απάντηση είναι: η διαφθορά. Χωρίς αμφιβολία, η διαφθορά του πολιτικού συστήματος της Βραζιλίας και ειδικότερα αυτή του Κόμματος Εργασίας, τροφοδότησε τη δυσαρέσκεια που σήμερα εκφράζεται μέσω του Μπολσονάρο. Αλλά αυτή η εξήγηση έχει ένα πρόβλημα.
Η διαφθορά δε γεννιέται από το τίποτα. Πόσο μάλλον σε ένα κόμμα όπως το Κόμμα Εργασίας, που συγκροτήθηκε από κοινωνικές βάσεις ξένες στα μεγάλα συμφέροντα. Πριν από τη διαφθορά είναι απαραίτητο κάτι άλλο: η αποδοχή της δεδομένης τάξης πραγμάτων και του ρόλου που ανστιστοιχεί εντός αυτής στις προοδευτικές κυβερνήσεις.
Ο ιστορικός ρόλος που αποδέχτηκε ο προοδευτισμός (όχι μόνο στη Βραζιλία) είναι ταυτόχρονα αυτός του εργαλείου και διαχειριστή του παγκόσμιου οικονομικού μοντέλου. Εργαλείου γιατί προοδευτικές κυβερνήσεις είναι αυτές που πετυχαίνουν να επιβάλουν τα πιο αντιδημοφιλή μέτρα του μοντέλου. Και διαχειριστής γιατί προσπαθεί να αμβλύνει τις πιο σκληρές πτυχές του.
Η σημασί που δίνουν οι προοδευτικές κυβερνήσεων στις εξωτερικές επενδύσεις, η έγνοια τους για το δείκτη επενδύσεων, το θράσος με το οποίο σωρεύουν δημόσιο χρέος που τους καθορίζει, η φυσικότητα με την οποία αποδίδουν προνόμια στο οικονομικό κεφάλαιο και τις πολυεθνικές που ενδιαφέρονται να αντλήσουν φυσικούς πόρους, είναι συγκρίσιμες μόνο με τον ενθουσιασμό με τον οποίο “αγοράζουν” το κοινωνικό και πολιτισμικό πρόσωπο του μοντέλου: κοινωνικές πολιτικές αρωγής, παραμέληση της παιδείας, αδιαφορία για τη βία που επηρεάζει τα πιο φτωχά κοινωνικά στρώματα, υποτίμηση της τοπικής κουλτούρας, αντζέντα ταυτοτικών διεκδικήσεων στη θέση μιας γενικής επιδίωξης της ισότητας, η πολιτική ορθότητα και η λογοκρισία της κριτικής σκέψης, το καταναλωτικό μοντέλο ως πηγή ενσωμάτωσης, η μόδα και η διασκέδαση ως ανώτερες αξίες και μια συστηματική σύγχυση μεταξύ της δημόσιας επικοινωνίας και της ψευδούς διαφήμισης.
Το νόμισμα ανταλλαγής των προοδευτικών κομμάτων για να δρουν σα διαχειριστές του μοντέλου, είναι η ικανότητά τους να ελέγχουν τους κοινωνικούς οργανισμούς (συνδικάτα, φοιτητικό κίνημα κτλ) και μια κάποια ηγεμονία στους ακαδημαϊκούς τομείς, τους διανοούμενους και τους καλλιτέχνες. Αυτό εξασφαλίζει πως δε θα υπάρχουν μεγάλες αντιστάσεις.
Αλλά φυσικά συμβαίνει το αναπόφευκτο. Όπως είπε πριν λίγο καιρό ο Φερνάντο Σκρίγνα, οι πλειοψηφίες κουράζονται να ακούνε μόνο για τα δικαιώματα των μειοψηφιών. Πάνω από όλα νιώθουν να ασφυκτιούν μεταξύ της διαφθοράς των πάνω και της βίας των από κάτω. Σε βάθος χρόνου, κουράζονται να βλέπουν πως το μοντέλο τους αποκλείει, ότι τα προνόμια είναι για μειοψηφίες που τα έχουν όλα και για μειοψηφίες που διαμαρτύρονται πως υφίστανται διακρίσεις. Η απόδειξη είναι οι μεγάλες φεμινιστικές διαδηλώσεις, που διοργανώθηκαν κάτω από το σύνθημα “ΕλεΝαο”, που φαίνεται να σταθεροποίησαν το προβάδισμα του Μπολσονάρο.
Υπάρχει κάτι που πρέπει να πούμε: οι προοδευτικές κυβερνήσεις δε διαμόρφωσαν πολιτική συνείδηση. Πιστεύοντας πως ο πλούτος των επενδυτών θα διαχυθεί κάποια μέρα για το γενικό καλό, και πως η δυστυχία θα μετατρεπόταν σε κρατική πρόνοια, δεν έκριναν απαραίτητο να διαμορφώσουν πολίτες. Αυτή είναι μια άλλη συνταγή του παγκόσμιου μοντέλου: οι πολίτες είναι μύθος, υπάρχουν μόνο καταναλωτές και περιθωριοποιημένα θύματα που χρειάζονται φροντίδα.
Η συνταγή αποδείχτηκε λανθασμένη. Για αυτό, οι προοδευτικές κυβερνήσεις πέφτουν μία-μία, στο βαθμό που δεν μπορούν να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους. Στη θέση τους εμφανίζονται εκπληκτικά πράγματα: φασίστες, δημαγωγοί, ναρκω-κυβερνήσεις, αποτυχημένα κράτη. Πίσω από αυτήν την αποκτήνωση βρίσκονται τα ίδια συμφέροντα που πριν ενθάρρυναν τον προοδευτισμό.
Η ύπαρξη πολιτών απαιτεί τρία βασικά θεμελιώδη πράγματα: 1) μια ισχυρή αίσθηση ισότητας όλων των προσώπων απέναντι στους νόμους και τις δημόσιες εξουσίες: 2) τη γενική πεποίθηση που είναι απαραίτητη για δέσμευση στις δημόσιες υποθέσεις. 3) ένα σύστημα διδασκαλίας προσανατολισμένο στη διαμόρφωση πολιτών πάνω σε αυτές τις αρχές. Αν υπάρχουν αυτές οι τρεις προϋποθέσεις, όλα τα υπόλοιπα έρχονται ως επιπρόσθετα, συμπεριλαμβανουμένου του ελέγχου της διαφθοράς και της σταθερότητας της κυβέρνησης.
Για κάποιο λόγο το παγκόσμιο μοντέλο αποστρέφεται αυτά τα τρία πράγματα σαν την πανούκλα. Για αυτό αντικαθιστά την ισότητα με συμβολικές πολιτικές αντίστροφων διακρίσεων, τη δέσμευση του κοινού με “χαρούμενες” καταναλωτικές επιλογές που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί, και την εκπαίδευση των πολιτών με την “προσαρμογή της εκπαίδευσης στην αγορά” ή με την ασαφή ηθικολογία της “εκπαίδευσης στις αξίες”, στην οποία κανείς δεν ξέρει ποιες είναι οι αξίες ούτε ποιος τις ορίζει.
Οι Μπολσονάρος αυτού του κόσμου είναι, ως ένα βαθμό, τέκνα της απογοήτευσης που προκαλεί ο προοδευτισμός. Και μπορεί να είναι επίσης τα εγγόνια του ίδιου μαριονετοπαίκτη (που κινεί τα νήματα).