Έφυγε ο φιλόσοφος Ντομένικο Λοζούρντο- Συνεπής πολέμιος της εξίσωσης ναζισμού-κομμουνισμού και υπερασπιστής του Στάλιν
Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε το βιβλίο του “Στάλιν. Κριτική ενός μαύρου θρύλου”, στο οποίο απαντά σε μια σειρά αιτιάσεων κατά του Σοβιετικού ηγέτη με επίκεντρο τη διαβόητη μυστική έκθεση του Χρουστσόφ.
Έφυγε πριν λίγες ώρες από τη ζωή ο Ντομένικο Λοζούρντο, ένας σημαντικός μαρξιστής ιστορικός και φιλόσοφος, του οποίου το έργο, αν και παραγνωρισμένο στη Δύση, ειδικότερα στον αγγλοσαξωνικό κόσμο, όπως δείχνει και η ένδεια των μεταφράσεων στα αγγλικά, συνιστά μια σημαντική συμβολή τόσο στην αποδόμηση διαφόρων μύθων περί του κλασικού φιλελευθερισμού σε Ευρώπη και ΗΠΑ, αναδεικνύοντας τη σιαμαία ιστορική σχέση του με τη δουλεία και την αποικιοκρατία, όσο και του ιδεολογήματος περί ολοκληρωτισμού, με τα βέλη της κριτικής του να στρέφονται ιδιαίτερα στο σχετικό έργο της Χάνα Άρεντ. Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε το βιβλίο του “Στάλιν. Κριτική ενός μαύρου θρύλου”, στο οποίο απαντά σε μια σειρά αιτιάσεων κατά του Σοβιετικού ηγέτη με επίκεντρο τη διαβόητη μυστική έκθεση του Χρουστσόφ. Σημαντική υπήρξε και η ενασχόλησή του με τη φιλοσοφία -ιδιαίτερα με τον Καντ, του οποίου την πολιτική “αυτολογοκρισία” ανέδειξε- την επανανοηματοδότηση του γερμανικού ιδεαλισμού, κυρίως του προεξάρχοντά της Χέγκελ. Με στόχο την οικειοποίηση της ριζοσπαστικής της κληρονομιάς στα βήματα του Λούκατς, τον “αντάρτη αριστοκράτη” Νίτσε, στον οποίο αφιέρωσε ομώνυμη μονογραφία, τη διερεύνηση του ναζισμού του Χάιντεγκερ. Ασχολήθηκε επίσης και με τη μαρξιστική σκέψη του 20ου αιώνα, με επίκεντρο την Ιταλία και ιδιαίτερα το έργο του Γκράμσι. Επίκεντρο των αναζητήσεών του υπήρξε πάντα η υπεράσπιση της μαρξιστικής διαλεκτικής και του ιστορικού υλισμού, ενάντια στις απόπειρες ξαναγραψίματος της ιστορίας, στις οποίες απάντησε με θεωρητικές αξιώσεις στο έργο του “Μάχη για την ιστορία”.
Όπως και ο γνωστός ιστορικός Έντσο Τραβέρσο, στο έργο του αυτό ο Λοζούρντο χρησιμοποιεί την έννοια του δεύτερου ευρωπαϊκού τριακονταετούς πολέμου από το 1914 ως το 1945, καθώς στηλιτεύει τους βασικούς εκπροσώπους του σύγχρονου αναθεωρητισμού, Έρνστ Νόλτε και Φρανουσά Φυρέ, πως προσπερνούν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως καταλύτη της Οχτωβριανής Επανάστασης προκειμένου να δώσουν υπόσταση στο ιδεολόγημά τους περί “ευρωπαϊκού εμφυλίου” με αφετηρία το 1917. Έτσι αποσιωπούν δυο βασικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην κατανόηση αυτής της σεισμικής τριακονταετίας, δηλαδή την έννοια του “ολοκληρωτικού πολέμου”, που εμπλέκει εξίσου άμαχους και στρατευμένους και την αποικιοκρατία ως κοινό νεωτερικό ευρωπαϊκό φαινόμενο. Η στενή σύνδεση αυτών των δύο εννοιών διακρίνεται σε σειρά δηλώσεων του Χίτλερ, ο οποίος συνέδεε την επέκταση στην Αντολή με την κατάκτηση μιας “γερμανικής Ινδίας” ή ενός “φαρ ουεστ” όμοιου με το αμερικανικό. Σε αυτό το αποικιοκρατικό σχέδιο οι Εβραίοι έλαβαν το ρόλο του “ιθαγενούς” στην κλασική αποικιοκρατία: “Το γεγονός πως η μοίρα των Εβραίων επισφραγίστηκε από το διπλό στιγματισμό τους ως ανατολιτών “ιθαγενών” και ως φορέων του ανατολικού μπολσεβικισμού, δε λαμβάνεται καθόλου υπόψη” [από τους αναθεωρητές ιστορικούς].
