Έρνστ Μπλοχ – Μαρξισμός και ουτοπία
Η απροθυμία των ιθυνόντων της ΓΛΔ να δεχτούν τα ιδεαλιστικά κατάλοιπα της φιλοσοφίας του Μπλοχ και η αμφίπλευρη, ταξικά δικαιολογημένη, καχυποψία εκατέρωθεν οδήγησαν τελικά σε ένα αρκετά θορυβώδες, πλην επί της ουσίας αμοιβαία αποδεκτό διαζύγιο.
Η περίπτωση του Έρνστ Μπλοχ, ενός από τους σημαντικότερους φιλοσόφους του γερμανόφωνου χώρου τον 20ό αιώνα, σκιαγραφεί γλαφυρά τα αγκάθια στη συνύπαρξη αστών διανοουμένων μαρξιστικής αναφοράς με τη ΓΛΔ, την οποία εν προκειμένω εθελοντικά είχε επιλέξει ως τόπο εγκατάστασης για αρκετά χρόνια. Η απροθυμία των ιθυνόντων της ΓΛΔ να δεχτούν τα ιδεαλιστικά κατάλοιπα της φιλοσοφίας του Μπλοχ και η αμοιβαία, ταξικά δικαιολογημένη, καχυποψία εκατέρωθεν οδήγησαν τελικά σε ένα αρκετά θορυβώδες, πλην επί της ουσίας αμοιβαία αποδεκτό διαζύγιο.
Γεννήθηκε στις 8 Ιούλη 1885 στο Λούντβιχσχάφεν σε εβραιογερμανική οικογένεια ενός σιδηροδρομικού. Σπούδασε φιλοσοφία, φυσική, γερμανική φιλολογία και μουσική μεταξύ Μονάχου και Βίρτσμπουργκ. Το 1908 αναγορεύθηκε σε διδάκτορα φιλοσοφίας και εργάστηκε ως το 1914 ως δάσκαλος κατ’ οίκον και αρθρογράφος. Την ίδια περίοδο μπαίνει στον κύκλο των σημαντικών αστών κοινωνιολόγων Γκέοργκ Ζίμελ και Μαξ Βέμπερ, ενώ συνδέεται φιλικά με τον Γκέοργκ Λούκατς, που αργότερα θα εξελίσσονταν σε σημαντικό προπάτορα του δυτικού μαρξισμού. Επιπλέον, συμμετείχε στο κίνημα «Wandervogel», που αποτελούνταν από αστούς νέους οι οποίοι επιζητούσαν την «επιστροφή στη φύση» μακριά από τις εκβιομηχανισμένες μεγαλουπόλεις. Τα ουτοπικά στοιχεία που σημάδεψαν τις μετέπειτα φιλοσοφικές του αναζητήσεις ήδη ανιχνεύονται σε αυτή την πρώιμη περίοδο. Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, σε αντίθεση με τους περισσότερους διανοούμενους της τάξης του, περιλαμβανομένων των Βέμπερ και Ζίμελ, ο Μπλοχ θα ταχθεί αποφασιστικά κατά της σφαγής.
Το διάστημα 1917 ως 1919 κατέφυγε στην Ελβετία, χώρα υποδοχής πολλών πολιτικών διαφωνούντων από όλη την Ευρώπη, όπου και δημοσίευσε το σημαντικό φιλοσοφικό του έργο «Το πνεύμα της φιλοσοφίας», με επίκεντρο την ανίχνευση της έννοιας του ανθρωπισμού στην κοινωνία.
Υποδέχτηκε θετικά την Οχτωβριανή Επανάσταση, ενώ, μετά την επιστροφή του στη Γερμανία, παρότι αρχικά συμπαθών του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, προσέγγισε το ΚΚΓ, με τις μαρτυρίες για το αν έγινε μέλος του κόμματος να παραμένουν ως σήμερα αντιφατικές. Στα χρόνια της Βαϊμάρης, συνδέθηκε στενά με διάσημους αριστερούς διανοούμενους, όπως ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο Κουρτ Βάιλ, ο Τέοντορ Αντόρνο και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν. Εργαζόταν κυρίως ως αρθρογράφος, ενώ μεγάλα διαστήματα τα περνούσε ταξιδεύοντας στο εξωτερικό. Το γνωστότερο έργο του στη δεκαετία του ’20 ήταν το 1922, ήταν η μονογραφία του για τον προτεστάντη ριζοσπάστη θεολόγο του 16ου Τόμας Μίντσερ με τίτλο “Ο Τόμας Μίντσερ ως θεολόγος της Επανάστασης”.
