Γκεόργκι Λούκατς: η ταραχώδης σχέση ζωής με το κομμουνιστικό κίνημα και η θεμελίωση του δυτικού μαρξισμού
Το έργο του “Ιστορία και ταξική συνείδηση” θεωρείται από τα γενεσιουργά κείμενα του λεγόμενου “δυτικού μαρξισμού”, ενώ η προσφορά του στη φιλοσοφία και τη λογοτεχνική κριτική του 20ου αιώνα υπήρξε ιδιαίτερα πολυσχιδής. Συμμετέχοντας τόσο στην Ουγγρική Επανάσταση του ’19 όσο και στην αντεπανάσταση του ’56, συμπύκνωσε στο πρόσωπό του τις αντιφατικές πολιτικές διαδρομές πολλών διανοούμενων της εποχής του.
Ο Γκεόργκι Λούκατς ανήκει στους σημαντικότερους φιλοσόφους και κριτικούς του 20ου αιώνα, από τους θεμελιωτές του λεγόμενου δυτικού μαρξισμού, μιας ετερογενούς σχολής σκέψης, με βασικό συνδετικό κρίκο την προέλευση των στοχαστών της από τη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη, αλλά κυρίως τις διαφοροποιήσεις ή την ανοιχτή αντιπαράθεσή τους προς τον κλασικό και μετέπειτα το σοβιετικό μαρξισμό (ο οποίος επίσης δεν ήταν ενιαίος, αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα).
Ο Λούκατς γεννήθηκε σαν σήμερα το 1885 στη Βουδαπέστη, από αστική οικογένεια εβραϊκής καταγωγής, αλλά και με αριστοκρατικές ρίζες, καθώς ο πατέρας του ήταν διευθυντής τράπεζας και η μητέρα του ευγενής από τη Βιέννη. Ξεκινά σπουδές Νομικής και Οικονομικών στη γενέτειρά του, τις οποίες εγκαταλείπει αργότερα για να εγγραφεί στο τμήμα φιλοσοφίας. Mελετά ενδελεχώς το έργο του Γερμανού νεοκαντιανού κοινωνιολόγου Γκέορκ Ζίμελ, τον οποίο θα συναντήσει αργότερα και θα σπουδάσει στο πλάι του στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου την περίοδο 1908-1909. Το 1908 βραβεύεται το έργο του “Iστορία της δημιουργίας του σύγχρονου δράματος”, το οποίο δημοσιεύεται αρχικά στα ουγγρικά, από έναν διανοούμενο που καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του παρέμενε περισσότερο ενταγμένος στο γερμανικό πολιτισμικό κλίμα.
Από το 1910 ασχολείται ιδιαίτερα με το γερμανικό ιδεαλισμό, (Καντ, Φίχτε, Σέλινγκ, Χέγκελ), ενώ γνωρίζεται με τον επίσης σημαντικό δυτικομαρξιστή Εβραιογερμανό φιλόσοφο Έρνστ Μπλοχ. Μετακομίζει στη Φλωρεντία το 1911 ενώ το 1912 εγκαθίσταται στη Χαϊδελβέργη, όπου γίνεται μαζί με το Μπλοχ μέλος του κύκλου περί τον Μαξ Βέμπερ. Από το 1914, ασχολείται εντατικά με τη μελέτη του Χέγκελ και του Μαρξ, ενώ δείχνει ενδιαφέρον τόσο για έργα αναρχοσυνδικαλιστών, όπως ο Έρβιν Σζαμπό, όσο και της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Το 1915 στρατολογείται από τον Αυστροουγγρικό στρατό, απολύεται ωστόσο σύντομα ως ακατάλληλος για θητεία. Στο έργο του “Η Θεωρία του μυθιστορήματος” (1916) αποπειράται να εφαρμόσει την εγελιανή διαλεκτική στην κατηγοριοποίηση των λογοτεχνικών ειδών και γενικότερα στην αντιμετώπιση αισθητικών ζητημάτων. Το 1918 απορρίπτεται η διατριβή του επί υφηγεσία στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, παρά τη στήριξη του Μαξ Βέμπερ, διότι “δεδομένων των συνθηκών, ένας αλλοδαπός, ειδικά ένας Ούγγρος, δεν επιτρέπεται να γίνει υφηγητής”.
