«Αγαπητή τράπεζα… » – Ανοιχτή επιστολή ενός απολυμένου
“Ακόμα θυμάμαι πόσες φορές πήγα με το “στέλεχός” σου στο γραφείο συσκέψεων για να μου κάνει παρατηρήσεις για την απόδοσή μου ή για να μου κόψει την άδεια, χρησιμοποιώντας πειστικά επιχειρήματα του στιλ “αν δεν σου αρέσει να φύγεις”, “θα πάρεις άδεια όταν θέλει η εταιρεία”, ενώ παράλληλα κοπάναγε το χέρι στο γραφείο και γκάριζε μπας και φοβηθώ.”
«Αγαπητή Τράπεζα,
Αποτελώ μέρος της προσπάθειας που κάνεις για να “εξορθολογίσεις” το λειτουργικό σου κόστος, έχω απολυθεί δηλαδή, ή, όπως μου είπαν, αποφάσισες τη λήξη της συνεργασίας μας, ή, όπως θα έλεγαν οι Αμερικάνοι, με άφησες να φύγω.
Δούλευα για σένα για σχεδόν 13 χρόνια στο τηλεφωνικό κέντρο, εξυπηρετώντας τους πελάτες σου και ενημερώνοντας για τα προϊόντα σου, χωρίς ποτέ να θεωρούμαι υπάλληλός σου. Είχες βλέπεις φροντίσει να ανήκω στην 100% θυγατρική σου, για να μην έχω τη Σύμβαση και τις παροχές του τραπεζοϋπαλλήλου, και είχες επίσης φροντίσει να ελέγχεις το επιχειρησιακό σου σωματείο, που με θυμόταν μόνο στην αιμοδοσία και στην ανανέωση της κάρτας απεριορίστων διαδρομών.
Βέβαια, για να είμαι ειλικρινής, πρώην συνεργάτη μου, δεν μου παρείχες ούτε όσα όριζε η ΕΓΣΣΕ στην οποία εντασσόμουν. Δεν λάμβανα επίδομα ακουστικού, ενώ δούλευα 8 ώρες με το ακουστικό, δεν λάμβανα επίδομα οθόνης, ενώ δούλευα σε υπολογιστή, δεν εφάρμοζες την 11ωρη ανάπαυση από βάρδια σε βάρδια, μου μετέφερες για πολλά χρόνια παρανόμως μέρος της κανονικής μου άδειας στο επόμενο έτος, μου έκοβες την άδεια μονομερώς και χωρίς γραπτή ενημέρωση για να μην πάω στην Επιθεώρηση Εργασίας, και πολύ συχνά δεν μου έδινες το ένα Σαββατοκύριακο ρεπό το μήνα που δικαιούμουν.
Επίσης θεωρούσες ώρα προσέλευσης στην εργασία μου την ώρα που έκανα log in στο σύστημα, όχι την ώρα που χτύπαγα την κάρτα, όπως ορίζει η νομοθεσία. Δεν θα ήθελα όμως να είμαι τελείως άδικος μαζί σου. Τρεις φορές έλαβα bonus από εσένα: Ενα usb stick, ένα πληκτρολόγιο με το οποίο σου γράφω τώρα και ένα κουτάκι με ξυλομπογιές που τις έδωσα στο ανιψάκι μου. Δεν θα έλεγα ότι ήσουν ο ορισμός του γενναιόδωρου εργοδότη, παρότι έβγαζες εκατομμύρια από τη δουλειά τη δική μου και των συναδέλφων μου.
Επίσης θα έλεγα πως ούτε ήσουν ο ορισμός του καλού εργοδότη (αν υπάρχει τέτοιος), αφού η τρομοκρατία ήταν το πιάτο που μας σέρβιρες σε καθημερινή βάση ώστε να μη σηκώνουμε κεφάλι από τη δουλειά και να μη διεκδικούμε τα δικαιώματά μας. Για να το πετύχεις, είχες μερικούς πρόθυμους και αναλώσιμους υπαλλήλους, άσχετους με το εργασιακό αντικείμενο, που φρόντιζαν να εφαρμόζουν την πολιτική της εταιρείας: Να βάζουμε διάλειμμα όταν πηγαίνουμε τουαλέτα, να παίρνουμε κλήσεις χωρίς ανάσα, να δεχόμαστε αδιαμαρτύρητα το πρόγραμμα εργασίας και να παίρνουμε άδεια όποτε συμφέρει την εταιρεία.
