Στρατός στους δρόμους για την επιβολή του λοκντάουν στο Σίδνεϊ
Το νέο μέτρο έχει έντονα ταξικό χαρακτήρα, καθώς το λοκντάουν επηρεάζει κυρίως τις φτωχότερες συνοικίες της αυστραλιανής μητρόπολης.
Με στρατιωτικά μέσα προσπαθεί να επιβάλει τα μέτρα κατά της διασποράς της παραλλαγής Δέλτα στο Σύδνεϊ η κυβέρνηση της Αυστραλίας, αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά πως η πανδημία γίνεται πρόσχημα για την επιβολή αυταρχικών πολιτικών ως γενική πρόβα για την επόμενη μέρα, που ουσιαστικά έχει ήδη ξεκινήσει.
Από τη Δευτέρα, εκατοντάδες στρατιώτες θα παραταχθούν στους δρόμους του Σίδνεϊ, ώστε να επιτηρούν την εφαρμογή του λοκντάουν, που αναμένεται να κρατήσει τουλάχιστον ως τις 28 Αυγούστου, το τέλος δηλαδή του Αυστραλιανού χειμώνα.
Παρά τις πέντε βδομάδες που ήδη μετράει το λοκντάουν, κατά το οποίο απαγορεύεται οι άνθρωποι να βγαίνουν έξω πέρα από ψώνι,α άσκηση και παροχή φροντίδας σε ασθενέστερους, ο αριθμός των νέων μολύνσεων με κορονοϊό αυξάνεται, καταγράφοντας 170 κρούσματα χθες.
Μετά από ολιγοήμερη εκπαίδευση, οι στρατιώτες θα επιβλέπουν την τήρηση των κανόνων, που περιλαμβάνουν όριο ακτίνας μετακινήσεων στα 10 χλμ. Ωστόσο, όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι οι περισσότερες μολύνσεις συμβαίνουν στα πλαίσια των επιτρεπόμενων μετακινήσεων, επηρεάζοντας κυρίως τις φτωχότερες περιοχές της πόλης στα δυτικά και νοτιοδυτικά, όπου κατοικούν περίπου δύο εκατομμύρια άνθρωποι, πολλοί από τους οποίους έχουν μεταναστευτική προέλευση.
Σύμφωνα με έναν από τους δημάρχους των περισσότερο πληττόμενων συνοικιών, τον ελληνικής καταγωγής Στιβ Χρήστου,, “Οι άνθρωποί μας ανήκουν στα φτωχότερα στρώματα και ήδη αισθάνονται δακτυλοδεικτούμενοι και περιθωριοποιημένοι”, προσθέτοντας πως “δεν μπορούν να πληρώσουν το δάνειο, το νοίκι, το φαγητό ή να δουλέψουν. Τώρα το να πετάς το στρατό να επιβάλει το λοκντάουν στους δρόμους θα είναι τεράστιο θέμα για αυτούς τους ανθρώπους”.
Η κυβέρνηση της Αυστραλίας επενδύει στην καταστολή, αντί για την ενημέρωση και την εξάπλωση των δυνατοτήτων εμβολιασμού, σε μια χώρα που η επιφύλαξη έναντι των εμβολίων είναι από τις μεγαλύτερες μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, έχοντας ως αποτέλεσμα μόλις το 17% του πληθυσμού να έχει εμβολιαστεί κατά του κορονοϊού.
Με πληροφορίες από bbc.com