Την ίδια χρονιά ξεκινά και η ενεργή του δράση στο κομμουνιστικό κίνημα, καθώς γίνεται μέλος του ΚΚ Ουγγαρίας, συνεχίζοντας παράλληλα τη μελέτη της Λούξεμπουργκ, αλλά και του έργου του Λένιν “Κράτος κι Επανάσταση”. Διαδραματίζει, ως μέλος πια της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία της Ουγγρικής Επανάστασης υπό τον Μπέλα Κουν το 1919, συμμετέχοντας στην τετράμηνη διακυβέρνηση των ουγγρικών σοβιέτ ως Λαϊκός Επίτροπος Παιδείας, αλλά και στο πολεμικό μέτωπο ως πολιτικός επίτροπος της 5ης μεραρχίας του Ουγγρικού Στρατού. Μετά την καταστολή της επανάστασης καταφεύγει στη Βιέννη όπου συλλαμβάνεται. Μετά από μια διεθνή εκστρατεία υποστήριξης με τίτλο “Σώστε το Λούκατς” απελευθερώνεται στα τέλη του ίδιου έτους.
Την επόμενη δεκαετία μοιράζει το χρόνο μεταξύ Βιέννης και Βουδαπέστης, κατά διαστήματα κάνοντας παράνομη δουλειά ως στέλεχος του ΚΚ Ουγγαρίας (αρχικά ως το 1921 και ξανά την περίοδο 1928-1930). Έργο σταθμός του δυτικού μαρξισμού θεωρείται το “Ιστορία και ταξική συνείδηση” που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1923, το οποίο θεωρείται και από τα ιδρυτικά κείμενα της λεγόμενης κριτικής θεωρίας που αποτέλεσε βάση της Σχολής της Φρανκφούρτης, που θεμελιώνεται με την ίδρυση του Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας στην πόλη ένα χρόνο αργότερα. Βέβαια οι σχέσεις του Λούκατς με τη Σχολή δεν ήταν αγαστές, μάλιστα ο ίδιος το 1962 τη χαρακτήρισε “Ξενοδοχείο η Άβυσσος”, κατηγορώντας την για θεωρητικολογία περί καπιταλισμού και έλλειψη πολιτικής δράσης. Σε ό,τι αφορά το ίδιο το έργο, πρόκειται για μια συλλογή άρθρων που ασκεί κριτική στην ερμηνεία του Μαρξ εκ μέρους θεωρητικών από την περίοδο της Β’ διεθνούς κι εξής, κατηγορώντας τους πως παραμέλησαν την εγελιανή διάσταση της μαρξιστικής διαλεκτικής, διολισθαίνοντας σε μια θετικιστική θεώρηση της μαρξιστικής κριτικής, η οποία παράλληλα απέκρυπτε την ιστορικότητα των μαρξιστικών συμπερασμάτων.
