Αρθούρος Σοπενχάουερ – Ο μισάνθρωπος της φιλοσοφίας
Για τον Σοπενχάουερ η ζωή ισοδυναμεί με μαρτύριο, από το οποίο μόνο η τέχνη επιτρέπει μια σύντομη διαφυγή.
Ο Αρθούρος Σοπενχάουερ ήταν ένας από τους τελευταίους σημαντικούς φιλοσόφους του γερμανικού ιδεαλισμού, σε μια έντονα υποκειμενική και μεταφυσική μορφή βολονταρισμού, που έδειχνε και τα ιστορικά όρια του συγκεκριμένου ρεύματος, σε αντιστοιχία με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που συνέβαλαν στη διαμόρφωσή του. Η έντονα απαισιόδοξη οπτική του για την ανθρώπινη φύση είναι εκείνη που του διασφάλισε τη φήμη του “μισανθρώπου”.
Γεννήθηκε στις 22 Φλεβάρη του 1788 στο Ντάντσιχ της σημερινή Πολωνίας. Αργότερα η οικογένεια μετακόμισε στο Αμβούργο, όπου ο νεαρός Σποπενχάουερ ξεκίνησε μαθητεία ως έμπορος, την οποία διέκοψε για να φοιτήσει στο γυμνάσιο. Αργότερα σπούδασε ιατρική και μετά φιλοσοφία, αντικείμενο στο οποίο ανακηρύχθηκε διδάκτορας του πανεπιστημίου της Ιένας.
Το 1814 πήγε στη Δρέσδη, όπου συναναστράφηκε λογοτεχνικούς κύκλους, μεταξύ άλλων και με τον Γκαίτε, κι έγραψε τα πρώτα του φιλοσοφικά έργα. Το 1819 κυκλοφόρησε το πρώτο του έργο “Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση” και ένα χρόνο μετά δίδαξε ως καθηγητής στο Βερολίνο, όπου ήρθε σε αντιπαράθεση με τον μεγάλο εκπρόσωπο του ιδεαλισμού Χέγκελ που δίδασκε επίσης εκεί. Μετά από 11 χρόνια μετακόμισε στη Φρανκφούρτη, όπου ερωτεύτηκε τη 17χρονη τότε Φλόρα Βάις, που τον απέρριψε ωστόσο. Ο ίδιος είχε πολύ κακή άποψη για τις γυναίκες και θεωρούσε οποιαδήποτε σχέση μαζί τους πλην της σεξουαλικής ανέφικτη.
Ο υποκειμενικός ιδεαλισμός του ερχόταν σε αντίθεση με εκείνον του Χέγκελ, ενώ είχε έντονες επιδράσεις από το βουδισμό. Φιλοσοφικά του πρότυπα ήταν ο Πλάτων και ο Καντ. Για τον Σοπενχάουερ η ζωή ισοδυναμεί με μαρτύριο, από το οποίο μόνο η τέχνη επιτρέπει μια σύντομη διαφυγή. Από το μαρτύριο αυτό προκύπτει η ηθική, η οποία δημιουργεί τη συμπόνοια σε άλλους ανθρώπους και τα ζώα (ο Σοπενχάουερ είχε σε όλη του τη ζωή σκύλους, που ονόμαζε τον ένα μετά τον άλλο ακριβώς το ίδιο, πιστεύοντας ότι κάθε σκύλος είναι μετενσάρκωση όλων των υπολοίπων). Η μόνη οριστική διέξοδος από αυτή τη διαρκή βάσανο είναι η απάρνηση κάθε επιθυμίας, ουσιαστικά η άρνησης της θέλησης για ζωή.
Για το φιλόσοφο ο κόσμος παρουσιάζεται σε κάθε υποκείμενο μόνο ως φανταστική αναπαράσταση, που είναι και η μόνη μας δίοδος προς την αντικειμενική πραγματικότητα. Μόνο μέσω εσωτερικής αυτοπαρατήρησης μπορούμε να αναγνωρίσουμε ποιοι είμαστε πραγματικά. Αντιλαμβανόμαστε μέσα μας τη θέληση, το πράγμα καθ’αυτό (Ding an sich) το οποίο όμως σε αντίθεση με το καντιανό αντίστοιχό του δεν τοποθετείται στον έξω κόσμο εκτός εμπειρίας κι εκτός πρόσβασης από το άτομο. Αυτή η αντίληψη θεμελιώνει και το μεταφυσικό βολονταρισμό του. Δεν υπάρχουν πράγματα αυτά καθεαυτά, με την έννοια ότι δεν υπάρχει αντικείμενο χωρίς υποκείμενο, παρατηρούμενο δίχως παρατηρητή. “Ο άνθρωπος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, αλλά δεν μπορεί να θελήσει τι θέλει” υποστηρίζει ο Σοπενχάυερ, δεν μπορεί δηλαδή να επιλέξει τι είναι αυτό που θα θέλει.
Ένα από τα πιο σκοτεινά σημεία είναι οι φυλετικές του αντιλήψεις, που παρότι δεν απέληγαν σε κάλεσμα υποδούλωσης των “κατώτερων” φυλών, σαφώς και εκ των πραγμάτων συνιστούσαν ιδεολογικό άλλοθι για μια τέτοια μεταχείριση. Απέδιδε λοιπόν την πολιτισμική επιτυχία κυρίως στα λευκά έθνη, ενώ ακόμα και μεταξύ των “σκουρότερων”, το πιο ανοιχτόχρωμο τμήμα ήταν κυρίαρχο ενώ επέλεγε και συχνά τη μετανάστευση.
Για τον ίδιο ο άνθρωπος είναι απόλυτα εγωιστικό ον, με τον εγωισμό αυτό να μπορεί να υπερκεραστεί μόνο μέσω της συμπόνιας. Μέσω αυτού ο άνθρωπος ταυτίζεται με τους άλλους (περιλαμβανομένων των ζώων) και μόνο έτσι η θέληση διατηρείται στη ζωή. Ο Σοπενχάουερ έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα το 1860 από πνευμονία. Πτυχές του έργου του άσκησαν σημαντική επίδραση σε φιλοσόφους, κυρίως το Νίτσε, το Μπερξόν και τον Βιτγκενστάιν, λογοτέχνες όπως Τόμας Μαν, ο Χέρμαν Έσσε και ο Τολστόι, ακόμα και συνθέτες όπως ο Ρίχαρντ Βάγκνερ. Ακόμα και η ψυχανάλυση του Φρόιντ επηρεάζεται ως ένα βαθμό από την απαισιόδοξη θεώρηση του Σοπενχάουερ για τους ανθρώπους και ιδίως από την άποψή του περί θέλησης και της άρνησής της.