«Ελληνική Λύση» – Ντεμέκ αντισυστημισμός από τα βαθύτερα βάθη του συστήματος
Παχιά λόγια για τους «ολιγάρχες» και την «πλουτοκρατία», για τη διαφθορά και τις μίζες, για τα «καρτέλ» και τις «πολυεθνικές», για το «σύστημα» και τους «μειοδότες». Κραυγές στη Βουλή, εμπόριο αντισυστημισμού και ολίγη από ψεκασμένη συνωμοσιολογία, μαζί με χυδαίο ρατσιστικό λόγο, βγαλμένο από τα βάθη του συστήματος…
Τα παραπάνω συνθέτουν τη γνώριμη εικόνα του Βελόπουλου της Ελληνικής Λύσης, που πλασάρεται ως «αντισυστημική δύναμη», ως το κόμμα που επιθυμεί να εκφράσει στην Ελλάδα το ρεύμα του ευρωσκεπτικισμού. «Λύση» βολική βέβαια για το κεφάλαιο και την εξουσία του αφού δεν αμφισβητεί τη στρατηγική τους.
Ο «αντισυστημικός» του βαθέος συστήματος
Το ποιος είναι όμως ο Βελόπουλος της Ελληνικής Λύσης, σε μεγάλο βαθμό αποκαλύπτεται από την ίδια του την πορεία στον αστερισμό του αστικού πολιτικού συστήματος. Ο φανατικός αντίπαλος των «κομμάτων που χρεοκόπησαν στην Ελλάδα», όπως λέει, δεν έχει αφήσει σχεδόν κανένα από αυτά τα κόμματα στο οποίο να μην έχει θητεύσει:
Ο ίδιος διαφημίζει ότι ξεκίνησε από το ΠΑΣΟΚ, ενώ περισσότερο γνωστός έγινε από τη θητεία του στον εθνικιστικό ΛΑ.Ο.Σ. του Καρατζαφέρη.
Αφού λοιπόν ως βουλευτής του ΛΑ.Ο.Σ., όπως και όλο του το κόμμα, υπερψήφισε το πρώτο μνημόνιο το 2010 που έφερε η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, στη συνέχεια στήριξε και τη συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΛΑ.Ο.Σ. με πρωθυπουργό τον Παπαδήμο, που εφάρμοσε το 1ο μνημόνιο, ανοίγοντας τον δρόμο για το 2ο και τη χρεοκοπία του λαού, για να σωθούν τα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων.
Οταν τελικά διαπίστωσε ότι πλησιάζει η ημερομηνία λήξης για το κόμμα του, και αφού είχε βγάλει τη βρώμικη δουλειά, μεταπήδησε στη ΝΔ, όπου έμεινε μέχρι το 2015, οπότε και την εγκατέλειψε για να συγκροτήσει το σημερινό ακροδεξιό μόρφωμα της Ελληνικής Λύσης, προσφέροντας από άλλο μετερίζι στήριξη στο αστικό πολιτικό σύστημα.
Σταθερά «υπέρ» σε κάθε αντιλαϊκό μέτρο
Μπορεί το σλάλομ ανάμεσα στα αστικά κόμματα να ζαλίζει, όμως «καρφί» πάει η στήριξή του σε κάθε στρατηγική επιλογή της αστικής τάξης, κάτι που αποτυπώνεται τόσο από τις θέσεις του όσο και από τη στάση του στη Βουλή και στην Ευρωβουλή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διακυβέρνηση της ΝΔ 2019 – 2023 το κόμμα του ψήφισε «υπέρ» ή «παρών» στα μισά σχεδόν νομοσχέδια που έφερε η κυβέρνηση στη Βουλή (στο 43,69%).
Αποκαλυπτική είναι η στάση της Ελληνικής Λύσης και στην Ευρωβουλή, για την οποία μάλιστα ζητάει και την ψήφο του λαού στις ερχόμενες ευρωεκλογές, ως δύναμη τάχα αποδοκιμασίας της ΕΕ.