Κεντρική θέση στο βιβλίο του κατέχει η διαδικασία της πραγµοποίησης (Verdinglichung) στον καπιταλισµό, στην οποία εντάσσει τη συσκότιση της ανθρώπινης συνείδησης µέσω του καταµερισµού της εργασίας, της επαγγελµατικής εξειδίκευσης και της κοινωνικής µονοµέρειας, του συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής, που βρίσκονται σε αντιστοιχία προς τη διαµόρφωση του φετιχισμού του εµπορεύµατος. Στο 5ο συνέδριο της Κομμουνιστικής διεθνούς δέχεται έντονη κριτική από τους Μπουχάριν και Ζηνόβιεφ για “αριστερή παρέκκλιση”, ενώ το βιβλίο του αποσύρεται από την κυκλοφορία για δεκαετίες, μέχρι που ο Κώστας Αξελός δημοσίευσε τη γαλλική μετάφραση το 1958, ενάντια στη θέληση του συγγραφέα.. Η αντιπαράθεση με τον Μπουχάριν συνεχίστηκε όταν ο Λούκατς επιτέθηκε στις απόψεις του τότε επικεφαλής της Κομιντέρν με τις λεγόμενες θέσεις του Μπλουμ (από το συγγραφικό ψευδώνυμο που χρησιμοποίησε). Το 1928 η Κ.Δ καταδίκασε το Λούκατς για αποστασία από την έννοια της δικτατορίας του προλεταιριάτου και για δεξιά παρέκκλιση, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να προβεί σε αυστηρή αυτοκριτική.
Το 1929 κατόπιν παρέμβασης του διάσημου Γερμανού συγγραφέα Τόμας Μαν, λαμβάνει άδεια παραμονής στην Αυστρία, απ’ όπου απελάθηκε για να καταφύγει στη Μόσχα, για να εργαστεί στο Αρχείο του Ινστιτούτου Μαρξ-Ένγκελς, όπου μελετά τα “Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα του Μαρξ”, που ασκούν βαθιά επίδραση πάνω του.
Το 1931 εγκαθίσταται στο Βερολίνο και συμμετέχει στην Ένωση προλεταριακών επαναστατών συγγραφέων, με το ψευδώνυμο Κέλερ, καθώς η άδεια παραμονής στη Γερμανία είχε συνοδευτεί από πλευράς του με τη δέσμευση αποχής από πολιτικές δραστηριότητες. Την ίδια περίοδο συνδέεται και με το Μπέρτολντ Μπρεχτ. Λίγο μετά την άνοδο των ναζί απελαύνεται και μέσω Τσεχοσλοβακίας επιστρέφει ξανά στην ΕΣΣΔ. Εκεί, με διακοπές, συνεργάζεται ως το 1944 με το Φιλοσοφικό Ινστιτούτο της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, συμμετέχοντας στο σημαντικό περιοδικό “Διεθνής Λογοτεχνία”, ενώ ολοκλήρωσε σειρά έργων του για τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και το φασισμό, μεταξύ άλλων σχετικά με την καθοριστική όπως θεωρούσε ο ίδιος συμβολή του Νίτσε στη φασιστική αισθητική. Συμμετέχει επίσης στη λεγόμενη “Διαμάχη περί εξπρεσιονισμού”εντός του γερμανόφωνου τμήματος της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων, όπου κρίνει αρνητικά το μοντερνισμό στη λογοτεχνία.
Για ένα διάστημα μετά τη χιτλερική εισβολή στην ΕΣΣΔ το 1941, εκτοπίστηκε μαζί με άλλους Γερμανούς κομμουνιστές στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν, όπου γνωρίστηκε με τον ποιητή και μετέπειτα υπουργό πολιτισμού της ΓΛΔ, Γιοχάνες Μπέχερ. Ο ίδιος αργότερα, στα πλαίσια της λεγόμενης αποσταλινοποίησης, την οποία ενθουσιωδώς υποδέχτηκε, προσπάθησε να υπερπροβάλει τις πτυχές της αντιπαράθεσής του με την κυρίαρχη πολιτική γραμμή εκείνης της περιόδου. Όπως δήλωνε σε συνέντευξή του λίγο πριν το θανατό του, θεωρούσε το Στάλιν “μεγάλο τακτικιστή”, αλλά “όχι μαρξιστή”.
