Μαρξ, ωφελιμισμός και Μπένθαμ: “Μια ιδιοφυία αστικής ηλιθιότητας”
” Η αρχή της ωφέλειας δεν ήταν ανακάλυψη του Μπένθαμ. Ο ίδιος απλώς αναπαρήγαγε με το δικό του ατάλαντο τρόπο, εκείνο που ο Ελβέτιος και άλλοι Γάλλοι είχαν πει με τόσο πνευματώδη τρόπο το 18ο αιώνα.”
Σαν σήμερα γεννήθηκε ο φιλόσοφος και νομικός Τζέρεμυ Μπένθαμ, που στις μέρες μας δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός πλην μυημένων στην ιστορία των ιδεών, ωστόσο στην εποχή του άσκησε σημαντική επίδραση, τόσο στη χώρα του, όσο και στην Ελλάδα, καθώς υπήρξε μέλος του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου και αλληλογραφούσε με σημαντικούς εκπροσώπους του νεοελληνικού διαφωτισμού και της Ελληνικής επανάστασης, ανάμεσα τους ο Κοραής και ο Μαυροκορδάτος, και χάρη στις επαφές του το έργο του διαδόθηκε κι εν μέρει μεταφράστηκε στη χώρα μας από τα πρώτα χρόνια της σύστασης του ελληνικού κράτους. Σημαντικότερη συμβολή του, χωρίς να του ανήκει η αποκλειστική πατρότητα της ιδέας, θεωρείται ο ωφελιμισμός, βάσει του οποίου το αγαθό ταυτίζεται με την ηδονή ενώ μια καλή πράξη κρίνεται αποκλειστικά με κριτήριο τις συνέπειες που προκαλεί συνολικά. Στόχος των ανθρώπων θα έπρεπε να είναι η μεγιστοποίηση αυτού του αγαθού, για τον εαυτό μας αλλά και για το μέγιστο δυνατό αριθμό ανθρώπων ταυτόχρονα. Η εκ πρώτης όψεως ευγενής αυτή πρόθεση έγινε αντικείμενο βιτριλιοκής κριτικής από το Μαρξ, που αποδομεί σε υποσημείωση του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου το Μπένθαμ, παρουσιάζοντας αφενός τη ρηχότητα κι ελάχιστη πρωτοτυπία της σκέψης του, κι αφετέρου καυτηριάζοντας την τάση του Άγγλου φιλοσόφου να κρίνει τα πάντα με μέτρο τους ανθρώπους της τάξης του. Όσα αναφέρει ο Μαρξ περί ανθρώπινης φύσης έχουν διαχρονικό ενδιαφέρον, διότι πράγματι μέχρι σήμερα υπάρχει η τάση να εξισώνεται η ανθρώπινη φύση με τις ιδιότητες που προβάλει η εκάστοτε κυρίαρχη άποψη, χωρίς να λαμβάνονται υπόψει οι κοινωνικοϊστορικές συνθήκες που τις διαμορφώνουν.
Ο Τζέρεμυ Μπένθαμ είναι ένα καθαρά Αγγλικό φαινόμενο. Μη εξαιρώντας ούτε το Γερμανό μας φιλόσοφο, Κρίστιαν Βολφ (1679-1754, πολυγραφότατος φιλόσοφος, η πρωτοτυπία της σκέψης του οποίου συχνά αμφισβητήθηκε από τους μελετητές, καθώς θεωρείται ότι εν πολλοίς απλοποίησε μόνο το φιλοσοφικό σύστημα του Λάιμπνιτς, σ.τ.Μ), ποτέ και σε καμία χώρα δεν περιέφερε τον εαυτό της τόσο επιδεικτικά η πιο απλοϊκή κοινοτοπία με τέτοια αυταρέσκεια. Η αρχή της ωφέλειας δεν ήταν ανακάλυψη του Μπένθαμ. Ο ίδιος απλώς αναπαρήγαγε με το δικό του ατάλαντο τρόπο, εκείνο που ο Ελβέτιος και άλλοι Γάλλοι είχαν πει με τόσο πνευματώδη τρόπο το 18ο αιώνα. Για να ξέρει κανείς τι είναι χρήσιμο, για ένα σκύλο ας πούμε, κάποιος πρέπει να μελετήσει τη φύση του σκύλου. Η φύση αυτή καθαυτή δε μπορεί να εξαχθεί από την αρχή της ωφέλειας. Εφαρμόζοντάς το στον άνθρωπο, εκείνος που θα έκρινε όλες τις ανθρώπινες πράξεις, κινήσεις, σχέσεις κλπ. με την “αρχή της ωφέλειας”, πρέπει πρώτα να ασχοληθεί με την ανθρώπινη φύση όπως τροποποιείται σε κάθε ιστορική εποχή. Αλλά για το Μπένθαμ τα ερωτήματα αυτά είναι ασήμαντα. Με αφέλεια μέχρι βλακείας παίρνει τον σύγχρονο μικροαστό Φιλισταίο, κυρίως τον Άγγλο Φιλισταίο, ως τον κανονικό άνθρωπο. Οτιδήποτε είναι χρήσιμο σε αυτή τη στρεβλή παραλλαγή του κανονικού ανθρώπου, και στον κόσμο του, είναι χρήσιμο αφ’εαυτού. Αυτό το μέτρο λοιπόν, το εφαρμόζει στο παρελθόν, το παρών και το μέλλον. Η χριστιανική θρησκεία, για παράδειγμα, είναι “χρήσιμη”, γιατί στο όνομα της θρησκείας απαγορεύει τα ίδια κρίματα που ο ποινικός κώδικας καταδικάζει στο όνομα του νόμου. Η καλλιτεχνική κριτική είναι “επιζήμια”, γιατί διαταράσσει την απόλαυση που παίρνουν άξιοι άνθρωποι από τον Μάρτιν Τάπερ (1810-1889, Άγγλος ποιητής και συγγραφέας, γνωστός για τη συλλογή ηθικολογικών αποφθεγμάτων “Παροιμιακή Φιλοσοφία” σ.τ.Μ) και τα λοιπά. Με τέτοιες ανοησίες αυτός καλός ανθρωπάκος, με το μόττο του “nulla dies sine lineas” (μην αφήσεις να περάσει μέρα χωρίς να γράψεις τα αποφθέγματά σου) έχει σωρεύσει βουνά από βιβλία. Αν είχα το κουράγιο του φίλου μου του Χάινριχ Χάινε, θα αποκαλούσα τον κύριο Τζέρεμυ μια ιδιοφυία αστικής ηλιθιότητας.
Μετάφραση-Επιμέλεια: Δύσκολες Νύχτες