Working dead – Nα δεις τι σου ‘χω για μετά
Μια συζήτηση με το Θανάση Χρηστίδη και τον Πάνο Ζάχαρη στο Εργατικό στέκι του Φεστιβάλ της ΚΝΕ στη Θεσσαλονίκη
O τίτλος παραπέμπει στο Λαυρέντη, τιμής ένεκεν, και σταματούσε στο ’90, στο κατώφλι του νέου αιώνα. Όμως ελάχιστα έχουν αλλάξει από τότε, κι όχι πάντα προς το καλύτερο, λες και κάποιος σκιτσογράφος, αλλάζει απλώς τα χρώματα, τα ρούχα και τις εποχές, διατηρώντας όμως ίδια την ουσία. Αυτό ήταν το θέμα που απασχόλησε το Εργατικό Στέκι στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ στη Θεσσαλονίκη με ομιλητές τους Πάνο Ζάχαρη και Θανάση Χρηστίδη. Ο Θανάσης Χρηστίδης, έδωσε δεκάδες παραδείγματα άγριας εκμετάλλευσης, που δεν είναι μεμονωμένα κρούσματα, ούτε κλάδοι δεύτερης γραμμής, αλλά αυτοί που προβάλλονται ως “ατμομηχανές της ανάπτυξης”, ακόμα και κλάδοι αιχμής, που απαιτούν ειδίκευση: λιμάνι Πειραιά, τουρισμός, εργοστάσια της πόλης και της ευρύτερης περιοχής, βραβευμένες εταιρείες, κοκ.
Το σενάριο που μας έχουν ετοιμάσει προβλέπει μεγάλες μειώσεις μισθών ή 40% μείωση μισθών στους νέους εργαζόμενους, για να μάθουν από νωρίς να σκύβουν το κεφάλι – καταστολή, απαγόρευση απεργιών, συνδικαλιστικός νόμος κλπ – και πρωταγωνιστικό ρόλο για τη συνδικαλιστική μαφία, που δεν πείθει και δε συσπειρώνει πια κανέναν, ενώ αφήνει καταστατικά έξω απ’ τις γραμμές των σωματείων χιλιάδες ευέλικτους, συμβασιούχος εργαζόμενους. Χρησιμεύει όμως για να φανεί πως τάχα είναι “όλοι το ίδιο”.
Υπάρχει μια δύναμη, ο ταξικός πόλος, που παίζει κόντρα ρόλο, και τους χαλάει το σενάριο, γι’ αυτό και τη βάζουν στο στόχαστρο.
Ο Πάνος Ζάχαρης, αποτυπώνει στα σκίτσα του την ίδια εικόνα: τη διαχρονική σχέση καταπιεστή – καταπιεζόμενου και το ατελείωτο μεταξύ τους, μπρα ντε φερ. Σταδιακά όμως πιάνει κι ευρύτερα ζητήματα: Κι όσο κι αν του είναι πιο εύκολο να μιλήσει με τη δουλειά του, έβαλε με τη σειρά του στο τραπέζι κάποια ενδιαφέροντα σημεία. Η ιστορία κινείται με διάφορες ταχύτητες, πρώτη ή δευτέρα, ενίοτε φέρεται να πηγαίνει και με νεκρά, δε γυρίζει όμως ποτέ πίσω. Ωστόσο, όσο σαπίζει το σύστημα, αναβιώνουν παλιότερα στοιχεία, όπως το δουλεμπόριο, η παιδική εργασία, σκηνές άγριας εκμετάλλευσης από τα χρόνια της πρωταρχικής συσσώρευσης, από τις σελίδες του κεφαλαίου του Μαρξ και του Ζερμινάλ του Ζολά. Δεν έχουμε πχ κωπηλάτες σε γαλέρες, έχουμε όμως συνθήκες γαλέρας, εργατικά δυστυχήματα, σακάτηδες, τσακισμένα κορμιά, αναθυμιάσεις, σκουπίδια κοκ. Έτσι, κολλούσε γάντι στην περίσταση η ρητορική ερώτηση του πρώτου ομιλητή “21ο αιώνα δεν έχουμε;”.
Το παρελθόν δεν μπορεί να επιστρέψει στη σημερινή εποχή, μπορεί όμως να χρησιμεύσει για να προβάλλει και να αναδείξει σύγχρονα ζητήματα. Και το κόμικ, ως ανερχόμενο είδος, προσφέρεται ως μορφή, γι’ αυτό το σκοπό, κι ας μην υπάρχουν αναλογικά πολλά κόμικ, πόσο μάλλον όταν η άρχουσα τάξη το δουλεύει πολύ καλά για τους δικούς της σκοπούς – υπερήρωες, που γυρεύουν ατομικές λύσεις κλπ. Ο Ζάχαρης δε φτιάχνει υπερήρωες, αλλά απλούς, καθημερινούς ήρωες του μόχθου, working class heroes, όπως τους έλεγε ο Λένον. Προσπαθεί να σκεφτεί αν τα ανθρωπάκια του, τοποθετημένα σε διάφορες ιστορικές εποχές, θα έμεναν παγιδευμένα στο δικό τους παρόν, θεωρώντας πως τίποτε δεν αλλάζει, ότι ο αγώνας είναι ουτοπία, κι άλλα μύρια κλισέ που ακούμε μέχρι σήμερα. Οι ιστορίες που γίνονται μικρές προκηρύξεις και λαβαράκια αντίστασης, όπως κάθε μορφή πολιτικής τέχνης. Έχουν όμως υποστηρικτικό, συμπληρωματικό ρόλο προς τον αγώνα, και μάλλον αυτά παίρνουν δύναμη από την ανάπτυξή του, παρά το αντίστροφο. Η επιτυχία τους, θα είναι όταν ο εργάτης αναγνωρίσει σε αυτά τον εαυτό του, πόσο μάλλον, όταν σε κάποιους κλάδους, σαν αυτόν του τύπου, είναι ζητούμενο ακόμα και το αυτονόητο. Όσοι δουλεύουν εκεί είναι εργαζόμενοι κι όχι κάτι διαφορετικό ή ανώτερο από την “πλέμπα”.