Ένας α-ΜΙΜΗ-τος οπορτουνιστής
Ο Ανδρουλάκης είναι σήμερα μια στυμμένη λεμονόκουπα για το αστικό σύστημα που υπηρέτησε, επιβεβαιώνοντας το χρυσό κανόνα -παραφρασμένο- που λέει πως τον οπορτουνισμό πολλοί ισχυροί αγάπησαν, αλλά τους οπορτουνιστές κανείς. Γιατί έχουν συγκεκριμένη αξία χρήσης, με σύντομη ημερομηνία λήξης.
Χτες είχε γενέθλια μια… εμβληματική μορφή του οπορτουνιστικού στερεώματος, που άφησε τις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος, αφού πρώτα απέτυχε να το μεταλλάξει σε σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση, κι ακολούθησε το ρεύμα και το πνεύμα της εποχής της αντεπανάστασης και της ενσωμάτωσης. Από αυτήν την άποψη, δεν πρωτοτύπησε και δε διαφέρει ιδιαίτερα από άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις, είναι όμως ίσως η πιο χαρακτηριστική, που συμπυκνώνει τα βασικά σε απόλυτο βαθμό τα βασικά γνωρίσματα των άλλων. Ένας πρώην κομμουνιστής που πρασίνισε ανερυθρίαστα, κρατώντας το χρώμα μόνο ως οπαδός του Ολυμπιακού ή μάλλον του Κόκκαλη και του χρήματος -που κυκλοφορεί σε πολλών ειδών χρωματιστά χαρτονομίσματα.
Ο Ανδρουλάκης είναι τυπικό παράδειγμα αυτού που βαφτίσαμε “γενιά του Πολυτεχνείου” ή μάλλον αυτών που βολεύτηκαν και την καπηλεύτηκαν. Μετά τις πρώτες φοιτητικές κινητοποιήσεις υποχρεώθηκε από τη χούντα σε διακοπή των σπουδών του κι αναγκαστική στράτευση, επέστρεψε όμως λίγες μέρες πριν τα γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου κι ήταν μέλος της συντονιστικής επιτροπής της κατάληψης. Προερχόταν από την “ΚΟ Μαχητής” αλλά προσχώρησε στις γραμμές του ΚΚΕ, όπου είχε σχετικά γρήγορη εξέλιξη. Αυτό δεν οφειλόταν αυστηρά και μόνο στις ικανότητές του, αλλά και σε μια αντικειμενική τάση ανάδειξης νεαρών στελεχών, προκειμένου να καλυφθεί το κενό στρατολόγησης των προηγούμενων χρόνων και οι “χαμένες γενιές”, όπου δεν υπήρχαν κομματικές οργανώσεις.
Ο Ανδρουλάκης θεωρούνταν αξιόλογο μυαλό και ιδεολογικό στέλεχος, συγγράφοντας μια σειρά μελετών, από τα προβλήματα του κράτους και τη σοσιαλιστική αυτοδιαχείριση (στα 100 χρόνια από το θάνατο του Μαρξ), μέχρι την μπροσούρα (ο σοσιαλισμός στο κατώφλι του 2000) με τις συζητήσεις του με σοβιετικά στελέχη για τις τάσεις και τις δυνατότητες μετεξέλιξης του σοσιαλισμού.
Λογιζόταν ως στενός συνεργάτης του Χαρίλαου Φλωράκη, αλλά πρόδωσε την εμπιστοσύνη του και αρκετά χρόνια αργότερα του φώναξε σε κάποια εσωκομματική διαδικασία “ήσουν Λούθηρος χωρίς να το ξέρεις” -ότι ανέδειξε δηλ τις δυνάμεις της “Μεταρρύθμισης” στο ΚΚΕ, που ήθελαν να το αλλάξουν και βασικά να το διαλύσουν.
Ο Ανδρουλάκης είναι στην ομάδα που αναλαμβάνει τις διαπραγματεύσεις με την ΕΑΡ του Κύρκου και δρομολογεί τη συγκρότηση του Ενιαίου Συνασπισμού, με το συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο (χωρίς αναφορά στο στόχο εξόδου από την ΕΟΚ και με μια σειρά άλλες βασικές υποχωρήσεις). Παράλληλα είναι και στα βασικά στελέχη της ομάδας των “Ανανεωτών” στην εσωκομματική κρίση του ΚΚΕ, που οδήγησε στη διάσπασή του, το 1991.
Το βασικό πολιτικό σχέδιο του Ανδρουλάκη ήταν η μετατροπή του Συνασπισμού σε κυβερνητική δύναμη κι εναλλακτική, διάδοχη κατάσταση στο ΠΑΣΟΚ, που περνούσε τη δική του κρίση στο τέλος της πρώτης οκταετίας του, με την αποπνικτική οσμή των σκανδάλων να κυριαρχεί στην πολιτική ατμόσφαιρα. Ουσιαστικά σχεδίαζε αυτό που έγινε πράξη πολλά χρόνια αργότερα, με την εναλλαγή του ΠΑΣΟΚ με το σημερινό ΣΥΡΙΖΑ. Τότε όμως οι συνθήκες… δεν είχαν ακόμα ωριμάσει για κάτι τέτοιο. Ούτε το ΠΑΣΟΚ είχε φάει τα ψωμιά του, ούτε -πολύ περισσότερο- το ΚΚΕ θα γινόταν μια σοσιαλδημοκρατική τσόντα στο πολιτικό σκηνικό, όπως έγιναν τα ΚΚ πολλών χωρών του δυτικού κόσμου, κατά τη δεκαετία του 90′.