Μετά τον πόλεμο στήριξε αρχικά το εγχείρημα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην πατρίδα του την Ουγγαρία, ως μέλος της Ουγγρικής Ακαδημίας Επιστημών από το 1945. Το 1948 δημοσιεύεται το έργο του “Ο νεαρός Χέγκελ”, όπου από τη μια αντιμάχεται την οικειοποίηση του φιλοσόφου από τους φασίστες, προβάλλοντας οικονομικές μελέτες του Χέγκελ που πλησίαζαν κατά τη γνώμη του τα μεταγενέστερα συμπεράσματα του Μαρξ, ενώ ταυτόχρονα ασκούσε έμμεση κριτική σε αυτό που θεωρούσε εχθρότητα της Κομμουνιστικής Διεθνούς απέναντι στο στοχαστή. Το 1951 αποσύρεται από την πολιτική ζωή της χώρας, μετά τη σκληρή κριτική από τον υπουργό Παιδείας και πρόεδρο του Συνδέσμου Ούγγρων Συγγραφέων.
Το 1954 δημοσιεύεται το πιο αμφιλεγόμενο ίσως έργο του, “Η καταστροφή της λογικής” (κυρίως της δικής του λογικής, όπως σχολίαζε ειρωνικά ο προβεβλημένος φιλόσοφος της Σχολής της Φρανκφούρτης Τέοντορ Αντόρνο), όπου υποστηρίζει πως η εξέλιξη της γερμανικής φιλοσοφίας μετά τον Έγελο και με σταθμό την αποτυχία της επανάστασης του 1848, κατέληξε σε καταφατική αντιμετώπιση του φασιστικού φαινομένου. Οι κρίκοι σε αυτή την αλυσίδα περιλάμβαναν τον όψιμο Σέλινγκ, τον Σοπενχάουερ, μετέπειτα τους Κίρκεγκορ και Νίτσε, για να καταλήξουν μέσω του νεοεγελιανισμού και της πρώιμης γερμανικής κοινωνιολογίας στον κοινωνικό δαρβινισμό και τη στήριξη ρατσιστικών θέσεων. Το 1956, μετά το 20ο συνέδριο, όπου αίρει ένα τμήμα της παλιότερης αυτοκριτικής του, γίνεται εκ νέου μέλος του ΚΚ Ουγγαρίας.
Συμμετέχει στην αντεπαναστατική κυβέρνηση Νάγκυ την ίδια χρονιά ως υπουργός παιδείας, γεμάτος αυταπάτες ότι έτσι συνέβαλε στην αναμόρφωση του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα του. Παραιτείται ωστόσο από τη θέση του όταν ο Νάγκυ διακηρύττει την πρόθεσή του για αποχώρηση της Ουγγαρίας από το σύμφωνο της Βαρσοβίας. Μετά την επέμβαση των Σοβιετικών για τον τερματισμό της αντεπανάστασης, απελαύνεται στη Ρουμανία. Επέστρεψε στη χώρα ένα χρόνο αργότερα και μετά από αυτοκριτική επιστρέφει στο ΚΚ, στο οποίο παραμένει ως το θάνατό του το 1971, συμπλέοντας γενικά με τις ρεφορμιστικές πολιτικές του Γιάνος Κάνταρ, παρά τις επιμέρους κριτικές. Την ίδια περίοδο οξύνεται η κριτική του προς το Στάλιν, ενώ καταδίκασε και την επέμβαση του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία το 1968.
Τα τελευταία του έργα “Η ιδιοτυπία του Αισθητικού” και “Για την Οντολογία του κοινωνικού είναι”, παρέμειναν ανολοκλήρωτα, και το δεύτερο δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του από καρκίνο στις 4 Ιούνη 1971 στο διαμέρισμά του στη Βουδαπέστη. Διεθνή σάλο και διαμαρτυρίες από τον πνευματικό κι ακαδημαϊκό κόσμο εντός κι εκτός Ουγγαρίας είχε προκαλέσει πέρυσι το Γενάρη η απόφαση του δημοτικού συμβουλίου της Βουδαπέστης να αφαιρέσει άγαλμα του φιλοσόφου από πάρκο στη συνοικία 13 της πόλης, ένα από τα δύο που απέμεναν στην πόλη μετά τις ανατροπές του 1989.