Μαρξ-Προυντόν. Μια συνάντηση με ιστορικές συνέπειες
Στο ημερολόγιο του χαρακτηρίζει την ίδια περίοδο το Μαρξ “κεστοειδή σκώληκα του σοσιαλισμού”. Στα τέλη του 1847 περιέλαβε το Μαρξ σε μια από τις συνηθισμένες αντιεβραϊκές του επιθέσεις, καθώς θεωρούσε εαυτόν θύμα συνωμοσιών Γερμανοεβραίων πολιτικών εξόριστων.
Όσοι έχουν δει την ταινία “Ο νεαρός Καρλ Μαρξ”, ίσως θυμούνται ότι μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της είναι η στιγμή της συνάντησης του Γερμανού στοχαστή με τον Πιερ Ζοζέφ-Προυντόν στο Παρίσι, που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1809.
Συμβολικά επρόκειτο για τη συνάντηση των διαμορφωτών των δύο σημαντικότερων ριζοσπαστικών ρευμάτων του 19ου αιώνα, σε μια εποχή μάλιστα που τα τελευταία δεν είχαν ακόμα πλήρως αποκρυσταλλωθεί: του επιστημονικού σοσιαλισμού και του αναρχισμού. Οι απόψεις και τα ενδιαφέροντα των δύο ανδρών αποδείχθηκαν αρκετά διαφορετικά στην πορεία, ωστόσο κάποιες φαινομενικές ομοιότητες στη σκέψη τους αρχικά τους έφεραν κοντά. Ο Προυντόν είχε εκδηλώσει ήδη το ενδιαφέρον του για τη γερμανική φιλοσοφία, ενώ από την άλλη ο Μαρξ εκείνη την εποχή ήταν γεμάτος θαυμασμό για τον κατά εννιά χρόνια μεγαλύτερό του και ήδη γνωστό διαννοούμενο Προυντόν, την εποχή που ο ίδιος ήταν ένας ακόμα άσημος Γερμανός πολιτικός εξόριστος. Το κοινό τους ενδιαφέρον για οικονομικά θέματα τους οδηγούσε σε ολονύχτιες συζητήσεις, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ένγκελς.
Πιθανότερη ημερομηνία της πρώτης συνάντησης τους ήταν το Σεπτέμβριο του 1844, ενώ είχε προηγηθεί και νωρίτερη αποτυχημένη απόπειρα του Μαρξ να έρθει σε επαφή μαζί του, στα πλαίσια της αποστολής που του είχε αναθέσει ο συνεργάτης του Άρνολντ Ρούγκε να πείσει τον Προυντόν να συμμετάσχει στο περιοδικό τους Deutsch–Französische Jahrbücher. Αν μόνη πηγή της γνωριμίας ήταν ο Προυντόν, δε θα μαθαίναμε τίποτε σχεδόν γι’ αυτή, αφού σε κανένα από τα έργα που προόριζε για δημοσίευση δεν αναφέρει ούτε καν ονομαστικά το Μαρξ. Του έγραψε δυο γράμματα και τον αναφέρει δυο φορές στη δημοσιευμένη του αλληλογραφία, ενώ στα πολύτομα ημερολόγια του αναφέρεται τέσσερις φορές εντελώς ακροθιγώς σε εκείνον. Αντιθέτως ο Μαρξ γράφει για τη γνωριμία τους, αναλαμβάνοντας σαρκαστικά την ευθύνη για τη “μόλυνση του Προυντόν προς μεγάλη του βλάβη με τον Εγελιανισμό, τον οποίο λόγω της άγνοιας της γερμανικής γλώσσας δε μπορούσε να μελετήσει με το συνήθη τρόπο.”
Ο ίδιος ο Προυντόν υποστήριζε πως δεν είχε διαβάσει Χέγκελ, πράγμα αναμενόμενο, καθώς με εξαίρεση το έργο του τελευταίου περί αισθητικής, κανένα άλλο δεν είχε μεταφραστεί στα γαλλικά μέχρι το θάνατο του Προυντόν. Παρόλ’ αυτα ο ίδιος πίστευε ότι η σκέψη του Χέγκελ αποτελούσε μαζί με τη Βίβλο και τον Άνταμ Σμιθ, βασική πηγή έμπνευσης των ιδεών του, κάτι που, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το Γερμανό φιλόσοφο, διαψεύδεται από το περιεχόμενο του έργου του. Φαίνεται πως η κύρια επαφή του με την εγελιανή φιλοσοφία προήλθε μέσω του Μιχαήλ Μπακούνιν, ο οποίος ήταν σπουδαίος ρήτορας, αλλά με μάλλον ρηχή κατανόηση του φιλοσόφου. Είναι λοιπόν δίκαιη η κριτική του Μαρξ στον Προυντόν, πως εκείνος κατείχε μόνο τη γλώσσα, αλλά όχι και τη διαλεκτική του Χέγκελ. Η έμφαση του Προυντόν στην επίτευξη εξισορρόπησης των κοινωνικών συγκρούσεων κι όχι στην εξάλειψη των τελευταίων, καθιστά φανερή ότι εκείνο που ο ίδιος θεωρούσε ως διαλεκτική στο έργο του, πόρρω απέχει τόσο από τη μαρξιστική, όσο και από την εγελιανή της εκδοχή.