Ακόμα θυμάμαι πόσες φορές πήγα με το “στέλεχός” σου στο γραφείο συσκέψεων για να μου κάνει παρατηρήσεις για την απόδοσή μου ή για να μου κόψει την άδεια, χρησιμοποιώντας πειστικά επιχειρήματα του στιλ “αν δεν σου αρέσει να φύγεις”, “θα πάρεις άδεια όταν θέλει η εταιρεία”, ενώ παράλληλα κοπάναγε το χέρι στο γραφείο και γκάριζε μπας και φοβηθώ. Δεν τα κατάφερε (…)
Τόσα χρόνια γνώρισα δεκάδες συναδέλφους που προσέλαβες μέσω δουλεμπορικών, τους είχες με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, τους ξεζούμιζες και μετά τους απέλυες εν μια νυκτί για να πάρεις άλλους φθηνότερους. Δεν θα ξεχάσω (…) ούτε τους συναδέλφους μου που έκαναν το “λάθος” να γεννήσουν παιδιά και έπρεπε να απολυθούν, γιατί η μητρότητα δεν συμβαδίζει με τα ωράρια – λάστιχο που έχεις επιβάλει. Αλήθεια, τι οικογενειακή ζωή μπορεί να έχει μια μητέρα όταν δουλεύει 12 με 8, 1 με 9, 11 με 7, Σάββατα, Κυριακές, βραδινά; Δεν μπορεί να έχει οικογενειακή ζωή, αλλά εσένα σε νοιάζει μόνο το κέρδος (…) Κάθε λεπτό μετράς χρήματα από το τηλεφώνημα του εκάστοτε πελάτη που εσύ καταχρέωσες με δάνεια και κάρτες και τώρα τον έχεις στην αναμονή για 40 λεπτά, χρεώνοντάς τον ακόμα μια φορά.
Αυτό το ειδυλλιακό εργασιακό κλίμα ώθησε εμένα και πολλούς εργαζόμενους στο τηλεφωνικό κέντρο στη συσπείρωση στο Κλαδικό Σωματείο Χρηματοπιστωτικού Αττικής, που μας δέχτηκε χωρίς να είμαστε τραπεζικοί και μας βοήθησε να βάλουμε εμπόδια στην ασυδοσία σου και να διεκδικήσουμε αξιοπρεπείς όρους εργασίας. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που μου έδειξες την πόρτα της εξόδου, δεν θες τον συνδικαλισμό, για την ακρίβεια τον φοβάσαι και τόσα χρόνια τον πολέμησες, αλλά τελικά δεν κατάφερες και πολλά. Οι εργαζόμενοι των 600 ευρώ σε έγραψαν πανηγυρικά, εσένα, έναν ισχυρό όμιλο που νταραβερίζεται με όλες τις κυβερνήσεις και φτιάχνει νόμους που εξυπηρετούν τα συμφέροντά του.
(…) Αγαπητή Τράπεζα, μαθαίνω ότι έχεις σκοπό να απολύσεις άλλους 1.600 υπαλλήλους και να κλείσεις κι άλλες θυγατρικές. Μέχρι στιγμής τα πράγματα φαίνεται να σου πηγαίνουν καλά. Σου υπενθυμίζω όμως ότι τίποτα δεν είναι στατικό, το εργατικό κίνημα έχει περάσει και πιο δύσκολες μέρες και επανήλθε δυναμικά παρά τις δυσκολίες. Οσο για μένα, μη νομίζεις ότι τελειώσαμε ακόμα…».
(Το κείμενο περιέχει αποσπάσματα ανοιχτής επιστολής ενός εργαζόμενου που απολύθηκε πρόσφατα)
Πηγή: Ριζοσπάστης