Από την άλλη, αντιτίθεται στη θεωρία περί μοναδικότητας του εβραϊκού Ολοκαυτώματος, όχι από διάθεση να το σχετικοποιήσει ή να το υποβαθμίσει, αλλά επειδή κατά τη γνώμη του με τον τρόπο αυτό περνούν λιγότερο ή περισσότερο στη λήθη, άλλες γενοκτονίες, όπως εκείνες των Ινδιάνων στις ΗΠΑ. Ένθερμος πολέμιος της εξίσωσης κομμουνισμού-ναζισμού, έκανε λόγο για “αυτοφοβία” των κομμουνιστών, δηλαδή φόβο αντιμετώπισης της ίδιας τους της ιστορίας, σε αντιπαράθεση προς την υγιή αυτοκριτική. Το βιβλίο του κατά της δαιμονοποίησης προκάλεσε πολεμική στο εσωτερικό της “Liberazione” οργάνου της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης λόγω μιας θετικής βιβλιοκριτικής που δημοσιεύτηκε τον Απρίλη του 2009. Είκοσι από τους συντάκτες έστειλαν επιστολή διαμαρτυρίας στο διευθυντή επικρίνοντας την “απόπειρα αποκατάστασης του Στάλιν από το βιβλίο του Λοζούρντο” όσο και την ίδια τη βιβλιοκριτική και το διευθυντή που ενέκρινε τη δημοσίευσή της.
Το βιβλίο βασίζεται σε παρουσίασή του στα πλαίσια συνεδρίου που είχε διοργανωθεί το 2003 για τα 50χρονα από το θάνατο του Στάλιν και σύμφωνα με το συγγραφέα η παρουσίαση του Στάλιν ως κακού δαίμονα της σοβιετικής ιστορίας οφείλεται όχι στα εγκλήματα που διέπραξε (συγκριτικά με άλλα τις εποχής του), αλλά σε χαλκευμένες κατηγορίες του Χρουστσώφ κατά το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ. Ο Λοζούρντο υποστηρίζει πως η ύπαρξη “πέμπτης φάλαγγας” στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ, έτοιμη να ενισχύσει τον εχθρό ή απλώς να συμβάλει αντικειμενικά στην επικράτησή του δεν ήταν αποκύημα νοσηρής μανίας καταδίωξης του Στάλιν, αλλά απτή πραγματικότητα. Ο ίδιος παρουσιάζει ως στόχο του βιβλίου του όχι την αποκατάσταση του Στάλιν (να σημειωθεί εξάλλου ότι ο ίδιος αποδέχεται μια από τις βασικές κατηγορίες τόσο των ναζί, όσο και των δυτικών αργότερα, περί διάπραξης της σφαγής του Κατίν από Σοβιετικούς), αλλά μια αντικειμενική παρουσίαση των γεγονότων γύρω από το σοβιετικό ηγέτη και μια αποτίμηση του υπαρκτού σοσιαλισμού ως εμπειρίας που ανήκει στο παρελθόν, αλλά χρησιμεύει στην κατανόηση της δυναμικής μιας μελλοντικής νέας απόπειρας σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Δίδαξε επί σειρά ετών ιστορία της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του Ουρμπίνο “Κάρλο Μπο”, απ’ όπου είχε κι ο ίδιος αποφοιτήσει το 1963 κι υπήρξε πρόεδρος διάφορων φιλοσοφικών ενώσεων, όπως της “Διεθνούς Εταιρείας Χέγκελ-Μαρξ για τη διαλεκτική σκέψη”και της “Εταιρείας Λάιμπνιτς”, ενώ υπήρξε διευθυντής του φιλοσοφικού και παιδαγωγικού ινστιτούτου “Πασκουάλε Σαλβούτσι”.
Πολιτικά υπήρξε από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 μέλλος του ΚΚ Ιταλίας, και μετά τη διάλυση του συμμετείχε στην Κομμουνιστική επανίδρυση και στο σημερινό Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, που πρόσφατα συμμετείχε στις εκλογές στο συνασπισμό του Ποτέρε αλ Πόπολο. Ήταν γνωστός για τις φιλοκινεζικές του θέσεις, θεωρώντας την καπιταλιστική οικονομική το ΚΚΚ ως μια μακροχρόνια ΝΕΠ, οι ανισότητες της οποίας ήταν ένα δυσάρεστο φαινόμενο, αλλά αναπόφευκτη παρενέργεια μιας διαδικασίας εκσυγχρονισμού που συνολικά βαίνει προς όφελος του κινεζικού λαού.