Χάνα Άρεντ – Η κοινοτοπία του ολοκληρωτισμού
Η Άρεντ προχωρά σε εξίσωση ναζιστικού και σοβιετικού κράτους, κάτω από την κοινή ετικέτα του «ολοκληρωτισμού», με μοναδική διαφορά για εκείνη μεταξύ των δύο συστημάτων να είναι πως για τους ναζί κεντρική θέση έχει η επικράτηση της «αρίας» φυλής, ενώ για τους κομμουνιστές η «χειραφέτηση της εργατικής τάξης».
Ένα από τα πιο αιχμηρά βέλη στη φαρέτρα της αστικής ιδεολογίας κατά της κομμουνιστικής ιδεολογίας υπήρξε αναμφίβολα η θεωρία του ολοκληρωτισμού. Αν και πρωτοδιατυπώνεται τη δεκαετία του ’20 και αρχικά αναφέρεται μόνο στο φασιστικό καθεστώς, τις επόμενες δεκαετίες, και ιδιαίτερα στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αποτέλεσε το βασικό όχημα της εξίσωσης φασισμού – κομμουνισμού. Στην πορεία αυτή, κομβικός υπήρξε ο ρόλος της φιλοσόφου και θεωρητικού Χάνα Άρεντ, που αποκρυστάλλωσε με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τις βασικές αρχές αυτού του ιδεολογήματος και μέσω της ευρύτατης διάδοσης του έργου της «Οι πηγές του ολοκληρωτισμού» συνέβαλε στην εκλαΐκευση της θεωρίας αυτής, αγγίζοντας ακροατήρια πολύ ευρύτερα των ακαδημαϊκών κύκλων.
Γεννήθηκε στις 14 Οκτώβρη 1906 κοντά στο Αννόβερο και μεγάλωσε στο Κένιγκσμπεργκ, σε οικογένεια αφομοιωμένων Γερμανοεβραίων με σοσιαλδημοκρατικές συμπάθειες. Έχασε τον πατέρα της σε μικρή ηλικία και όπως έλεγε τα πρώτα πολιτικά ερεθίσματα προήλθαν από τη μητέρα της. Εκείνη την προέτρεπε να της καταγγέλλει περιστατικά αντισημιτισμού από ενήλικες, στα οποία η Μάρθα Άρεντ απαντούσε με επιστολές διαμαρτυρίας, ενώ αν οι προσβολές προέρχονταν από παιδιά, η μικρή Χάνα παροτρυνόταν να αμύνεται η ίδια.
Αποβλήθηκε από το σχολείο όταν προέτρεψε της συμμαθήτριές της σε αποχή από μάθημα ενός καθηγητή που την πρόσβαλε και έδωσε απολυτήριες εξετάσεις ως εξωτερική εξεταζόμενη ένα χρόνο πριν τις συμμαθήτριές της.
Σπούδασε κλασική φιλολογία, θεολογία και φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ, όπου γνωρίστηκε με το φιλόσοφο Μάρτιν Χάιντεγκερ, για τον οποίο ήδη από τα μαθητικά της χρόνια είχε ακούσει πως «ίσως κοντά του μπορεί κανείς να μάθει να σκέφτεται». Ο Χάιντεγκερ, με τον οποίο είχε δεσμό για μερικά χρόνια, τη σημάδεψε σε πολλά επίπεδα και υπήρξε καθοριστική επιρροή στη διαμόρφωση της φιλοσοφικής της κοσμοαντίληψης. Μάλιστα, παρά την προσχώρηση του μέντορά της στους ναζί στις αρχές της δεκαετίας του ’30 και ανοιχτά μετά την ανάληψη της εξουσίας από το Χίτλερ, η Άρεντ ήρθε ξανά σε επικοινωνία μαζί του μετά τον πόλεμο και προσπάθησε να τον παρουσιάσει ως «εξαπατημένο», αρνούμενη πως η φιλοσοφία του είχε οποιαδήποτε συνάφεια με τη ναζιστική ιδεολογία.
Πραγματοποίησε τη διδακτορική της διατριβή κοντά στο φιλόσοφο Καρλ Γιάσπερς, με θέμα την έννοια της αγάπης στον Αυγουστίνο το 1928 και στη συνέχεια ασχολήθηκε με το γερμανικό ρομαντισμό.
Μετά την άνοδο των ναζί συνελήφθη, καθώς προσπάθησε για λογαριασμό του 18ου σιωνιστικού συνεδρίου που θα διεξαγόταν το καλοκαίρι του 1933 στην Πράγα, να συγκεντρώσει αντισημιτικό υλικό από την κρατική βιβλιοθήκη της Πρωσίας. Κατόρθωσε να πείσει τις αρχές για την αθωότητά της και στη συνέχεια διέφυγε στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με διάφορους εξόριστους Γερμανούς διαννοούμενους, όπως τον Άρνολντ Τσβάιγκ, τον Μπέρτολτ Μπρεχτ και τον Βάλτερ Μπένγιαμιν. Εργάστηκε για λογαριασμό της οργάνωσης Aliyah, που βοηθούσε στη μετεγκατάσταση Εβραιόπουλων στην Παλαιστίνη. Φυλακίστηκε ένα διάστημα στο στρατόπεδο της Gurs στη Νότια Γαλλία ως «εχθρική αλλοδαπή», αλλά κατόρθωσε να διαφύγει μετά από λίγο καιρό στις ΗΠΑ, όπου την ακολούθησε η μητέρα της. Μετά τον πόλεμο εργάστηκε για την οργάνωση «Jewish Cultural Reconstruction», με στόχο τον εντοπισμό χαμένων εβραϊκών έργων τέχνης. Στα πλαίσια αυτής της δραστηριότητας επέστρεψε το 1949 στην Ευρώπη για πρώτη φορά.