Με την άνοδο των ναζί στην εξουσία φεύγει από τη Γερμανία και περνάει από μια σειρά χώρες, πριν εγκατασταθεί στις ΗΠΑ το 1938, όπου παίρνει και την υπηκοότητα το 1944. Μεγάλη αίσθηση είχε προκαλέσει η δημόσια τοποθέτησή του υπέρ των δικών της Μόσχας στην ΕΣΣΔ, γεγονός που τον έφερε σε σύγκριση με παλιούς του συνοδοιπόρους όπως ο Αντόρνο. Ως τις αρχές της δεκαετίας του ’50, ο Μπλοχ έβλεπε αναφανδόν θετικά το Στάλιν, γράφοντας μια σειρά επαινετικών κειμένων, από τα οποία αποστασιοποιήθηκε αργότερα. Στην Αμερική ο Μπλοχ συνέχισε να είναι συγγραφικά δημιουργικός, δεν κατόρθωσε ωστόσο να προσαρμοστεί όσο θα ήθελε λόγω της κακής γνώσης αγγλικών που διέθετε.
Τ0 1948 επιστρέφει σε γερμανικό έδαφος, και συγκεκριμένα στη Σοβιετική Ζώνη Κατοχής, που ένα χρόνο μετά θα αποτελούσε την επικράτεια της ΓΛΔ, τη δημιουργία της οποίας χαιρέτισε γεμάτος ελπίδα ο Μπλοχ: “Tώρα είναι εδώ μαζί μας, ο Νέος Κόσμος”. Από το 1949 ξεκίνησε να διδάσκει ιστορία της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Λειψίας – παρά την πρότασή που του είχε γίνει από το πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης στην ΟΔΓ – μπροστά σε αμφιθέατρα διαρκώς γεμάτα. Οι υπεύθυνοι παιδείας της σοσιαλιστικής κυβέρνησης παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον, αλλά και έγνοια τις τοποθετήσεις του καθηγητή, ενώ ο επίκουρος καθηγητής Σπέρλινγκ είχε αναλάβει μέσω της επαφής του με τον Μπλοχ “να τον αποδεσμεύσει από μικροαστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις”. Παρόλα αυτά, όπως παραδεχόταν ο ίδιος ο Μπλοχ μετά την εγκατάστασή του πλέον στην ΟΔΓ, τα πρώτα χρόνια στην Ανατολική Γερμανία διέθετε πλήρη ελευθερία διδασκαλίας και συγγραφής.
Το 1954 ξεκινά να δημοσιεύεται το έργο του “Η αρχή της Ελπίδας”, ενώ ένα χρόνο μετά λαμβάνει το Εθνικό Βραβείο της ΓΛΔ. Ωστόσο, ήδη τα σύννεφα έχουν αρχίσει να πυκνώνουν, με την κριτική να ξεκινάει σε ακαδημαϊκό πλαίσιο και στη συνέχεια να λαμβάνει ανοιχτά πολιτικό χαρακτήρα. Από τους πρώτους που επικρίνουν ανοιχτά τον Μπλοχ, είναι ο συνάδελφός του Ρούγκαρντ Όττο Γκροπ, που το 1954, από βήματος του φιλοσοφικού συνεδρίου του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος στο Μπάμπελσμπεργκ, εξέφρασε την ανησυχία του πως η αντίληψη του Μπλοχ για το Χέγκελ καθιστούσε δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ ιδεαλισμού και υλισμού.