Μαζί με ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ υπερψήφισε τον λεγόμενο «Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων», που θεσμοθετεί και επίσημα τη ζωή με τα «ελάχιστα», αποτελώντας οδηγό και για τη διαμόρφωση του «κατώτατου μισθού» χωρίς Συλλογικές Συμβάσεις, με βάση τον μνημονιακό νόμο Βρούτση – Αχτσιόγλου, το βασικό εργαλείο για τη συμπίεση συνολικά των μισθών, με κριτήριο τη διαφύλαξη της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας.
Το κόμμα που σκίζει τα ρούχα του για τη διαπλοκή και τις ρεμούλες, υπερψήφισε μαζί με ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, μετά το ξέσπασμα του «Qatar-Gate», το ψήφισμα για τις «ομάδες συμφερόντων», τα λόμπι δηλαδή, όπου αυτές οι ομάδες χαρακτηρίζονταν «ζωτικό στοιχείο της ευρωπαϊκής δημοκρατίας».
Μαζί με ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ υπερψήφισε τις αντιδραστικές αλλαγές στην πολιτική προστασία μέσα από τον μηχανισμό RescEU, που διαιωνίζει τις τραγικές ελλείψεις και τις περικοπές, με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα, σε κάθε μεγάλη φυσική καταστροφή.
Και μιας που είναι επίκαιρο, μαζί με ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ υπερψήφισε την Εκθεση του Ευρωκοινοβουλίου το 2021 για τον σιδηρόδρομο, όπου κωδικοποιείται η λογική κόστους – οφέλους στα ζητήματα ασφάλειας, η πολιτική δηλαδή που οδήγησε και στο έγκλημα των Τεμπών.
Με ευαγγέλιο την καπιταλιστική ανάπτυξη
Ποιο είναι το «νήμα» που συνδέει τη στάση της Ελληνικής Λύσης στα παραπάνω ζητήματα, με βάση το οποίο στοιχίζεται και με τα υπόλοιπα αστικά κόμματα; Αυτό της καπιταλιστικής ανάπτυξης, της θωράκισης της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων.
Ορισμένα ακόμα χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Η Ελληνική Λύση ζητά ανοιχτά μείωση στο 15% της φορολογίας των επιχειρήσεων, ως ένα ακόμα επενδυτικό κίνητρο. Και ενώ οι εργαζόμενοι πληρώνουν το 95% των φορολογικών εσόδων του κράτους, ο Βελόπουλος, στο όνομα της στήριξης των επενδύσεων, ζητά ένα πιο «φιλικό στις επιχειρήσεις» φορολογικό πλαίσιο, προτείνοντας π.χ. τη μη πληρωμή φόρων για τα πρώτα 5 χρόνια από «νέες και καινοτόμες επιχειρήσεις».
Και μπορεί να έχει αναλυτικές θέσεις για την παραπέρα ενίσχυση της κερδοφορίας των πιο ισχυρών τμημάτων του κεφαλαίου (π.χ. τουρισμός), αλλά την ίδια στιγμή, για τους μισθούς ζητά «αυξήσεις», που να μη θίγουν την κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Μάλιστα, όταν εφαρμόστηκε ο μνημονιακός νόμος για την προσαρμογή του κατώτατου μισθού, δήλωνε ότι έτσι …ανεβαίνει το ανελαστικό κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων, στη γνωστή λογική ότι ο μισθός είναι εμπόδιο της κερδοφορίας και των επενδύσεων.
Αντίστοιχες είναι οι θέσεις της Ελληνικής Λύσης και για τις τράπεζες, αφού δεν νοείται καπιταλιστική κερδοφορία χωρίς «υγιές τραπεζικό σύστημα», όπως λένε η ΕΕ και οι κυβερνήσεις. Οπότε, πήρε και η Ελληνική Λύση το …όπλο της για τους πλειστηριασμούς, προτείνοντας επιπλέον τρόπους να απαλλαγούν οι τράπεζες από «κόκκινα» δάνεια. Ετσι, ζητά αυτά τα «βαρίδια» των τραπεζών να φορτωθούν συνολικά στον λαό μέσω της φορολογίας και με την ίδρυση ενός «κρατικού οργανισμού» για τη διαχείρισή τους.