Ο Μαρξ πάντως εξακολουθούσε να έχει σε εκτίμηση τον Προυντόν ως τον καλύτερο των Γάλλων σοσιαλιστών τη στιγμή της αναχώρησης του από το Παρίσι, λίγους μήνες μετά τη γνωριμία τους. Η εκτίμηση του είναι εμφανής και στις αναφορές που κάνει στο πρόσωπό του στην “Αγία Οικογένεια”, που εκδίδεται το Μάρτη του 1845. Το Μάιο του 1846 ο Μαρξ έγραψε στον Προυντόν από τις Βρυξέλλες, απολογούμενος μάλιστα για την καθυστέρηση της πρωτοβουλίας του να αλληλογραφήσουν. Τον προσκάλεσε να να συμμετάσχει σε μια διεθνή επιτροπή του ίδιου, του Ένγκελς και του Φιλίπ Γκιζώ, με στόχο τη συνεργασία και την επικοινωνία μεταξύ Γερμανών, Άγγλων και Γάλλων σοσιαλιστών. Στο υστερόγραφο ωστόσο, ο Μαρξ επιτέθηκε στο φίλο του Προυντόν, Καρλ Γκριν, χαρακτηρίζοντας τον “τσαρλατάνο που έκανε εμπόριο σύγχρονων ιδεών”. Η απάντηση του Προυντόν ήταν συγκρατημένη, λέγοντας πως δε διέθετε το χρόνο να συμβάλει στο σχέδιο. Παράλληλα, υπαινισσόμενος πως ο Μαρξ ήταν δογματικός, καλούσε την υπό σύσταση οργάνωση να ανοίξει τις αγκάλες της σε όλα τα ρεύματα της σοσιαλιστικής σκέψης. Πρόσθεσε επίσης πως δε συμμεριζόταν πια την αναγκαιότητα της επανάστασης για την πραγματοποίηση κοινωνικών αλλαγών, που θα μπορούσαν να επιτευχθούν και χωρίς βία.
Η ψύχρανση των σχέσεων μεταξύ των ανδρών πρέπει να θεωρηθεί δεδομένη μετά από αυτή την ανταλλαγή επιστολών, καθώς τον επόμενο χρόνο ο Προυντόν έστειλε στο Μαρξ ένα αντίτυπο του έργο του “Η φιλοσοφία της αθλιότητας”, αλλά δε φαίνεται να υπήρξε κάποια άλλη επικοινωνία μεταξύ των δύο αντρών. Η αποστολή του συγκεκριμένου έργου, το οποίο όπως κι ο ίδιος ο συγγραφέας του αναγνώριζε είχε πολλές αδυναμίες, στο Μαρξ σίγουρα δεν ήταν η ευτυχέστερη κίνηση για την υστεροφημία του. Πράγματι, σήμερα το βιβλίο είναι γνωστό κυρίως χάρη στη δηκτική απάντηση του Μαρξ, με τον αντεστραμμένο τίτλο “Η αθλιότητα της φιλοσοφίας”.
Ο τόνος της δίδεται ήδη από τον πρόλογο όπου ο Μαρξ γράφει τα εξής: “Ο κ. Προυντόν έχει την ατυχία να είναι ιδιαίτερα παραγνωρισμένος στην Ευρώπη. Στη Γαλλία έχει το δικαίωμα να είναι κακός οικονομολόγος, γιατί περνάει για καλός Γερμανός φιλόσοφος. Στη Γερμανία, έχει το δικαίωμα να είναι κακός φιλόσοφος γιατί περνάει σαν ένας από τους πιο γερούς Γάλλους οικονομολόγους, Εμείς, με την ιδιότητα μας να είμαστε ταυτόχρονα Γερμανός και οικονομολόγος, θελήσαμε να διαμαρτυρηθούμε ενάντια σ’αυτό το διπλό λάθος” (μτφρ. Γεωργίας Δεληγιάννη-Αναστασιάδη).