Η παγκόσμια φήμη της οφείλεται στις «Πηγές του ολοκληρωτισμού» (1951, που παραμένει ως σήμερα το γνωστότερο έργο πάνω στο ζήτημα. Η Άρεντ προχωρά σε εξίσωση ναζιστικού και σοβιετικού κράτους, κάτω από την κοινή ετικέτα του «ολοκληρωτισμού». Στόχος αυτών των κρατών είναι η απορρόφηση κάθε ανθρώπινης σχέσης, (οικογενειακής, προσωπικής, κοινωνικοταξικής, επαγγελματικής κοκ) από το κράτος, ώστε οι πολίτες να μετατραπούν σε ενιαίους, αδιαφοροποίητους υπηκόους, στο όνομα της δημιουργίας ενός «νέου τύπου ανθρώπου». Μοναδική διαφορά για εκείνη μεταξύ των δύο συστημάτων είναι πως για τους ναζί κεντρική θέση έχει η επικράτηση της «αρίας» φυλής, ενώ για τους κομμουνιστές η «χειραφέτηση της εργατικής τάξης», με έναν τρόπο ψευδεπίγραφο όπως υποστηρίζει, που δε σχετίζεται με τον πυρήνα της μαρξιστικής θεωρίας.
Στο επόμενο έργο της «Η ανθρώπινη κατάσταση» (1958) προχωρά σε μια τριμερή διαίρεση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων σε μόχθο, εργασία και πράξη. Επίσης, ταξινομεί αυτές τις δραστηριότητες με αύξουσα ιεραρχία ανάλογα με τη σημασία τους, εντοπίζοντας στην ανατροπή αυτής της ιεραρχίας τη ρίζα αυτού που θεωρεί εξάλειψη της πολιτικής ελευθερίας και ευθύνης στη σύγχρονη εποχή.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 η Άρεντ ανέλαβε για λογαριασμό του εντύπου New Yorker την παρακολούθηση της δίκης του Άντολφ Άιχμαν στο Ισραήλ. Η αναφορά της δημοσιεύτηκε σε συνέχειες από το 1963 και ακολούθως δημοσιεύτηκε σε πολλές γλώσες με τίτλο «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού», στην οποία ο Άιχμαν εμφανίζεται ως αρχέτυπο του πειθήνιου γραφειοκράτη. Η θέση αυτή επικρίθηκε δίκαια, καθώς ο Άιχμαν κάθε άλλο παρά απλό όργανο του ναζιστικού μηχανισμού ήταν, αλλά αποδεδειγμένα ανέλαβε πρωτοβουλίες για την εξόντωση των Εβραίων, τους οποίους μισούσε φανατικά, αν και πρέπει να αναφερθεί ότι η έκταση του αντισημιτισμού του αποδείχτηκε αργότερα και δεν ήταν δυνατόν να την έχει υπόψη της η Άρεντ. Ενδιαφέρον πάντως παρουσιάζει η παρατήρησή της πως τα ναζιστικά εγκλήματα δεν ήταν αποτέλεσμα ψυχοπαθολογίας, άποψη ιδιαίτερα διαδεδομένη ακόμα και στις μέρες μας, και διαπράττονταν ως επί το πλείστον από απόλυτα «φυσιολογικούς» ανθρώπους.
Το 1963 κυκλοφόρησε το βιβλίο της «Περί Επανάστασης», όπου αναλύει κυρίως, αλλά όχι μόνο, την Αμερικανική και Γαλλική Επανάσταση και υποστηρίζει την άμεση δημοκρατία μέσω συμβουλίων ως εναλλακτική του πολυκομματικού συστήματος. Στα πλαίσια αυτής της θεωρίας προβαίνει και πάλι σε αντισοβιετική κριτική, καθώς κατά τη γνώμη της όλα τα κόμματα, είτε παρουσιάζονται ως δεξιά είτε ως αριστερά ή επαναστατικά, αντιστρατεύονται τα συμβούλια και κατορθώνουν χρησιμοποιώντας τις κρατικές δομές να τα καταστείλουν ή να τα ελέγχξουν.
To 1970 κυκλοφόρησε το δοκίμιό της «Περί βίας», στο οποίο από τη μία χαιρετίζει το φοιτητικό κίνημα της εποχής, με επίκεντρο τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και τη Γερμανία, από την άλλη επικρίνει με δριμύτητα πολλές από τις μεθόδους και τους στόχους του, όπως εκείνη την αντιλαμβάνεται, ιδίως την προσφυγή στη βία.
Έφυγε από τη ζωή στις 4 Δεκέμβρη 1975 από καρδιακή ανεπάρκεια στο διαμέρισμά της στη Νέα Υόρκη, ενώ τμήμα του έργου της δημοσιεύτηκε μετά θάνατον.