Εγώ κι ο Μητσοτάκης
Ακουγόταν πως βρισκόταν σε έναν άτυπο τελικό μακροζωίας με τη Βασίλισσα Ελισάβετ. Ο Μητσοτάκης τελικά πέθανε πρώτος και ίσως είναι η πρώτη φορά (σίγουρα η τελευταία) που δεν περίμενε να ακολουθήσει τους Βρετανούς.
Το να πλέκεις φωτοστέφανο σε κάποιον λόγω του θανάτου του είναι το ίδιο ανόητο με το να χαίρεσαι για αυτόν, γιατί εκτός του ότι ο θάνατος, αργά ή γρήγορα θα συμβεί σε όλους, δεν αλλάζει τα όσα πράξαμε ενόσω ζούσαμε.
Πρώτη φορά άκουσα το όνομα Μητσοτάκης σε πολύ μικρή ηλικία, να βγαίνει από τα χείλη του παππού μου. Είχε ονομάσει έτσι ένα σκυλί, πολύ άγριο, ή τουλάχιστον έτσι φάνταζε στα παιδικά μου μάτια, που το είχε στο περιβόλι του και το οποίο δεν σταματούσε στιγμή να γαυγίζει. Και γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε, ο παππούς δεν αποτελούσε κανέναν θαυμαστή του Επίτιμου και αυτή η ονοματοδοσία ήταν για εκείνον ένας τρόπος να τιμήσει τον νέο ηγέτη της παράταξης που είχε συλλάβει κι εκτελέσει τον δίδυμο αδερφό του το 1948.
Ο δεύτερος συνειρμός μου με το όνομα Μητσοτάκης, είναι το μουστάκι του άλλου μου παππού. Τέκνο Κεντρώου και μαχητής στην εφηβεία του στον Δ.Σ.Ε. ο παππούς μου έζησε μια ζωή μακρυά από τη γυναίκα του και τα παιδιά του, καθώς ακόμα κι όταν έληξαν οι διώξεις για εκείνον, ο στιγματισμός έκανε την εύρεση εργασίας στην Αθήνα αδύνατη, με αποτέλεσμα να ζήσει μια ζωή ως νομάς. Όταν ήρθε ξανά λοιπόν η «original» Δεξιά στα πράγματα άφησε σαν ένδειξη πένθους ένα μουστάκι, το οποίο με έβαζε να του το στρίβω κι όταν η γιαγιά μου τον παρακαλούσε να κόψει «αυτήν την αηδία» εκείνος αρνούνταν απαντώντας της: «Όταν πέσει ο Μητσοτάκης».
Θυμάμαι επίσης έναν εργάτη, συνεργάτη του πατέρα μου, που μεταξύ άλλων τα είχε βάλει με μια αριστερή φοιτήτρια που είχε συνάψει σχέση με τον γιο του, επειδή τον “μόλυνε” με τα γράμματα, όπως έλεγε την επιστροφή του γιου του στις σπουδές του. Τον θυμάμαι γιατί ενώ βρισκόταν ένα μέτρο υπό τη γη, φτιάχνοντας υποστυλώματα για ένα έργο, βγήκε βρίζοντας με το που έπεσαν οι πρώτες ψιχάλες βροχής. Όταν τον ρώτησε ο πατέρας μου αν η βροχή είχε προκαλέσει πρόβλημα στο έργο, εκείνος απάντησε πως όχι, απλά είχε ομιλία ο Μητσοτάκης και μπορεί να μην είχε κόσμο λόγω βροχόπτωσης. “Πίσω στην τρύπα σου” ήταν η αντίδραση του πατέρα μου.
Ύστερα η δολοφονία Τεμπονέρα, η «απελευθέρωση» της τιμής των καυσίμων (που τραβά την ανηφόρα), οι ιδιωτικοποιήσεις,οι απεργίες, μια ιστορία εθνικισμών που θα ξεχνιόταν μετά από δέκα χρόνια, το άνοιγμα των συνόρων για την είσοδο ομογενών ψηφοφόρων, η φυγή Σαμαρά, η Πολιτική Άνοιξη, τα «Αντώνη Αντώνη Ιούδα Ισκαριώτη» που έγιναν λίγα χρόνια αργότερα «Ελλάς Ελλάς Αντώνης Σαμαράς» (δείγμα ήθους και σοβαρότητας του εκλογικού σώματος) και η ήττα στις εκλογές στις 10 Οκτωβρίου 1993. Την ημερομηνία την θυμάμαι γιατί οι εκλογές συνέπεσαν με την επέτειο γάμου των γονιών μου και με μια φράση του πατέρα μου, που απομυθοποίησε την έννοια των αστικών εκλογών στα μάτια μου κι όλως περιέργως με επηρέασε πολύ στη διαμόρφωση της πολιτικής μου συνείδησης, λίγο πριν κλείσω την πρώτη δεκαετία της ζωής μου: «Στα αρχ… μου ποιος θα βγει, εγώ από τα χέρια μου ζω».
Στη συνέχεια η εφηβεία και η ανάγνωση του «ΠΟΝΤΙΚΙΟΥ» με τις συνεχείς αναφορές στην ΑποσταΣΙΑ, όπως την έγραφε πάντα για να τονίσει τον ρόλο των Αμερικάνων στις αποφάσεις του Επίτιμου και που μου έδωσε αφορμή να μάθω για τα Ιουλιανά, τον ρόλο Μητσοτάκη τόσο στην εσωκομματική κόντρα των Φιλελευθέρων μεταξύ Κληκλή και Γέρου στο ποιος υπηρετεί καλύτερα τους Αγγλοαμερικάνους, όσο και την μετατροπή του σε Σαμαρά της εποχής του.
Στην καθημερινότητα το όνομα του το άκουγα πάντα συνοδεία προσδιορισμών όπως: Δρακουμέλ, Βρυκόλακας, Γκαντέμης, Απέθαντος κλπ ως αποτέλεσμα της κοινωνικής εμπειρίας. Μάλιστα ακουγόταν πως βρισκόταν σε έναν άτυπο τελικό μακροζωίας με τη Βασίλισσα Ελισάβετ. Ο Μητσοτάκης τελικά πέθανε πρώτος και ίσως είναι η πρώτη φορά (σίγουρα η τελευταία) που δεν περίμενε να ακολουθήσει τους Βρετανούς. Τώρα απομένουν οι λεπτομέρειες της κηδείας του ώστε να διαπιστώσουμε αν υπήρξε συνεπής ως το τέλος κι αν το τέλος του θα είναι σαν τη ζωή του, δηλαδή δημοσία δαπάνη.