Πολλοί φίλοι του Προυντόν έσπευσαν να μιλήσουν για προσωπική ζήλεια του Μαρξ, παραβλέποντας το γεγονός πως, αφενός ο Μαρξ ποτέ δε διακρινόταν από αβρότητα στην πολεμική κατά των πολιτικών του αντιπάλων, αφετέρου είχε πολύ σοβαρούς λόγους να θέλει να ανακόψει αυτό που θεωρούσε καταστροφική επίδραση του προυντονισμού στο εργατικό κίνημα, η οποία σημειωτέον εκείνη την εποχή αλλά και για πολλά χρόνια αργότερα ήταν ηγεμονική. Αν και πέρασε απαρατήρητο την περίοδο που εκδόθηκε (στη Γαλλία μάλιστα, προπύργιο του προυντονισμού, πέρασαν 4 δεκαετίες μέχρι να εμφανιστεί μετάφραση), η σταδιακή διάδοση των μαρξιστικών ιδεών στο εργατικό κίνημα συμβάδισε με την εξάπλωση της φήμης του έργου, που παραμένει από τα γνωστότερα του Μαρξ μέχρι σήμερα.
Ο Προυντόν, παρότι γενικώς δε δίσταζε ν’ απαντά στους επικριτές του, στην περίπτωση της Αθλιότητας της φιλοσοφίας τήρησε δημόσια στάση σιωπής, ενώ και οι σημειώσεις που κράτησε στο περιθώριο του δικού του αντιτύπου φανερώνουν μάλλον αμήχανη και αμυντική στάση. Απορρίπτει κάποιες από τις αιτιάσεις του Μαρξ, αποδέχεται άλλες, ενώ σε κάποια σημεία σχολιάζει πως στην πραγματικότητα κι ο ίδιος είχε πει το ίδιο πράγμα με διαφορετικά λόγια. Στη μόνη μη ιδιωτική τοποθέτησή του για το θέμα, αναφέρει σε επιστολή του που δημοσιεύτηκε αργότερα πως: “Ταυτόχρονα έλαβα το λίβελο κάποιου δόκτορος Μαρξ (διατύπωση στοχευμένα επιλεγμένη για να μειώσει ένα πρόσωπο με το οποίο γνωριζόταν καλά στο παρελθόν), την Αθλιότητα της φιλοσοφίας, ως απάντηση στη Φιλοσοφία της αθλιότητας. Είναι ένα πλέγμα αισχρών σχολίων, συκοφαντιών, πλαστογραφιών και λογοκλοπής.” Στο ημερολόγιο του χαρακτηρίζει την ίδια περίοδο το Μαρξ “κεστοειδή σκώληκα του σοσιαλισμού“. Στα τέλη του 1847 περιέλαβε το Μαρξ σε μια από τις συνηθισμένες αντιεβραϊκές του επιθέσεις, καθώς θεωρούσε εαυτόν θύμα συνωμοσιών Γερμανοεβραίων πολιτικών εξόριστων.
Όσο για το Μαρξ, συνέχισε όπως είδαμε να περιφρονεί τον Προυντόν ως “μικροαστό” μέχρι και το θάνατο του τελευταίου, ωστόσο η συμπάθειά του για το έργο “Τι είναι η ιδιοκτησία” (1840) διατηρήθηκε ακόμα και στην τελευταία, σκωπτική επιστολή που αναφέρθηκε παραπάνω. Ισχυρισμοί ωστόσο πως δανείστηκε ή πολλώ δε μάλλον έκλεψε ιδέες από το έργο δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική, καθώς τέτοιου είδους ιδέες δε γεννιούνται κατ’ αποκλειστικότητα στο μυαλό ενός στοχαστή, αλλά αποτελούν την εύλογη κοινή συνισταμένη του πνευματικού κλίματος που τύχαινε να μοιράζονται όλοι οι ριζοσπαστικοί διανοούμενοι της εποχής. Σε κάθε περίπτωση, η εχθρότητα μεταξύ των ανδρών, ακόμα κι αν απέκτησε αναπότρεπτα προσωπικά χαρακτηριστικά, σαφώς και δεν εδραζόταν σε ψυχολογικά αίτια, αλλά στο ιδεολογικό τους χάσμα, το οποίο δεν ήταν παρά η πρώτη έκφανση του ρήγματος μαρξισμού-αναρχίας που έμελλε να λάβει πολύ πιο ξεκάθαρη μορφή κατά τις αντιπαραθέσεις που συγκλόνισαν την Α’ διεθνή, η οποία ιδρύθηκε ένα χρόνο πριν το θάνατο του Προυντόν, το 1864.
Σ.Σ.: το άρθρο αντλεί στοιχεία από το άρθρο του Robert Hoffman, Marx and Proudhon: A reappraisal of their relationship