Η ταύτιση της Ελληνικής Λύσης με τα άλλα κόμματα του κεφαλαίου δεν θα μπορούσε να μη διαπερνά και τα ζητήματα του κράτους. Εδώ, όσο «ισχυρό κράτος» ζητά ο Βελόπουλος για την καταστολή των προσφύγων και των μεταναστών, για τη μεταφορά τους σε ξερονήσια και άλλα παρόμοια, για την καταστολή π.χ. των φοιτητών που αγωνίζονται, την εφαρμογή της πανεπιστημιακής αστυνομίας κ.ά., τόσο «ευέλικτο» απαιτεί να είναι το κράτος σε ό,τι αφορά τη στήριξη της επιχειρηματικότητας. Γι’ αυτό και έχει θέση για «ένα κράτος που δε θα είναι γραφειοκρατικά δομημένο, αλλά με όσο πιο απλές διαδικασίες γίνεται, καθώς επίσης φιλικό προς τις επιχειρήσεις, ξένες και ελληνικές».
Από την «ντεμέκ» υπεράσπιση των εξορύξεων στην αγωνία για την ομαλή «πράσινη μετάβαση»
Ενα από τα «σήματα κατατεθέντα» που διεκδικεί ο Βελόπουλος είναι αυτό του υπέρμαχου τάχα της «αξιοποίησης των εγχώριων παραγωγικών δυνατοτήτων». Με διάφορες ευκαιρίες ξιφουλκεί ενάντια στην «πράσινη» ανάπτυξη, υπερασπίζεται την αξιοποίηση των κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στην ελληνική ΑΟΖ, την αξιοποίηση του λιγνίτη.
Παρά τις διακηρύξεις υπέρ των εξορύξεων, η Ελληνική Λύση δεν αμφισβητεί τις βασικές κατευθύνσεις της ΕΕ αφού είναι σε πλήρη ευθυγράμμιση με τη γενική κατεύθυνση της «πράσινης μετάβασης», του εμπορίου ρύπων και όλων των «φρούτων» που φέρνουν την ενεργειακή φτώχεια στον λαό και την απαξίωση παραγωγικών δυνατοτήτων. Οπως αναφέρουν, είναι υπέρ «της εκμετάλλευσης των εγχώριων υδρογονανθράκων και της σταδιακής εγκατάστασης συστημάτων πράσινης Ενέργειας», αρκεί να είναι …«εγχώριας παραγωγής», ενώ προτείνουν την πριμοδότηση επιχειρήσεων που επενδύουν στην πράσινη Ενέργεια με ειδικό φορολογικό και ασφαλιστικό καθεστώς.
Στήριξη της ΚΑΠ που ξεκληρίζει τους αγρότες
Το ίδιο ισχύει και με τις προτάσεις της Ελληνικής Λύσης για την αγροτική παραγωγή, όπου έχει ψηφίσει τόσο την ίδια την Κοινή Αγροτική Πολιτική, ενάντια στην οποία ξεσηκώθηκαν οι βιοπαλαιστές αγρότες, ενώ στήριξε όλη τη διαχείρισή της από την ΕΕ και συνολικά την εξέλιξή της. Ολες οι προτάσεις του κόμματος Βελόπουλου άλλωστε κινούνται εντός αυτής της εγκληματικής πολιτικής, ενώ ζητά την ακόμα μεγαλύτερη στήριξη των βιομηχάνων (π.χ. σε κλωστοϋφαντουργία, τρόφιμα, λιπάσματα) που αφήνουν τους βιοπαλαιστές της υπαίθρου χωρίς εισόδημα.