Ο ίδιος ο Μπλοχ αρχίζει στις διαλέξεις του να επικρίνει ολοένα και πιο ανοιχτά αυτό που αντιλαμβανόταν ως “δογματικό μαρξισμό” εντός ΓΛΔ, καθώς και την ηγεσία της χώρας υπό τον Βάλτερ Ούλμπριχτ, εκφράζοντας παράλληλα την επιδοκιμασία του για το γιουγκοσλαβικό και το κινεζικό μοντέλο. Ιδιαίτερα θορυβημένο φαινόταν να είναι το κόμμα από αυτό που θεωρούσε ως διαβρωτική επίδραση του Μπλοχ σε μια σειρά φοιτητών του, που υιοθέτησαν ανοιχτά αντικαθεστωτικές θέσεις, ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα της Ουγγαρίας το 1956. Το ΕΣΚ πέρασε στην αντεπίθεση με συνεδρίαση της ΚΕ του κόμματος στις 30 Γενάρη 1957, όπου κηρύχθηκε “η πάλη ενάντια στην αστική φιλοσοφία”, στην οποία περιλαμβανόταν ρητά και ο Μπλοχ. Ο Ούλμπριχτ προσωπικά του απηύθυνε λίγες μέρες αργότερα επιστολή, στην οποία τον εγκαλούσε για ασυμβατότητα των θέσεων του φιλοσόφου με το μαρξισμό και για αρνητική επιρροή στους φοιτητές του.
Παρά την όξυνση της πολεμικής κι από τις δύο πλευρές, ο Μπλοχ αρχικά φαίνεται πως δεν είχε στόχο να εγκαταλείψει τη ΓΛΔ, και το 1958 δήλωσε πως παρέμενε πιστός στη χώρα και ότι αρνούνταν οι “πολεμοκάπηλοι” στη Δυτική Γερμανία να χρησιμοποιούν το όνομά του για πολιτικούς σκοπούς. Από την άλλη, η άρνησή του να αλλάξει τις θέσεις του καθιστούσαν δυσχερή τη συνέχιση της διδασκαλίας του και τη δημοσίευση των εργών του και στα τέλη της δεκαετία του ’50 συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα από το πανεπιστήμιο της Λειψίας. Επιπλέον, του δινόταν το ελεύθερο να μπαινοβγαίνει ελεύθερα μεταξύ ΟΔΓ και ΛΔΓ, προφανώς με την προσδοκία των αρχών πως κάποια στιγμή θα επέλεγε μόνος του “να διαβεί το Ρουβίκωνα”. Αυτή η στιγμή ήρθε τελικά λίγο καιρό μετά την ανέγερση του τείχους του Βερολίνου στις 13 Αυγούστου 1961, που βρήκε το Μπλοχ σε διακοπές στη Δυτική Γερμανία. Με δεδομένη την πρόταση που είχη ήδη να διδάξει στο πανεπιστήμιο του Τύμπινγκεν, ο φιλόσοφος αποφάσισε να μην επιστρέψει στη ΓΛΔ. Σε επιστολή του προς τον πρόεδρο της Ακαδημίας Επιστημών της ΓΛΔ, δικαιολόγησε την απόφασή του ως αποτέλεσμα της “απομόνωσής” του στη ΓΛΔ, της αδυναμίας να διδάξει ή να εκδώσει το έργο του και των τιμωριών που υπέστησαν φοιτητές του. Τον επόμενο χρόνο, ο ίδιος αποκλείστηκε από την Ακαδημία.
Στην ΟΔΓ, ο ήδη υπερήλικας Μπλοχ συνέχισε το διδακτικό και συγγραφικό του έργο, λαμβάνοντας μια σειρά διακρίσεων σε δυτικογερμανικά πανεπιστήμια και άλλους φορείς, αλλά και τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα στο πανεπιστήμιο τυ Ζάγκρεμπ στην ενιαία τότε Γιουγκοσλαβία. Επέκρινε ανοιχτά τον πόλεμο του Βιετνάμ, ενώ είδε με συμπάθεια το φοιτητικό κίνημα στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Έφυγε από τη ζωή στις 4 Αυγούστου 1977. Mια εβδομάδα μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, στις 16 Νοεμβρίου 1989, η Ακαδημία Επιστημών της ΓΛΔ, που σε λιγότερο από 11 μήνες θα αποτελούσε παρελθόν, αποφάσισε τη μετά θάνατον αποκατάσταση του Έρνστ Μπλοχ στις τάξεις της.