Ο Ανδρουλάκης έφυγε με τους ανανεωτές το 91′, αλλά κατάλαβε νωρίς πως το πουλάκι είχε πετάξει, κι αφού έβγαλε μια σειρά πολιτικών του σκέψεων -υπό τη μορφή συζητήσεων με τον Τσίμα- στην μπροσούρα “ΜΕΤΑ” για ένα νέο πολιτικό αστερισμό της Κεντρο-αριστεράς, περίμενε υπομονετικά τη σειρά του, ως “ανέστιος αριστερός”, όπως λέει ο ίδιος, αλλά βασικά ως ανέστιος Πασόκος, κι ας είχε έρθει σε σκληρή αντιπαράθεση με τα στελέχη του και τη βάση του, με την παραπομπή του Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο.
Η λογική ήταν απλή: ό,τι δεν μπορείς να πολεμήσεις, αγάπησέ το. Κι αφού ο Μίμης είδε πως το ΠΑΣΟΚ θα κυβερνούσε τα επόμενα χρόνια, η εξουσία τον τράβηξε σαν το μέλι. Υποχρεώθηκε όμως να μείνει αρκετά χρόνια εκτός νυμφώνος, ώσπου να καταλαγιάσουν τα πάθη της περασμένης περιόδου, μέχρι το ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ και την περιβόητη “αμφίπλευρη διεύρυνση” του ΠΑΣΟΚ (με Ανδρουλάκη, Δαμανάκη, Ανδριανόπουλο κτλ).
Στο ενδιάμεσο, ο Ανδρουλάκης έκανε τη φωνή του αφεντικού του -ένας είναι ο πρόεδρος- στο ραδιόφωνο του Φλας -ενώ υπάρχει και μια ιστορική, δυσεύρετη φωτογραφία από την κερκίδα των επισήμων του Ολυμπιακού, όπου ο Μίμης φαίνεται να πανηγυρίζει μαζί με τον Κόκκαλη κι άλλα πρόσωπα της εποχής, που συμπυκνώνουν σε μια σειρά καθισμάτων το τότε σύστημα διαπλοκής κι εξουσίας.
Παράλληλα, φρόντιζε να πλασάρει τον εαυτό του ως… μονομελές think-tank και σημαντικό κεφάλαιο προς αξιοποίηση, που δίνει χρήσιμες συμβουλές στους ισχυρούς. Αυτό φαίνεται πχ και στον τίτλο του βιβλίου του “Ε, πρόεδρε”. Ταυτόχρονα, φιλοτεχνούσε το προφίλ του αιρετικού συγγραφέα, που κολάζει το εκκλησιαστικό κατεστημένο, πχ με το έργο του Μν, αλλά σπανίως απέφευγε την αυταρέσκεια και τη μυθιστορηματική αναφορά σε γυναίκες που αδυνατούσαν να αντισταθούν στην ακαταμάχητη γοητεία της πληθωρικής του προσωπικότητας.
Σε ένα από αυτά τα βιβλία του (Κόκκινος Κάβουρας) δε δίστασε να χρησιμοποιήσει τη γνωριμία του με το Χαρίλαο, μαζί με μια παλιά, ιντριγκαδόρικη ιστορία διείσδυσης ενός πράκτορα της Ασφάλειας στην ΚΕ του ΚΚΕ, για να αυξήσει τις πωλήσεις ενός μάλλον αδιάφορου και σταθερά αυτοαναφορικού βιβλίου.
Ο Μίμης Ανδρουλάκης, με το χειμαρρώδη όσο και παραληρηματικό λόγο -με άλματα και δυσνόητο ειρμό, που πλασαριζόταν για ψαγμένος λόγος- πέρασε ουσιαστικά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, μαζί με το ΠΑΣΟΚ, καταδικασμένος να βλέπει το όραμα του κεντρο-αριστερού αστερισμού που οραματίστηκε, να κυβερνάει σήμερα χωρίς αυτόν. Είχε την ατυχία να περιμένει στη γωνία για πολλά χρόνια και να βιαστεί ταυτόχρονα, ώστε να καεί γρήγορα. Δεν μπορεί να εξαργυρώσει τον οπορτουνισμό του, γιατί πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που πατούσε σε δύο βάρκες, έχοντας επιλέξει προ πολλού πλευρά.
Και σήμερα, στα 66 του χρόνια, είναι αυτό που θα χαρακτηρίζαμε “στυμμένη λεμονόκουπα” για το σύστημα που υπηρέτησε, επιβεβαιώνοντας -παραφρασμένο- ένα χρυσό κανόνα που λέει πως: τον οπορτουνισμό πολλοί αγάπησαν αλλά τους οπορτουνιστές, που έχουν συγκεκριμένη αξία χρήσης με ημερομηνία λήξης, κανείς.