Το ποια είναι η πραγματική θέση του κόμματος Βελόπουλου για τα παραπάνω, φαίνεται άλλωστε από τη στήριξή του στο Ταμείο Ανάκαμψης, το βασικό χρηματοδοτικό εργαλείο στήριξης της «πράσινης» ανάπτυξης.
«Μούφα» και η κριτική στο ΝΑΤΟ
Ενα ακόμα «χαρτί» που παίζει ο Βελόπουλος, τάχα ως απόδειξη του κάλπικου αντισυστημισμού του είναι η υποτιθέμενη κριτική του στο ΝΑΤΟ, μαζί με προτάσεις για «προσέγγιση» με την καπιταλιστική Ρωσία, επικαλούμενος κυρίως τη ζημιά τμημάτων του κεφαλαίου και ανώτερων μεσαίων στρωμάτων από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στην Ουκρανία και όσα προηγήθηκαν, π.χ. με το εμπάργκο κ.ά.
Αυτές οι προτάσεις, τις οποίες τα κυρίαρχα μέσα προπαγάνδας βαφτίζουν «φιλορωσική στάση», δεν αμφισβητούν επί της ουσίας τον προσανατολισμό της χώρας προς το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ. Είναι διακηρύξεις που σε καμία περίπτωση δεν θέτουν ζήτημα εξόδου από το ΝΑΤΟ, αλλά αφορούν τη διεκδίκηση περισσότερων ανταλλαγμάτων και προνομίων για λογαριασμό της αστικής τάξης, καλλιεργώντας το δηλητήριο ότι ο λαός «έχει λαμβάνειν» από τη μετατροπή της χώρας σε ΝΑΤΟικό προπύργιο.
Η Ελληνική Λύση δεν πρωτοτυπεί άλλωστε ούτε στα προσχήματα που αξιοποιούνται για την εμπλοκή της χώρας στους πολεμικούς ΝΑΤΟικούς σχεδιασμούς. Χαρακτηριστική είναι η θέση ότι αυτή η εμπλοκή θα πρέπει να υπηρετεί το «εθνικό συμφέρον», το οποίο βέβαια δεν είναι άλλο από την αναβάθμιση του ρόλου της χώρας, για να έχει οφέλη το ελληνικό κεφάλαιο. Μια αναβάθμιση που περνάει μέσα από την «εκπλήρωση» των «δεσμεύσεων», δηλαδή μέσα και από τη συμμετοχή της χώρας στις δολοφονικές αποστολές και σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ.
Στην ίδια κατεύθυνση, άλλωστε, έχει ψηφίσει στην Ευρωβουλή κάθε ψήφισμα που δίνει «πράσινο φως» στην επέκταση της φωτιάς του πολέμου, όπου «βάζει πλάτη» και η ελληνική κυβέρνηση, όπως την Εφαρμογή της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Αμυνας.
Μάλιστα, ο «φιλορώσος Βελόπουλος» στήριξε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία την «εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και άμυνας της ΕΕ», όπως και τη συνεργασία ΕΕ – ΝΑΤΟ.
Εκεί που αποκαλύφθηκε πλήρως η ταύτισή του με τον αμερικανοΝΑΤΟικό ιμπεριαλισμό ήταν όταν στήριξε με χέρια και με πόδια την επέμβαση και τη γενοκτονία του κράτους – δολοφόνου Ισραήλ σε βάρος των Παλαιστινίων στη Γάζα. Ο ίδιος ο Βελόπουλος είπε π.χ. ότι «ιστορικά κράτος δικαιούται το Ισραήλ», ενώ αναπαρήγαγε όλα τα προσχήματα της επίθεσης στους Παλαιστίνιους, μιλώντας π.χ. για «βάρβαρη τρομοκρατική επίθεση» στις 7 Οκτώβρη από τους Παλαιστίνιους στο Ισραήλ. Και, βέβαια, στήριξε το κατάπτυστο ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου για τις «ειδεχθείς τρομοκρατικές επιθέσεις της Χαμάς κατά του Ισραήλ και το δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα σύμφωνα με το ανθρωπιστικό και διεθνές δίκαιο».